“I
ask the fifty-two nations, who have given the Ethiopian people a promise to
help them in their resistance to the aggressor, what are they willing to do for
Ethiopia? And the great Powers who have promised the guarantee of collective security
to small States on whom weighs the threat that they may one day suffer the fate
of Ethiopia, I ask what measures do you intend to take?” – Emperor Haile Selassie appeal to the League of Nations, Geneva, June
1936
Το
παραπάνω απόσπασμα αποτελεί τον επίλογο της ομιλίας που έδωσε ο αυτοκράτορας
της Αιθιοπίας Selassie στην
ολομέλεια της Κοινωνίας των Εθνών τον Ιούνιο του 1936 στη Γενεύη. Είχε
προηγηθεί το 1935 η Ιταλική εισβολή στην Αιθιοπία, το τελευταίο ανεξάρτητο
βασίλειο της Αφρικανικής ηπείρου της αποικιακής εποχής. Του γεγονότος αυτού
είχε προηγηθεί η Ιαπωνική εισβολή στην επαρχία της Μαντζουρίας στην Κίνα το
1931. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις είχαν επιβληθεί ή είχε επιχειρηθεί να
επιβληθούν οικονομικές κυρώσεις οι οποίες όμως είχαν μηδενικά αποτελέσματα. Θα
ακολουθήσει το 1938 η πραξικοπηματική ενσωμάτωση της Αυστρίας από τη Γερμανία
του Χίτλερ σε παραβίαση της Συνθήκης των Βερσαλλιών και ερχόμαστε έτσι στον
Σεπτέμβριο του 1938. Ήδη, από τις αρχές του μήνα υπήρχε ένας κλεφτοπόλεμος στα
σύνορα Γερμανίας – Τσεχοσλοβακίας όπου επί της ουσίας οι γερμανικές δυνάμεις
προσπαθούσαν να δημιουργήσουν κάποια αντίδραση των Τσεχοσλοβάκων ως αφορμή
εισβολής. Το μήλον της έριδος στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελούσε η περιοχή Sudetenland μια περιοχή στα
σύνορα της Τσεχοσλοβακίας με τη Γερμανία η οποία κατοικούνταν ως επί των
πλείστον από γερμανόφωνους. Στο όνομα της ενοποίησης των γερμανόφωνων πληθυσμών
της Ευρώπης, υπό την απειλή χρήσης βίας και εκμεταλλευόμενος τις φοβίες των
ηγετών του Ηνωμένου Βασιλείου (Neville Chamberlaine) και της Γαλλίας (Edouard Daladier)
οι οποίοι επιθυμούσαν να αποφύγουν με κάθε τρόπο την έναρξη ενός γενικευμένου
πολέμου ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, ο Χίτλερ πέτυχε την άνευ όρων παράδοση
της Sudetenland στη Γερμανία με
την υπόσχεση μελλοντικής ειρήνης. “Peace in our time” είχε αναφωνήσει ο Chamberlain στους
δημοσιογράφους κραδαίνοντας την υπογεγραμμένη από τον Χίτλερ συμφωνία. Το
αποτέλεσμα του “peace in our time” είναι λίγο πολύ γνωστό: την
άνοιξη του 1939 οι γερμανικές δυνάμεις εισβάλλουν σε όλη την επικράτεια της
Τσεχοσλοβακίας ενώ τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ξεκίνησε η εισβολή της
Πολωνίας η οποία οδήγησε σε έναν, άνευ προηγουμένου καταστροφικότητας,
παγκόσμιο πόλεμο. Της εισβολής στην Πολωνία είχε προηγηθεί το περιβόητο σύμφωνο
Molotov – Ribbentrop, το σύμφωνο δηλαδή μη επιθέσεως
ανάμεσα σε Γερμανία και ΕΣΣΔ με ταυτόχρονη συμφωνία διαμελισμού της Πολωνίας
και άλλων εδαφών της ανατολικής Ευρώπης.
Το
ιστορικό αυτό προοίμιο το παραθέτω για να δείξω ότι η Ιστορία έχει τον δικό της
τρόπο να επαναλαμβάνεται. Θα επιχειρήσω να αναλύσω το φαινόμενο της σημερινής
Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία μέσα από τρία πρίσματα διεθνών σχέσεων: α) αυτό
του συστήματος των κρατών, β) αυτό των κρατικών θεσμών και γ) αυτό των ατόμων
(ηγεσία). Τέλος, θα προσπαθήσω να παραθέσω ορισμένα σενάρια σχετικά με την
εξέλιξη του εν λόγω φαινομένου καθώς και να αναλύσω τα σημεία εκείνα τα οποία
χρήζουν προσοχής για τη χώρα μας.
