Παρακολουθήσαμε
τις τελευταίες ημέρες ένα λουτρό αίματος και τυφλής βίας να εξελίσσεται στην
καρδία της Ευρώπης, στο Παρίσι. Άγνωστος αριθμός βομβιστών αυτοκτονίας και
άλλων ενόπλων χτύπησε στα τυφλά σκοτώνοντας αδιάκριτα αθώους. Το γεγονός αυτό
συγκλόνισε τη Γαλλία και τον υπόλοιπο κόσμο και είναι σίγουρο ότι θα
πυροδοτήσει εξελίξεις ο αντίκτυπος των οποίων είναι ακόμα δύσκολο να
προσδιορισθεί.
Οι
τρομοκρατικές επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου αναδεικνύουν με βίαιο
τρόπο το πρόβλημα του Συριακού εμφυλίου καθώς και την αποσπασματική και συχνά
αντικρουόμενη αντιμετώπιση του προβλήματος από τις μεγάλες δυνάμεις. Σε
προηγούμενο άρθρο μου (http://tasos0079.blogspot.gr/2013/09/syria-and-resurfacing-of-eastern.html)
είχα αναδείξει το τότε αδιέξοδο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής σε σχέση
με το πρόβλημα. Τα πρόσφατα γεγονότα καταδεικνύουν, αν μη τι άλλο, την ακόμα
πιο σύνθετη και περίπλοκη φύση του προβλήματος. Σε κάθε περίπτωση, θα
επιχειρήσουμε να αναλύσουμε το γεγονός υπό το πρίσμα της θεωρίας των διεθνών
σχέσεων. Δηλαδή, τι επιδιώκεται, ποιος ωφελείται, πως επιχειρεί να επιτύχει τους
στόχους του, που είναι το πεδίο δράσης των εμπλεκομένων.
Θα
ξεκινήσουμε λοιπόν με ένα μάθημα της πρόσφατης ιστορίας το οποίο δεν έγινε
αντιληπτό από τους δυτικούς. Ο εξτρεμισμός και δει ο μουσουλμανικός
φονταμενταλισμός δεν μπορεί να ελεγχθεί. Μπορεί βραχυπρόθεσμα και περιστασιακά
να φαντάζει χρήσιμος για την επίτευξη στόχων εξωτερικής πολιτικής,
μακροπρόθεσμα όμως τα προβλήματα που δημιουργούνται είναι πολλαπλάσια από τα
όποια οφέλη. Το μάθημα του Αφγανιστάν τη δεκαετία του 80 ξεχάστηκε πάρα πολύ
γρήγορα. Τότε, οι Η.Π.Α. σε πλήρη συνεργασία με τη Σαουδική Αραβία, ενίσχυσαν
με εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια τους τζιχαντιστές μαχητές ενάντια στη
Σοβιετική εισβολή. Ο βραχυπρόθεσμος ψυχροπολεμικός στόχος ήταν η ταπείνωση του
κόκκινου εισβολέα. Όταν πράγματι οι Σοβιετικοί πέταξαν λευκή πετσέτα το 1988 και
τα μάζεψαν κακήν κακώς, οι Αμερικανοί ταχύτατα ξέχασαν την υπόθεση του
Αφγανιστάν. Όλοι αυτοί οι μαχητές όμως είχαν πάρει ένα σπουδαίο μάθημα. Αφενός
είχαν αποκτήσει πολύτιμη τεχνογνωσία στον ασύμμετρο πόλεμο, αφετέρου είχαν
ταπεινώσει μια μεγάλη δύναμη. Αφού τα κατάφεραν με τους Σοβιετικούς γιατί να μη
μπορέσουν να τα καταφέρουν και με άλλους απίστους (μουσουλμάνους ή μη) που
καταπατούσαν την ιερή γη και τους κανόνες του Ισλάμ;
Η
τεράστια κινητοποίηση των δυτικών κατά των πόλεμο του Κόλπου (1989 – 1991) περεταίρω
ενίσχυσε την ριζοσπαστικοποίηση του μουσουλμανικού κόσμου. Με ηγέτιδα δύναμη τις
Η.Π.Α. ο δυτικός κόσμος καθώς και οι μουσουλμάνοι κοσμικοί σύμμαχοι τους συγκέντρωσαν
μια τεράστια στρατιωτική δύναμη, υποτίθεται για την απελευθέρωση του
μικροσκοπικού Κουβέιτ[1],
στην πράξη όμως για την προστασία της δυτικότροπης συμμαχικής μοναρχίας των
Σαούντ στη Σαουδική Αραβία. Η πλειοψηφία του μουσουλμανικού κόσμου κατάλαβε ότι
οι Η.Π.Α. και οι δυτικοί δεν ενδιαφέρονταν ούτε για τη δημοκρατία ούτε για την
απελευθέρωση του Κουβέιτ. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν τα συμφέροντα τους στην
περιοχή. Η παρουσία εκατοντάδων χιλιάδων «απίστων» στα ιερά χώματα των
μουσουλμάνων δεν πέρασε απαρατήρητη από τους μουσουλμάνους φονταμενταλιστές.