Σε
παλαιότερη ανάρτηση μου τον Μάρτιο του 2014
έχω αναφερθεί αναλυτικά σε ότι αφορά την ιστορία της ευρύτερης γεωγραφική
περιοχή της Ουκρανίας. Στη σημερινή ανάλυση θα ήθελα να ξεκινήσω από τη διάλυση
του πρώην ανατολικού μπλοκ και την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Κατά τη
διάρκεια των γεγονότων της πτώσης του τοίχους του Βερολίνου το 1989, ο Vladimir Putin
ήταν στέλεχος της τότε KGB και
υπηρετούσε στη Δρέσδη. Βρισκόταν δηλαδή σε τόπο και χρόνο τέτοιο, ώστε να
βιώσει την τραυματική εμπειρία της αποσάθρωσης της Σοβιετικής αυτοκρατορίας η
οποία είχε θεμελιωθεί επί Στάλιν. Η πτώση του τοίχους οδήγησε στη διάλυση του Συμφώνου
της Βαρσοβίας και κατόπιν στη διάλυση της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης σε
δεκαπέντε ανεξάρτητα κράτη. Η μεγαλύτερη και πιο πλούσια πρώην Σοβιετική
Δημοκρατία από αυτές που ανεξαρτητοποιήθηκαν ήταν η Ουκρανία. Όπως έχω αναφέρει
και στο παρελθόν, η επιλογή από την ΕΣΣΔ ενός οικονομικού συστήματος κεντρικού
σχεδιασμού είχε σαν αποτέλεσμα την εξειδίκευση των σοβιετικών δημοκρατιών σε
παραγωγικούς τομείς και εν τέλει την εξάρτηση τους από τη Μόσχα. Παρότι η ΕΣΣΔ
τυπικά ήταν ομόσπονδο κράτος, εν τούτοις η κεντρική εξουσία ήταν εξαιρετικά
ισχυρή. Όταν επομένως διαλύθηκε η ΕΣΣΔ δεν υπήρχαν οι απαραίτητες κρατικές
δομές για να υποστηρίξουν τα νεόκοπα αυτά κράτη. Επιπρόσθετα, η χάραξη των
συνόρων, ειδικά της Ουκρανίας, αποτελούσε εν πολλοίς άσκηση κομματικών ισορροπιών και κατέληξε να συναθροίσει υπό την ίδια στέγη εθνικότητες οι οποίες ενδεχομένως να μην είχαν καμιά διάθεση να ζήσουν μαζί.
Ο Λένιν είχε αποδώσει αρχικά ένα κομμάτι της Ρωσίας στην Ουκρανία για να
ακολουθήσει αργότερα ο, ουκρανικής καταγωγής, Χρουστσόφ με την προσθήκη της
Κριμαίας στην Ουκρανική Σοβιετική Δημοκρατία.
Όλα τα
παραπάνω δεδομένα οδήγησαν, μετά την πτώση του τοίχους του Βερολίνου, σε ένα
τεράστιο κενό εξουσίας στην ευρύτερη περιοχή του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Για τα
μεν κράτη της Ανατολικής Ευρώπης το κενό αυτό καλύφθηκε γρήγορα μέσα από
διαδοχικές διευρύνσεις του NATO και της ΕΕ. Οι δε Σοβιετικές Δημοκρατίες, εξαιρουμένων των κρατών της
Βαλτικής, βρέθηκαν κατά τη δεκαετία του 90’ σε ένα τέλμα. Ακόμα και πριν την
άνοδο του Πούτιν στην εξουσία, η Ρωσία του Γέλτσιν δεν έκρυβε την πικρία της
ότι οι Δυτικοί δεν είχαν τηρήσει τις υποσχέσεις τους σε ότι αφορά τις ανησυχίες
ασφαλείας της και είχαν, τρόπον τινά, παρεισφρήσει σε ζωτικούς της χώρους. Η
άνοδος του Πούτιν στην εξουσία συνέπεσε με την άνοδο των τιμών των βασικών
εξαγώγιμων πρώτων υλών της Ρωσίας, γεγονός που έδωσε την ευχέρια στο αμυντικό –
βιομηχανικό σύμπλεγμα της χώρας να αρχίσει να ανακάμπτει. To 2004, παρά τις έντονες
αντιρρήσεις της Ρωσίας, ήρθε η μεγάλη επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς η οποία
συμπεριέλαβε και τις βαλτικές δημοκρατίες – πρώην μέλη της Σοβιετικής Ένωσης.
Το 2008, στα συμπεράσματα της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ ύπηρξε μια διατύπωση η
οποία εν πολοίς απέδιδε ρόλο υποψηφίων προς ένταξη κρατών στη Γεωργία και την
Ουκρανία, γεγονός το οποίο διέρηξε την κόκκινη γραμμή ασφαλείας της Ρωσίας. Η
μεν Γεωργία πλήρωσε πολύ γρήγορα τις συνέπειες εναντιώσης στη Ρωσία, η δε
Ουκρανία αποτελούσε ένα αρκετά δυσκολότερο πρόβλημα για αμφότερες τις πλευρές.
Στο
σημείο αυτό αξίζει να γίνει μια σύντομη αναφορά στο περιβόητο πρωτόκολλο της
Βουδαπέστης του 1994. Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, αρκετά από τα
νεόκοπα αυτά κράτη, ανάμεσα τους και η Ουκρανία, είχαν βρεθεί με σεβαστό αριθμό
πυρηνικών όπλων στην κατοχή τους. Το πρωτόκλλο λοιπόν αυτό το οποίο υπεγράφει
από τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, το Ηνωμένο Βασίλειο και δευτερευόντως από τη Γαλλία και
την Κίνα προσέφερε στις χώρες αυτές εγγυήσεις εδαφικής ακεραιότητας έναντι του
πυρηνικού αφοπλισμού τους και ταυτόχρονης υπογραφής εκ μέρους των κρατών αυτών
της Συνθήκης περί μη διάδωσης των πυρηνικών όπλων. Το 2014, μετά την προσάρτηση
της Κριμαίας και την υποδαύλιση ένοπλης αναταραχής στις ανατολικές επαρχίες της
Ουκρανίας, οι Δυτικοί κατηγόρησαν τη Ρωσία ότι καταπατεί το εν λόγω πρωτόκολλο
(το οποίο σημειωτέον φέρει την υπογραφή του νυν υπουργού εξωτερικών της Ρωσίας,
Σ. Λαβρόφ). Η απάντηση της Ρωσίας ήταν, ότι λόγω της «πραξικοπηματικής» φύσης
της νυν κυβέρνησης της Ουκρανίας (είχε προηγηθεί ανατροπή του φιλορώσου
προέδρου Γιανούκοβιτς κατά την «πορτοκαλί επανάσταση»), η Ρωσία θεωρεί ως άκυρο
το εν λόγω πρωτόκολλο και δεν αναγνωρίζει τις υποχρεώσεις της προς αυτό. Οι
επιπτώσεις αυτής της, σχετικά άγνωστης πτυχής του Ουκρανικού ζητήματος, ήταν
δύο: αφενός από το 2016 και μετά ξεκίνησαν ανεπίσημα να εκφράζονται απόψεις
περί πυρηνικού
επανεξοπλισμού της Ουκρανίας, αφετέρου ξεκίνησε ο εντονότερος εναγκαλισμός
της ουκρανικής πυρηνικής βιομηχανίας με την αμερικανική Westinghouse.
Μέχρι και το 2014, η Ουκρανία προμηθεύονταν ως επί το πλείστον τα πυρηνικά της
καύσιμα από τη Ρωσία, γεγονός το οποίο επέτρεπε στην τελευταία να έχει ένα
επίπεδο εποπτείας ως προς το ποσοστό εμπλουτισμού του καυσίμου. Μετά την κρίση
της Κριμαίας, η ουκρανική κυβέρνηση κινήθηκε προκειμένου να πετύχει την
αυτονόμηση της από τα ρωσικά πυρηνικά καύσιμα, γεγονός το οποίο δεν επέτρεπε
πλέον στη Ρωσία να γνωρίζει το επίπεδο εμπλουτισμού τους. Το επίπεδο αυτό είναι
ένας από τους κρίσιμους παράγοντες για το αν μια χώρα μπορεί εύκολα να
κατασκευάσει πυρηνικά όπλα ή όχι.
Εξετάζοντας
τα τρέχοντα γεγονότα υπό το πρίσμα του διεθνούς συστήματος των κρατών θα
μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι η διαρκής προς ανατολάς επέκταση δυτικών δομών
ασφαλείας και οικονομίας (ΝΑΤΟ και ΕΕ) αύξησε την αβεβαιότητα και το αίσθημα
φόβου της Ρωσίας. Στη θεωρία των διεθνών σχέσεων, δύο είναι οι ακρογονιαίοι
λήθοι ως προς το σύστημα των κρατών: α) το διεθνές σύστημα είναι άναρχο υπό την
έννοια ότι δεν υπάρχει «παγκόσμιος αστυνόμος» για να επαναφέρει στην τάξη τους
ταραξίες και β) είναι ένα σύστημα αυτοβοήθειας. Η φύση των κρατών δεν διαφέρει
από αυτή των ανθρώπων που τα απαρτίζουν και επομένως πρωταρχικοί τους στόχοι
είναι η επιβίωση και η μεγέθυνση του αισθήματος ασφαλείας τους. Η επέκταση του
ΝΑΤΟ το 2004 και πολύ περισσότερο, η απόδωση έστω και περιφραστικά, καθεστώτος
υποψήφιας προς ένταξη χώρας σε Ουκρανία και Γεωργία, αύξησε δραστικά την αβεβαιότητα
και το αίσθημα φόβου της Ρωσίας. Ενίσχυσε δε ένα αίσθημα αδικίας παρόμοιο με
αυτό που αισθάνθηκε η Γερμανία μετά τη συνθήκη των Βερσαλιών (1919), δηλαδή ότι
οι Δυτικοί είχαν «τιμωρητική» διάθεση έναντι της Ρωσίας μετά την πτώση του
τοίχους και προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν την αδυναμία της. Η προειδοποιητική
βολή της Κριμαϊκής κρίσης δεν φάνηκε να έχει αποτελέσματα και επομένως η Ρωσία
υποχρεώθηκε να επέμβει όσο ακόμα κάτι τέτοιο της ήταν εφικτό. Θα πρέπει στο
σημείο αυτό να γίνει κατανοητό ότι παρά τη λήξη του ψυχρού πολέμου, ο πλανήτης
μας εξακολουθεί και έχει κατά βάση δύο πυρηνικές υπερδυνάμεις: τις Ηνωμένες
Πολιτείες και τη Ρωσία. Η ισοροπία του τρόμου ανάμεσα σε αυτές τις δύο, παρότι
δεν βρίσκεται στην επικαιρότητα με την ίδια ένταση ήταν κατά τη δεκαετία του
60, στηρίζεται στο δόγμα της αμοιβαίας πυρηνικής καταστροφής (Mutually Assured Destruction, MAD).