Μια από τις πρώτες απαιτήσεις του Οσάμα μπιν Λάντεν κατά τη δεκαετία του 90
ήταν ακριβώς αυτή: η αποχώρηση των στρατευμάτων των «απίστων» από τη Σαουδική
Αραβία.
Ερχόμαστε
λοιπόν στον πόλεμο του Κόλπου νο.2 (2003). Εκεί, οι Η.Π.Α. υπό την ηγεσία
ανθρώπων που αντιλαμβάνονταν την εξωτερική πολιτική υπό ένα ασπρόμαυρο πρίσμα,
επιχειρήθηκε η εισβολή του Ιράκ ως απόδειξη της ικανότητας των Η.Π.Α. να
επέμβουν οπουδήποτε και οποτεδήποτε το επιθυμούν. Επιχειρήθηκε μια σαθρή
διασύνδεση της Αλ-Κάιντα με την κοσμική δικτατορία του Χουσεΐν ως ένα από τα άλλοθι
για την επέμβαση. Πραγματοποιήθηκε μια στρατιωτική εκστρατεία χωρίς να υπάρχει
ουδεμία πρόνοια για την μετά-Σαντάμ εποχή. Έγινε μια παρέμβαση χωρίς να έχουν
μελετηθεί οι επιπτώσεις και χωρίς να υπάρχει μέσο-μακροπρόθεσμη στρατηγική είτε
εξόδου, είτε για το μέλλον του Ιράκ και της περιοχής. Τα αποτελέσματα φυσικά τα
πληρώνουμε ακόμα και σήμερα. Δαπανήθηκαν τεράστιες ποσότητες χρήματος και
αίματος στο όνομα της δημοκρατίας και το μόνο που επιτεύχθηκε ήταν η δημιουργία
ενός ακόμα αποτυχημένου κράτους (failed
state), ενός γεωγραφικού χώρου
ώριμου να αποτελέσει θερμοκήπιο κάθε λογής ακραίων. Εδώ δεν θα πρέπει να
ξεχνάμε τις εικόνες φρίκης που βίωσε ο ισλαμικός κόσμος από τα «χειρουργικά»
χτυπήματα της δύσης, από τις αποτρόπαιες πράξεις βίας στις ιρακινές φυλακές (Abu Ghraib) και τη γενικότερη ασυδοσία που προκάλεσε η
αμερικανική κατοχή.
Όλα αυτά τα
γεγονότα λοιπόν, σε συνδυασμό με την «Αραβική Άνοιξη» οδήγησαν στη μετάσταση
του καρκινώματος του Ιράκ στη γειτονική Συρία. Η Συρία, όπως και το Ιράκ (καθώς
και άλλα κράτη της πρώην Οθωμανικής αυτοκρατορίας) αποτελούν τεχνητά μορφώματα της
ύστερης αποικιοκρατικής περιόδου. Μετά την ήττα των Οθωμανών στον πρώτο παγκόσμιο
πόλεμο, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία πήραν, στην κυριολεξία, έναν χάρακα και
τράβηξαν γραμμές πάνω στο χάρτη της Μέσης Ανατολής τεμαχίζοντας την περιοχή σε
προτεκτοράτα. Θεωρητικά, όλα αυτά έγιναν υπό την αιγίδα της νεοσύστατης Κοινωνίας
των Εθνών υπό το ευχολόγιο ότι οι μεγάλες δυνάμεις δημιουργούσαν τα
προτεκτοράτα αυτά για να «καθοδηγήσουν» μελλοντικά τα κράτη αυτά προς την
ανεξαρτησία. Στην πράξη αυτό που έγινε είναι ότι δημιουργήθηκαν τεχνητά
μορφώματα, όπου ανόμοιες φυλετικές και θρησκευτικές ομάδες, χωρίς οποιαδήποτε
αίσθηση κοινού ιστορικού πεπρωμένου, τσουβαλιάστηκαν εντός μιας τεχνητής
κρατικής οντότητας χωρίς να ερωτηθούν. Ένα από τα πιο γνωστά προβλήματα που
δημιούργησε αυτή η κατάσταση είναι το Παλαιστινιακό ζήτημα, όπου μεταπολεμικά
αναγνωρίστηκε το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση των Εβραίων Ισραηλιτών αλλά όχι αυτό
των Παλαιστίνιων.