Ήδη, η εγκατάσταση αντιπυραυλικών συστημάτων τύπου AEGIS σε Πολωνία και Ρουμανία είχε
προκαλέσει τη σφοδρή αντίδραση της Ρωσίας, ενώ θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο
ότι η ενδεχόμενη μελλοντική εγκατάσταση τους στην Ουκρανία βάρυνε αποφασιστηκά
υπέρ της εισβολής. Όταν ο ένας παίκτης διαθέτει άμυνα εναντίον της βέβαιης
πυρηνικής καταστροφής αυτό δρα εξαιρετικά αποσταθεροποιητικά για τον άλλο. Εξετάζοντας
επομένως το φαινόμενο από πλευράς συστήματος κρατών, οι κινήσεις των Δυτικών
θεωρήθηκαν επιθετικές από πλευράς Ρωσίας, αύξησαν τον φόβο που αυτή αισθανόταν
και την υποχρέωσαν να κινηθεί επιθετικά για δύο λόγους: α) εάν δεν μπορώ εγώ να
έχω την Ουκρανία υπό τον έλεγχο μου δεν θα τον έχει κανένας και β) εισβάλω τώρα
που ακόμη μπορώ. Το δε κόστος της εισβολής θεωρήθηκε ανεκτό σε σχέση με
δυνητικά μελλοντικά προβλήματα ασφαλείας που θα μπορούσε να προκαλέσει η ένταξη
της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Εάν
εξετάσουμε τα γεγονότα υπό των πρίσμα των θεσμών ενός κράτους, εύκολα θα
καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει κάποιος στιβαρός μηχανισμός
αντιρρόπησης στην προεδρική εξουσία του Πούτιν. Υπάρχουν ελάχιστοι άνθρωποι ή
θεσμοί τους οποίους δέχεται να συμβουλευτεί και φυσικά δεν υπάρχει καμία
συνταγματική ή άλλη εξουσία η οποία να μπορεί να ασκήσει έλεγχο στις αποφάσεις
του. Η ύστερη εποχή Πούτιν θυμίζει σε μια μοντέρνα εκδοχή της την ύστερη εποχή
Στάλιν (1945 – 1953) όπου κανένας δεν τολμούσε να εναντιωθεί στις αποφάσεις
του. Σε ένα τέτοιο καθεστώς φόβου, όπου ηγέτες τις αντιπολίτευσης και λοιποί
αντικαθεστωτικοί και αυτομολήσαντες στη δύση πέφτουν θύματα «περίεργων»
δηλητηριάσεων, δεν υπάρχει κανένας εκπρόσωπος κρατικού θεσμού που να μπορεί να
αντισταθεί στον ηγέτη. Και είναι γνωστό ότι, όταν δεν υπάρχει άνθρωπος να
μπορεί να πει «κύριε Πρόεδρε, κάνετε λάθος», τότε επικρατεί μια τάση εξευμενισμού
του. Εν ολίγοις, αν μια απόφαση είναι λάθος, δεν θα βρεθεί κάποιος θεσμός να
την σταματήσει.
Σε επίπεδο
ατομικής ηγεσίας, είναι προφανές ότι ο Πούτιν συμπεριφέρεται περίπου όπως ο
Λουδοβικός ο 14ος, ή σε παράφραση «η Ρωσία είμαι εγώ». Ένας τέτοιος
ηγέτης – «βασιλιάς ήλιος» έχει πολύ συγκεκριμένες απόψεις επί θεμάτων και δεν
ανέχεται αντιρήσεις επ’ αυτών ειδικα όταν, όπως ανέφερα και νωρίτερα, βίωσε
κυριολεκτικά στο πετσί του, την ταπείνωση που επέβαλαν οι δυτικοί στη Σοβιετική
Ένωση. Ένας τέτοιος ηγέτης όταν μεγαλώνει σε ηλικία νιώθει ότι ο χρόνος τον
πιέζει και δεν έχει πλέον την υπομονή που ίσως είχε νεότερος, ενώ αυτή του η
ηλικία ενδεχομένως οδηγέι και σε σκλήρυνση των απόψεων του. Όλοι οι δυτικοί
έκαναν το ίδιο, πάνω – κάτω, λάθος, υποτίμησαν δηλαδή το αίσθημα πικρίας και αδικίας
που αισθάνεται ο ίδιος ο Πούτιν έναντι των δυτικών. Η επέμβαση της Ρωσίας στις
αμερικανικές εκλογές του 2016 αποτελούσε εν πολλοίς αντίδωρο του Πούτιν προς
την Χίλαρυ Κλίντον για τις δηλώσεις που η ίδια είχε κάνει υπέρ των διαδηλώτων
κατά του Πούτιν το 2012. Έχουμε επομένως μια προσωπικότητα η οποία, όπως και ο
Αδόλφος Χίτλερ κάποιες δεκαετίες νωρίτερα, αισθάνεται βαθιά αδικημένη από τη
δυτική συμπεριφορά. Θεωρεί ότι οι δυτικοί «κλώτσησαν» τη Ρωσία όταν αυτή ήταν
πεσμένη στο καναβάτσο τη δεκαετία του 90, αγνόησαν τις ανησυχίες ασφαλείας της
και δε σεβάστηκαν τις υποσχέσεις τους (προφορικές είναι η αλήθεια) περί μη
επέκτασης του ΝΑΤΟ μετά τη γερμανική ενοποίηση. Η επέκταση του 2004, οι
δηλώσεις του 2008 καθώς και η έμμεση αμερικανική υποστήριξη της αντιπολίτευσης
του το 2012 αποτελούν γεγονότα που απλώς ενίσχυαν τις ήδη εγκατεστημένες απόψεις
του. Το ποτήρι πραγματικά ξεχείλησε όταν δυτικοί αξιωματούχοι ενεπλάκησαν στην
περιβόητη «πορτοκαλί επανάσταση» τον Φεβρουάριο του 2014 και μάλιστα ενόσω η
Ρωσία φιλοξενούσε τους χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες στο Σότσι. Έκτοτε, η
επέμβαση στην Ουκρανία αποτελούσε δρόμο χωρίς επιστροφή για τον Πούτιν.
Η ευθύνη
των Δυτικών στο Ουκρανικό ζήτημα είναι αδιαμφισβήτητα πολύ μεγάλη και
συνίσταται στο ότι έδωσαν υποσχέσεις στην Ουκρανία για τις οποίες ίσως και να γνώριζαν ότι δεν ήταν διατεθειμένοι να τις τηρήσουν. Για να δώσω ένα παράδειγμα από τη δική μας
ιστορία, θα θυμίσω την αποτυχημένη επανάσταση των Ελλήνων το 1770, τα περιβόητα
δηλαδή «Ορλωφικά». Η Ρωσία, εβρισκόμενη σε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατόρία
ήδη από το 1768, υποκίνησε (μέσω των αδελφών Ορλώφ) τους Έλληνες σε επανάσταση.
Όταν όμως Ρωσία και Οθωμανική Αυτοκρατορία συνέταξαν συνθήκη ειρήνης το 1774
(συνθήκη Κιουτσούκ – Καϊναρτζή), ο ελληνικός πληθυσμός, ο οποίος είχε
επαναστατήσει προσδωκόντας στην υπεσχεμένη από τους ρώσους πράκτορες βοήθεια,
έμεινε έκθετος σε τρομέρες ενέργειες αντεκδίκησης από τα Οθωμανικά στίφη. Έτσι
λοιπόν στις μέρες μας, οι Δυτικοί υπό την ηγεσία του George Bush του νεότερου, έδωσαν υποσχέσεις στην Ουκρανία και αργότερα επενέβησαν
ενεργά κατά την «πορτοκαλί επανάσταση» σε έναν χώρο όπου όμως δεν είχαν και δεν έχουν πραγματικά
καμία πρόθεση να θυσιάσουν έστω και έναν στρατιώτη τους για να τον
υπερασπιστούν. Μετά δε την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Obama άρχισε σταδιακά μια απεμπλοκή
τους από δαπανηρές στρατιωτικές παρεμβάσεις ανά την υφήλιο (βλέπε πόσο
διστακτικός υπήρξε ο Obama να εμπλακούν στρατιωτικά οι ΗΠΑ στον συριακό εμφύλιο). Οι Ουκρανοί
λοιπόν υφίστανται όλα όσα έπαθαν οι εξεγερμένοι έλληνες οι οποίοι πίστεψαν σε
ρωσσική βοήθεια κατά την επανάσταση του 1770.
Μετά την πτώση του τοίχους το 1989 επικράτησε γενικώς η τάση ότι ο
ρεαλισμός και το κράτους ως πρωταρχικός πρωταγωνιστής στη διεθνή σκηνή είχαν,
ως έννοιες, παρακμάσει. Ήταν η εποχή του περιβόητου «τέλους της ιστορίας» όπου
ήταν πλέον αναφθέρετο δικαίωμα η επέκταση της δημοκρατίας ακόμα και δια της
βίας. Οι αποτυχημένες παρεμβάσεις στο Ιράκ, το Αφγανιστάν και στον αραβικό
κόσμο ανέδειξαν με πολύ μεγάλο κόστος το σφάλμα αυτής της ιδεαλιστικής
προσέγγισης. Ο ρεαλισμός και οι «απόστολοι» του (Θουκυδίδης, Machiavelli, Richelieu,
Bismarck, Morgenthau,
Kissinger) είναι συχνά αντιπαθείς στο
ευρύ, μη επιστημονικό κοινό που τους χαρακτηρίζει ως κυνικούς. Η φράση «ο
σκοπός αγιάζει τα μέσα» συχνά και εσφαλμένα τους αποδίδεται αν και αποτελεί την
επιτομή του επαναστατισμού. Οι ρεαλιστές δεν είναι κυνικοί αλλά συχνά, έχοντας
μελετήσει βαθιά την ανθρώπινη φύση, διαβλέπουν αλήθειες που οι υπόλοιποι είτε
δεν θέλουν, είτε δεν μπορούν να κατανοήσουν. Προκειμένου να γίνει κατανοητή η
ευθύνη της Ουκρανικής ηγεσίας, δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω την παραβολή του
διαλόγου ανάμεσα στους Αθηναίους πρεσβευτές και τους Μηλίους. Οι Αθηναίοι, όπως
η Ρωσία σήμερα, απαίτησαν την υποτέλεια της Μήλου (Σπαρτιατικής αποκίας) στην
Αθηναϊκή Ηγεμονία. Η Σπάρτη ήταν πολύ μακριά και σε αντίθεση με την Αθήνα, δεν
διέθετε ισχυρό στόλο, επομένως όπως και οι δυτικοί σήμερα έναντι της Ουκρανίας,
δεν θα μπορούσε να τους βοηθήσει. Οι απεσταλμένοι της Μήλου απάντησαν στους
Αθηναίους ότι ήταν ανήθικο να απειλούν με καταστροφή ένα μικρό, ειρηνικό νησί
σαν το δικό τους. Οι Αθηναίοι πρεσβευτές ανταπάντησαν ότι δεν είχαν έρθει στο
νησί τους για να κάνουν διάλογο περί ηθικής και δικαίου και κατέληξαν ότι δεν
ήταν ανήθικη η δική τους πρόταση αλλά οι πράξεις των ηγετών τους που τους
εξέθεταν σε τέτοιους κινδύνους. Καταλήγει εν τέλει ο διάλογος με την εξής
αποστροφή: «Οι ισχυροί θα πάρουν αυτά
που μπορούν και οι αδύναμοι θα υποστούν αυτά που πρέπει». Υπάρχει επομένως ευθύνη και της Ουκρανικής ηγεσίας για τη σημερινή κατάληξη των πραγμάτων. Δεν είναι δυνατόν
να είσαι γείτονας μιας υπερδύναμης όπως η Ρωσία και ηθελημένα ή μη να υποδαυλίζεις καταστάσεις οι οποίες είτε προσκροούν στα όποια ρωσικά συμφέροντα είτε προσφέρουν νομιμοποίηση σε αυτά,
ειδικά αν δεν διαθέτεις ως χώρα την απαιτούμενη ισχύ για να την αντιμετωπίσεις.
Σε ένα διεθνές σύστημα αυτοβοήθειας, μην ελπίζεις ποτέ στη βοήθεια κάποιου
άλλου αν εσύ ο ίδιος δεν είσαι προετοιμασμένος για τα χειρότερα.
Ως προς τις ευθύνες του Πούτιν, αυτές είναι οι μεγαλύτερες όλων. Αφενός προσέφερε στη Δύση προσχηματικές διπλωματικές λύσεις, περίπου όπως το τελεσίγραφο της Αυστρίας προς τη Σερβία το 1914, (δέσμευση μη επέκτασης ΝΑΤΟ, απόσυρση στρατευμάτων από ανατολική Ευρώπη, κλπ) οι οποίες γνώριζε εκ των προτέρων ότι δεν θα μπορούσαν να γίνουν δεκτές. Αφετέρου, φρόντισε δημόσια να ταπεινώσει τους ηγέτες της Ευρώπης (Μακρόν, Σόλτς) αφενός μέσω των εικόνων που δόθηκαν στην δημοσιότητα (επειδικτικά μεγάλη απόσταση σε γιγαντιαία τραπέζια συναντήσεων) και αφετέρου μέσω αθέτησης των όσων δημόσια είχαν δηλωθεί. Ο Πούτιν θεώρησε επαρκείς τις διαβεβαιώσεις και την οικονομική και διπλωματική στήριξη της Κίνας αμελώντας να δημιουργήσει, έστω και προσχηματικά, κάποια νομιμοποίηση για την επερχόμενη απόφαση πολέμου. Εκ του μέχρι στιγμής όμως αποτελέσματος, αυτό που υποτίμησε περισσότερο ήταν η συντονισμένη και ισχυρή αντίδραση της Δύσης με μέτρα τα οποία η ρωσική ηγεσία δεν πίστευε ότι θα λαμβάνονταν. Ειδικά η εξαίρεση από τον μηχανισμό SWIFT μπορεί να αποβεί οικονομικά καταστροφική για τη Ρωσία αφού καθιστά τις εμπορικές συναλλαγές με το εξωτερικό πολύ δυσχερείς. Ο Πούτιν με τις ενέργειες του πέτυχε, όσα δεν είχαν πετύχει διαδοχικοί αμερικανοί προέδροι, δηλαδή να ωθήσει τους Ευρωπαίους να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες και να τους συνασπίσει έναντι κοινού εχθρού. Έτσι, ο συνδυασμός ανυπαρξίας θεσμικών ή άλλων φραγμών ως προς τον Πούτιν, η εγκαθίδρυση στο κέντρο λήψης απόφασης ενός μονολιθικού τρόπου σκέψης (group think) λόγω φόβου ή λόγω επιθυμίας εξευμενισμού του ηγέτη αλλά κυρίως ο τρόπος θεώρησης των διεθνών σχέσεων από τον Πούτιν με όρους της Σταλινικής εποχής, τον οδήγησαν σε μια απόφαση από την οποία δεν υπάρχει επιστροφή. Το χειρότερο όμως είναι, ότι δεν διαφαίνεται να υπάρχει και διέξοδος διαφυγής από τις συνέπειες αυτής της απόφασης όποια και αν είναι η έκβαση του πολεμικού φαινομένου. Ο Πούτιν φαίνεται να έχει κάψει όλες τις γέφυρες επικοινωνίας με τη Δύση και μάλιστα χωρίς να ενδιαφέρεται καθόλου για αυτές.
Αν και
γενικότερα δεν μου αρέσουν καθόλου οι προβλέψεις εν τούτοις θα επιχηρήσω μια
σύντομη περιγραφή. Το εξελισσόμενο φαινόμενο είναι εξαιρετικά επικίνδυνο για την ασφάλεια και τη σταθερότητα σε
παγκόσμιο επίπεδο. Είναι η πρώτη φορά μετά το 1945 όπου τόσο μεγάλα και οργανωμένα
κράτη συγκρούονται εντός ευρωπαϊκού εδάφους. Είναι η πρώτη φορά παγκοσμίως όπου
μια ένοπλη σύρραξη τέτοιου μεγέθους λαμβάνει χώρα επί εδάφους όπου βρίσκονται εγκατεστημένοι δεκαπέντε
ενεργοί πυρηνικοί αντιδραστήρες. Αντιλαμβανόμαστε όλοι τι μπορεί να συμβεί
αν έστω και ένας βαλιστικός ή πύραυλος πορείας (cruise)
πέσει, καθαρά λόγω στατιστικής αστοχίας υλικού, σε μια τέτοια εγκατάσταση. Η
Ρωσία του Πούτιν πίστευε ότι με έναν κεραυνοβόλο πόλεμο θα επιτύγχανε την άμεση
και άνευ όρων παράδοση της Ουκρανίας. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται προς το παρόν να
επιτυγχάνεται αφού οι Ουκρανοί, έξυπνα σκεπτόμενοι, παραχώρησαν το ανοικτό
πεδίο στις ασφαλώς υπέρτερες ρωσσικές δυνάμεις και έχουν επικεντρώσει τις
δυνάμεις τους στην άμυνα των μεγάλων αστικών κέντρων. Και όπως όλοι γνωρίζουμε,
οι μάχες σώμα με σώμα εντός αστικών χώρων είναι εξαιρετικά αιματηρές και
κοστοβόρες για όλους τους εμπλεκόμενους, ειδικότερα όμως για τους επιτιθέμενους.
Πέρα από την αποφυγή υπέρμετρων απωλειών, η ρωσσική ηγεσία ενεργεί υπό χρονική
πίεση και για καιρικούς λόγους. Ιστορικά η άνοιξη και το φθινόπωρο τείνουν να
μετατρέπουν τις ρωσσικές στέπες σε βάλτους, κάνοντας τους παντελώς ακατάλληλους
για επιχειρήσεις βαρέων οχημάτων καθιστώντας έτσι τους επιτιθέμενους δέσμιους, ως
προς τις μετακινήσεις τους, πεπερασμένων και προβλέψιμων οδικών αξόνων. Ο
Πούτιν θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να εξαναγκάσει την Ουκρανική ηγεσία σε
διάλογο με το πιστόλι στον κρόταφο. Θα προσφέρει «αυτονομία» τύπου Λευκορωσίας
στην Ουκρανία και σε αντάλλαγμα θα λάβει δημόσια αποκήρυξη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ,
στρατιωτικές βάσεις σε όλη την επικράτεια της Ουκρανίας, αναγνώριση της
προσάρτησης της Κριμαίας και απόσπαση κάποιων εδαφών, είτε μέσω της όδου «ανεξάρτητων»
δημοκρατιών είτε αλλιώς, με τη χρήση δημοψηφισμάτων. Τα ευμενέστερα σενάρια είναι δύο και έχουν ως εξής: μια τέτοια πρόταση θα γίνει δεκτή και θα υπάρξει άμεσος τερματισμός εχθροπραξιών.
Οι σχέσεις Ρωσίας – Δύσης αναπόφευκτα θα εισέλθουν σε μια νέα, ψυχροπολεμική
εποχή όπου ο μόνος κερδισμένος θα είναι η υπερδύναμη της Ασίας, η Κίνα. Η εναλλακτική εκδοχή έχει να κάνει με ανατροπή του Πούτιν και άμεσο τερματισμό των εχθροπραξιών. Η νέα κατάσταση θα επιδιώξει διαπραγματεύσεις με την Ουκρανία προκειμένου να βρεθεί ένας εύσχημος τρόπος διαφυγής έτσι, ώστε να αποφευχθεί μια ολοκληρωτική ταπείνωση της Ρωσίας. Το
μεσαίο σενάριο κατά τη γνώμη μου είναι ότι οι Ουκρανοί είτε θα απορρίψουν τις
προτάσεις της Ρωσίας είτε ότι με πρόσχημα τον διάλογο θα γίνει κάποια ενέργεια
(απαγωγή, δολοφονία) κατά της Ουκρανικής ηγεσίας. Αυτό θα οδηγήσει σε επέκταση
της στρατιωτικής εμπλοκής της Ρωσίας με πολύμηνες, καταστρεπτικές μάχες εντός αστικών κέντρων με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τον
άμαχο πληθυσμό. Τεράστιο θα είναι και το κόστος για τους αμάχους τόσο σε
ανθρώπινες ζωές όσο και σε σχέση με την ομαλότητα της ζωής τους. Το αρνητικό
και απευκταίο σενάριο το ονομάζω «το κουτί της Πανδώρας» και θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα. Το πολεμικό
φαινόμενο, μπορεί να είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα, πλυν όμως
είναι παντελώς ανεξέλεγκτο, μη γραμμικό και απρόβλεπτο. Το χειρότερο δυνατό
σενάριο προβλέπει εκτεταμένες και πολύμηνες συγκρούσεις και προώθηση δυτικών
δυνάμεων στις ανατολικές χώρες του ΝΑΤΟ. Από εκεί και πέρα ένα απλό ατύχημα,
όπως πολλές φορές έχει συμβεί στην ανθρώπινη ιστορία, είναι αρκετό για να φέρει
την απόλυτη καταστροφή. Είναι επίσης εξαιρετικά σημαντικό να αφεθεί μια έξοδος διαφυγής προς τον Πούτιν. Ένας αντίπαλος ο οποίος αισθάνεται να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του μπορεί πολύ εύκολα να καταφύγει σε ακραίες λύσεις τεράστιου κόστους.
Σε ότι
αφορά τη χώρα μας οι εξελίξεις αυτές είναι εξαιρετικά αρνητικές για πολλούς και
διάφορους λόγους. Αφενός, υπάρχει η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας μας από το
πετρέλαιο και το φυσικό αέριο οι τιμές των οποίων αναμένεται να αυξηθούν
ανεξαρτήτως του σεναρίου που θα επικρατήσει. Επειδή η ενέργεια είναι ένας
θεμελιώδης παραγωγικός συντελεστής, η αύξηση της τιμής της αντικατοπτρίζεται
επί του συνόλου της παραγωγικής αλυσίδας και των παραγώμενων αγαθών. Αυτό
σημαίνει πληθωρισμός, σε μια περίοδο μάλιστα όπου η οικονομία είναι εξαιρετικά
εύθραστη μετά το πέρασμα της πανδημίας. Τα γεγονότα στην Ουκρανία, αναλόγως της
τροπής τους, έχουν τη δυναμική να οδηγήσουν τις δυτικές οικονομίες σε μια
κατάσταση στασιμοπληθωρισμού, ενός πολύ επικίνδυνου φαινομένου όπου υφίστανται
μεγάλες αυξήσεις στις τιμές ταυτόχρονα με ανεργεία και οικονομική καχεξία. Ένα
τέτοιο φαινόμενο είχαν ζήσει οι δυτικές οικονομίες μετά την πετρελαϊκή κρίση
του 1973 – 1974 που είχε προκληθεί εξαιτίας των Αραβο – Ισραηλικών πολέμων. Ένα
άλλο έμμεσο πρόβλημα είναι, ότι η αύξηση της αστάθειας γενικά και η διεξαγωγή
τέτοιων αναθεωρητικών επιχειρήσεων αυξάνει την πεποίθηση και σε άλλους περιφεριακούς
παίκτες όπως η Τουρκία για ανάληψη παρόμοιων ρίσκων. Αυτό που θα πρέπει να
κρατήσει ως μάθημα η χώρα μας είναι ότι η άμυνα της ποτέ δεν ειναι «αυτοσκοπός»
και ότι τα κράτη αφενός έχουν σύνορα και συμφέροντα και αφετέρου η επιβίωση
τους είναι ο πρωταρχικός τους στόχος. Το παράδειγμα της Ουκρανίας μας δείχνει,
όπως και της Αιθιοπίας το 1935, της Αυστρίας και της Τσεχίας το 1938, ότι
πρέπει να κάνεις ως κράτος τα μέγιστα δυνατά για να βοηθήσεις εσύ τον ευατό
σου. Αν δεν το κάνεις αυτό, κανείς δεν θα το κάνει για εσένα. Είναι επομένως
ανήθικο οι ήγετες της χώρας μας να μη λαμβάνουν όλα τα μέτρα που απαιτούνται
για την αμυντική θωράκιση της χώρας μας.
Κλείνοντας,
θα ήθελα να πω ότι δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος για την τροπή των πραγμάτων σε
παγκόσμιο επίπεδο ανεξάρτητα του πως θα καταλήξει η ουκρανική κρίση. Πιστεύω
ότι η σταθερότητα που πρόσφερε ο διπολισμός στο παγκόσμιο σύστημα κρατών ήταν
μια σύντομη παρένθεση η οποία έχει παρέλθει ανεπιστρεπτεί. Βρισκόμαστε ξεκάθαρα
πλέον σε ένα πόλυ-πολικό περιβάλλον όπου ο υφιστάμενος περιφερειακός ηγεμόνας
(ΗΠΑ) βλέπει την ηγεμονία του σταδιακά να φθήνει και ο ανατέλων (Κίνα) αναμένει
να δράξει την όποια ευκαιρία του δοθεί. Είναι σε αυτές τις συνθήκες
ανταγωνισμού για τη θέση του περιφεριακού ηγεμόνα από τις οποίες ξεπιδούν
ιστορικά οι μεγαλύτερες συγκρούσεις ανάμεσα στα κράτη.