Η
επέμβαση των Αμερικανών κατά τον δεύτερο πόλεμο του Ιράκ δημιούργησε ένα κενό
εξουσίας προς όφελος των Ιρανών. Το Ιράκ κυβερνούνταν επί δεκαετίες από μια
κοσμική δικτατορία της σουνιτικής μειοψηφίας. Τα δύο τρίτα περίπου του
πληθυσμού είναι σιίτες οι οποίοι είναι φυσικό ότι αποζητούν φιλικές σχέσεις με
την προστάτιδα δύναμη των σιιτών, το Ιράν. Μετά την πτώση του Σαντάμ, η επιρροή
του Ιράν στο Ιράκ αυξήθηκε κατακόρυφα. Αυτό ήταν μια εξαιρετικά αρνητική
εξέλιξη για τη σουνιτική Σαουδική Αραβία για πολλούς λόγους. Αφενός απειλούνταν
να δημιουργηθεί ένα συμπαγές σιιτικό τόξο το οποίο θα περιλάμβανε το Ιράκ, την
Συρία και το Λίβανο κυκλώνοντας και απομονώνοντας τη Σαουδική Αραβία. Αφετέρου
η αύξηση της Ιρανικής επιρροής επί του Ιράκ, της χώρας με τα δεύτερα παγκοσμίως
βεβαιωμένα κοιτάσματα πετρελαίου απειλούσε να τινάξει την πρωτοκαθεδρία της Σαουδικής
Αραβίας επί του ΟΠΕΚ στον αέρα. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το φόβο που ένιωσε η
Σαουδική μοναρχία από την υποστήριξη των Αμερικανών στο κίνημα της Αραβικής
Άνοιξης, ώθησε τους Σαούντ να αντιδράσουν. Και το έκαναν με τη τεχνογνωσία και
τη μεθοδολογία που είχαν αποκτήσει από το Αφγανιστάν τη δεκαετία του 80. Η λογική
των Σαούντ στην κόντρα τους με το Ιράν φαίνεται πως είναι η εξής: από τη στιγμή
που εγώ δεν μπορώ να ασκήσω επιρροή επί του Ιράκ και της Συρίας φροντίζω να αποσταθεροποιήσω
την περιοχή στο μέγιστο βαθμό, έτσι ώστε να είναι άχρηστη για οποιονδήποτε άλλο
(if I can’t
have it then you can’t
have it). Είναι μια λογική ασύμμετρου πολέμου
δοκιμασμένη, πλην όμως σε μια κατάσταση χάους δεν μπορεί να υπάρξει έλεγχος και
άρα πάντα υπάρχει ο φόβος όλο αυτό το πράγμα να γυρίσει εις βάρος σου.
Η
πολιτική της κυβέρνησης Ομπάμα ως προς το μεσανατολικό χαρακτηρίζεται από
παλινωδίες και διστακτικότητα. Από τη μια πλευρά υπήρξε έντονη η επιθυμία του
προέδρου Ομπάμα για ένα νέο ξεκίνημα καθώς και μια έντονη διάθεση απεμπλοκής από
το Ιράκ που είχε αρχίζει να θυμίζει επικίνδυνα το Βιετνάμ στους Αμερικανούς. Η
αποδοχή της πρωτοκαθεδρίας των Σιιτών στο Ιράκ σε συνδυασμό με την ένθερμη
υποστήριξη του κινήματος της Αραβικής Άνοιξης θορύβησε στο μέγιστο βαθμό τους Σαουδάραβες,
εκ των ακρογωνιαίων και παραδοσιακών συμμάχων των Η.Π.Α. στην περιοχή. Η
οικογένεια των Σαούντ που κυβερνάει τη Σαουδική Αραβία αποτελείται από χιλιάδες
μέλη και στην ουσία πρόκειται για μια διεφθαρμένη απολυταρχία. Δεν υπάρχει
καμία δημόσια διαβούλευση ή έλεγχος για το που κατευθύνονται τα έσοδα του
πετρελαίου και η κυβέρνηση κρατάει την εξουσία μέσω ενός μείγματος αστυνομοκρατίας
και διαμοιρασμού παροχών στους πολίτες. Όταν κάποιος φοβάται τον παραγκωνισμό
του κάνει τα πάντα για να ξαναγίνει χρήσιμος στα μάτια του ισχυρού. Αυτό η
Σαουδική Αραβία φρόντισε να το κάνει με δύο τρόπους. Ο ένας ήταν μέσω της καταβαράθρωσης
των τιμών του πετρελαίου μέσω της υπερπροσφοράς. Αυτό ήταν χρήσιμο για τις Η.Π.Α.
γιατί αφενός περιόρισαν τη φούσκα του σχιστολιθικού πετρελαίου στη χώρα τους και
αφετέρου, κατάφεραν σημαντικό πλήγμα στη Ρωσία (σε απάντηση του Ουκρανικού
ζητήματος), ο προϋπολογισμός της οποίας στηρίζετε σε μεγάλο βαθμό στις τιμές
των πρώτων υλών. Η άλλη μέθοδος που επελέγη ήταν μέσω της στήριξης του
αντάρτικού στη Συρία. Στην αρχή οι Η.Π.Α. φάνηκαν έτοιμες για στρατιωτική
επέμβαση τύπου Ιράκ χρησιμοποιώντας τα γνωστά προσχήματα (προστασία της δημοκρατίας,
όπλα μαζικής καταστροφής), στη μνήμη του κοινού όμως ήταν νωπό το φιάσκο του
Ιράκ και έτσι κάτι τέτοιο δεν περπάτησε. Η διαφαινόμενη συμφωνία με το Ιράν
σχετικά με το πυρηνικό του πρόγραμμα και ακόμα σημαντικότερα, η έξοδος του Ιράν
στην αγορά πετρελαίου ώθησε τη Σαουδική Αραβία να εντατικοποιήσει τη στήριξη
του στους αντάρτες. Κάπως έτσι γεννήθηκε λοιπόν το Ισλαμικό Χαλιφάτο.
Σε ότι
αφορά την Ευρώπη, είναι σαφές ότι το πολυπολιτισμικό μοντέλο που επελέγη έχει αποτύχει.
Για να αφομοιώσει κάποιος στο δικό σου αξιακό πολιτισμικό σύστημα θα πρέπει να
του δώσεις την ελπίδα ότι μπορεί να βελτιώσει την κατάσταση του. Οι Αμερικανοί
το έχουν επιτύχει πολύ καλύτερα αυτό μέσω της προβολής του Αμερικανικού
Ονείρου. Στην Ευρώπη της Καλβινιστικής προσήλωσης στη λιτότητα δεν υπάρχει
παρόμοιο όραμα. Δεν είναι τυχαία λοιπόν η ριζοσπαστικοποίηση νεαρών ισλαμιστών
που ζουν στα γκέτο της εξαθλίωσης στα περίχωρα των Ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων.
Για να παρατήσει κάποιος τη μπούρκα και τη μαντίλα πρέπει να περνάει καλά, να
βγάζει τα προς το ζην, να έχει ένα σταθερό εισόδημα, να έχει ελπίδα. Και η
Ευρώπη αυτή τη στιγμή είναι τελματωμένη, στερούμενη οράματος και κινούμενη με
εξαιρετική βραδύτητα έναντι των εξελίξεων όντας έρμαιο αντικρουόμενων κρατικών
συμφερόντων.
Όταν
λοιπόν σπέρνεις βία ή στηρίζεις τη βία χωρίς να σκέφτεσαι τις πιθανές
συνέπειες, είναι λογικό ότι θα θερίσεις θύελλες. Η Γαλλία αφέθηκε να εμπλακεί
σε έναν εμφύλιο πόλεμο στη Μέση Ανατολή χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένο σχέδιο ή μακροπρόθεσμη
στρατηγική. Οι βομβιστικές επιθέσεις της περασμένης Παρασκευής ήρθαν να
θυμίσουν με οδυνηρό τρόπο αυτή την αβλεψία, όχι μόνο της Γαλλίας αλλά και της Δύσης
συνολικότερα.
[1]
Το Κουβέιτ αποτελεί ένα κλασσικό δημιούργημα της Βρετανικής διπλωματίας και αποικιοκρατίας.
Παρότι επίσημα επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, από το 1756 και έπειτα απολαμβάνει
ημιαυτόνομο καθεστώς. Το 1899 οι Βρετανοί πετυχαίνουν τη δημιουργία
προτεκτοράτου στην περιοχή. Αυτό που δε γνώριζαν οι τότε αποικιοκράτες είναι
ότι τα τεχνητά σύνορα που χάραξαν έτεμναν ένα από τα πλουσιότερα κοιτάσματα
πετρελαίου στον κόσμο ανάμεσα στο Κουβέιτ και το Ιράκ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου