Διαβάζοντας
ορισμένοι αναγνώστες μου το προηγούμενο κείμενο μου με τίτλο Σιδηροδρομικοί Μύθοι και Αλήθειες - Μερικά
Δύσκολα Ερωτήματα, μου
επεσήμαναν ότι, παρά το γεγονός ότι το κείμενο περιέγραφε επαρκώς την ζοφερή
ελληνική πραγματικότητα, εντούτοις δεν εμπεριείχε προτάσεις προς την κατεύθυνση
μιας ενάρετης κρατικής μηχανής η οποία λειτουργεί προληπτικά και αποτελεσματικά
με λιγότερα επίπεδα διαφθοράς και συνδιαλλαγών. Παρότι ρεαλιστής στη σκέψη και
γενικότερα απαισιόδοξος ως προς την ικανότητα της ελληνικής κοινωνίας για
προκοπή, δέχθηκα αυτή την πρόκληση, γνωρίζοντας βέβαια εκ των προτέρων ότι
τίποτα από αυτά που γράφω εδώ δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί. Όχι γιατί η
υλοποίηση τους είναι ουτοπική ή αδύνατη αλλά γιατί η κατεστημένη πολιτική σκέψη
από ιδρύσεως νεοελληνικού κράτους έως τις μέρες μας, πολιτών και πολιτευτών,
αντιμετωπίζει το κράτος ως κομματικό λάφυρο. Κράτος και κόμμα δηλαδή,
ταυτίζονται στη συνείδηση της κοινωνίας και ως εκ τούτου, οι μεν πολιτευτές
οφείλουν να το λαφυραγωγήσουν πρωτίστως προς όφελος τους και δευτερευόντως προς
όφελος των υποστηρικτών τους ενώ οι δε ψηφοφόροι κοιτούν είτε να ωφεληθούν από
αυτό με οποιονδήποτε πιθανό ή απίθανο τρόπο, ή να προφυλαχθούν από τις όποιες
συνέπειες εφαρμογής του νόμου. Υπάρχει δηλαδή ένα κοινωνικό συμβόλαιο σε ισχύ:
ψηφίζουμε το κόμμα το οποίο θα μας ωφελήσει ατομικά ενώ ταυτόχρονα ανεχόμαστε
τις καταχρηστικές συμπεριφορές των πολιτευτών που στηρίζουμε, εις βάρος του
συνόλου. Οι νόμοι του κράτους είναι πάντοτε για τους υπόλοιπους οι οποίοι δεν
ανήκουν στο κόμμα μας ή/και δεν ψήφισαν/υποστήριξαν τον πολιτευτή ο οποίο
τυγχάνει να βρίσκεται στα πράγματα. Οι πολίτες κοιτούν πως θα βάλουν χέρι στο
κρατικό σιτηρέσιο, ασχέτως του αν οι όποιες κρατικές απολαβές τις οποίες
προσπορίζονται είναι εις βάρος των υπολοίπων. Οι πολίτες υβρίζουν αυτούς που
βάζουν χέρι στο κρατικό μέλι, αλλά υπερασπίζονται σθεναρά το δικαίωμα τους στο
μέλι αν είναι αυτοί οι οποίοι τσαλαβουτούν μέσα σε αυτό.
Υπάρχουν
διάφοροι λόγοι οι οποίοι έχουν οδηγήσει τους Έλληνες σε αυτή την συμπεριφορά σε
σχέση με το κράτος, στην ταύτιση δηλαδή της κρατικής μηχανής με το κόμμα, όπου
το κόμμα είναι ο πραγματικός φορέας ισχύος και το κράτος είναι ο φορέας
υλοποίησης των κομματικών επιθυμιών. Ένας από αυτούς έχει να κάνει με τα
κατάλοιπα σύνδρομα της Οθωμανικής κατοχής. Οι υπόδουλοι Έλληνες, προκειμένου να
αποφεύγουν την ληστρική και αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά των κατακτητών γίνονται
ειδικοί στην ατομική επιβίωση. Ανθούν τα χωρία σε απόκρημνα, δυσπρόσιτα και
ορεινά μέρη όπου η ατομική ικανότητα υπερτερεί σαφώς της συσσώρευσης πόρων στην
παραγωγική διαδικασία. Ανθούν οι συντεχνίες, δηλαδή κλειστές ομάδες οι οποίες
δίχως να συνεισφέρουν κάτι στην ομάδα, καρπώνονται τα οφέλη από τη συμμετοχή σε
αυτή. Μέσω των αρματολικιών, ανθεί η νοοτροπία της συνδιαλλαγής με την κρατική
μηχανή προκειμένου κανείς να επιβιώσει. Και το κυριότερο, όταν όλη η υπόλοιπη
Ευρώπη διέρχονταν των τεκτονικών αλλαγών της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, πνευματικών
δηλαδή ρευμάτων μετασχηματισμού των κοινωνιών όπου η δύναμη του συνόλου
υπερισχύει του ατόμου, ο ελλαδικός χώρος κινούνταν πνευματικά στον χώρο της
ανατολίτικης μοιρολατρίας και του μυστικισμού. Κοντολογίς, ο Έλληνας ενίσχυσε
μέσα του το πνεύμα του πανούργου Οδυσσέα. Γνωρίζει δηλαδή λίγο από όλα, γίνεται
ειδικός στην ατομική επιβίωση, φθονεί το κράτος και το αποφεύγει, αλλά όπου
μπορεί και τον συμφέρει συνδιαλέγεται μαζί του για ίδιον όφελος. Δεν συνεργάζεται
εύκολα με τους άλλους γιατί ο ίδιος γνωρίζει πάντα καλύτερα και άλλωστε είναι
πολύ πιο εύκολο να χαθείς στην ανωνυμία όταν σε κυνηγούν όντας μόνος σου. Έμαθε
την δυσπιστία στους νόμους, την αντίσταση σε οποιαδήποτε αρχή αλλά ανέπτυξε και
την ευρηματικότητα για να ξεγλιστράει από αυτόν. Όλα τα παραπάνω γνωρίσματα
είναι πολύ χρήσιμα σε περιπτώσεις ξένης κατοχής αλλά αποτελούν τροχοπέδη ως
προς τον μετασχηματισμό της κοινωνίας σε ώριμη δημοκρατία.
Είναι
κοινά αποδεκτό ότι η δημοκρατία αποτελεί, αφενός το πιο δύσκολο από τα
πολιτεύματα ως προς την ενάρετη λειτουργία του αλλά αφετέρου, εφόσον λειτουργεί
με ορθό τρόπο, είναι το πολίτευμα το οποίο με διαφορά, οδηγεί τους πολίτες στην
μεγαλύτερη δυνατή οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Η δημοκρατία, για να
λειτουργήσει αποτελεσματικά χρειάζεται ενάρετους,
πεπαιδευμένους και σκεπτόμενους πολίτες και ταυτόχρονα, ένα σύστημα Διαχωρισμού των Εξουσιών[1].
Μια δημοκρατία, όταν δυσλειτουργεί μπορεί να οδηγήσει σε ένα Ολοκαύτωμα[2].
Μια δημοκρατία όταν λειτουργεί μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του πλούτου, στην
δικαιότερη κατανομή του, σε ευκαιρίες κοινωνικής ανέλιξης, ενώ ταυτόχρονα οι
πολίτες απολαμβάνουν πλήρη πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα. Το τι σημαίνει
ενάρετος, πεπαιδευμένος και σκεπτόμενος πολίτης το αφήνω για ένα άλλο κείμενο
διότι είναι ένα θέμα που απαιτεί περαιτέρω ανάπτυξη. Ως προς τον διαχωρισμό των
εξουσιών, θα παραθέσω τις παρακάτω προτάσεις. Αν αυτές εφαρμόζονταν κάποια
στιγμή στην ελληνική επικράτεια, πιστεύω ότι θα οδηγούσαν αφενός σε αποφυγή των
όσων τραγικών σημειώθηκαν μετά από όλα αυτά τα ατυχήματα των τελευταίων χρόνων
και αφετέρου σε περιορισμό αυτών λόγω καλύτερης λειτουργίας της κρατικής
μηχανής.
1.
Ασυμβίβαστο
της ιδιότητας του βουλευτή με αυτή του Υπουργού: Ο
βουλευτής σε μια δημοκρατία είναι εκπρόσωπος των πολιτών στο νομοθετικό σώμα το
οποίο έχει ως κύρια αποστολή του την ψήφιση των νόμων, τον έλεγχο διορισμών της
κυβέρνησης και την ψήφιση του κρατικού προϋπολογισμού. Όταν πρόσωπο το οποίο
ασκεί νομοθετική εξουσία και αντιπροσωπεύει τους πολίτες προς αυτό το σκοπό
ασκεί ταυτόχρονα την εκτελεστική εξουσία υπουργού, τότε η συγκέντρωση αυτών των
δύο ιδιοτήτων σε ένα πρόσωπο οδηγεί σε σύγκρουση συμφερόντων. Ο βουλευτής –
υπουργός έχει κάθε προσωπικό συμφέρον να καταχρασθεί της εκτελεστικής εξουσίας
του προκειμένου να εξασφαλίσει οφέλη αποκλειστικά για την εκλογική του
πελατεία, συχνά εις βάρος του συνόλου. Σε ένα σύστημα διαχωρισμού των εξουσιών,
τα πρόσωπα που ασκούν νομοθετική εξουσία δεν θα πρέπει να ασκούν ταυτόχρονα
ουδεμία εκτελεστική εξουσία.
2.
Εκλογή
βουλευτών με σύστημα μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών: Το
σημερινό εκλογικό σύστημα της χώρας, ειδικά στις μεγάλες εκλογικές περιφέρειες
Αθηνών και Θεσσαλονίκης (αθροιστικά δηλαδή σε άνω του 60% του πληθυσμού της
χώρας) οδηγεί στην αλλοίωση της έννοιας της εκπροσώπησης του ψηφοφόρου από τον
βουλευτή. Σε μια εκλογική περιφέρεια με πολλούς εκλεγμένους βουλευτές, ποιος
βουλευτής εκπροσωπεί ποιους ψηφοφόρους γεωγραφικά; Αντίθετα, στις μονοεδρικές
περιφέρειες, η εκπροσώπηση του ψηφοφόρου – πολίτη από τον βουλευτή του είναι
σαφής ανεξαρτήτως του κόμματος εκ του οποίου ο τελευταίος εκλέχθηκε. Στην
μονοεδρική περιφέρεια είναι σαφές ποιος εκπροσωπεί τον πολίτη και προς ποιόν ο
πολίτης μπορεί να διαμαρτυρηθεί. Στις μεγάλες εκλογικές περιφέρειες η σχέση
αυτή θολώνει και τελικώς κομματικοποιείται. Το κόμμα είναι το μόνο το οποίο
έχει τους μηχανισμούς να «μετρήσει τα κουκιά» ως προς την εκλογή του βουλευτή,
το κόμμα είναι αυτό που καταρτίζει τις λίστες των υποψηφίων. Ο πολίτης καλείται
απλώς να επικυρώσει κομματικές αποφάσεις χωρίς να αισθάνεται ότι εκπροσωπείται.
Το κόμμα εκπροσωπείται, όχι ο πολίτης. Σε ένα τέτοιο σύστημα, όλοι όσοι
διαμένουν εντός των γεωγραφικών ορίων της μονοεδρικής περιφέρειας θα έχουν το
δικαίωμα του «εκλέγεσθαι» υπό τους
εξής δυο περιορισμούς: α) το κόμμα με το οποίο είναι υποψήφιοι θα πρέπει να
διαθέτει υποψηφίους σε τουλάχιστον πενήντα μονοεδρικές περιφέρειες και β) για
να εκλεγεί κάποιος βουλευτής, το κόμμα του θα πρέπει να έχει ξεπεράσει το 3% σε
πανελλαδική εμβέλεια. Βουλευτής εκλέγεται ο υποψήφιος ο οποίος κατορθώνει να
συγκεντρώσει απόλυτη πλειοψηφία. Σε περίπτωση σχετικής πλειοψηφίας, η εκλογή
επαναλαμβάνεται με τους δύο υποψηφίους οι οποίοι συγκέντρωσαν τα δύο μεγαλύτερα
εκλογικά ποσοστά. Το σύστημα αυτό θα μπορούσε να συνδυαστεί και με μια εκλογική
λίστα επικράτειας σε μια αναλογία 3/4 μονοεδρικών, 1/4 βουλευτών από λίστα
έτσι, ώστε να εκπροσωπούνται και κόμματα τα οποία, ενώ λαμβάνουν άνω του 3%
πανελλαδικά, δεν κατορθώνουν να πλειοψηφήσουν σε κάποια μονοεδρική περιφέρεια.
Η θητεία των βουλευτών είναι τετραετής.
3.
Ξεχωριστή
εκλογική διαδικασία για την εκλογή Προέδρου/Πρωθυπουργού: Ο αρχηγός
του κράτος ασκεί την εκτελεστική εξουσία. Η εκλογική διαδικασία ανάδειξης του,
είτε αυτός λέγεται πρωθυπουργός είτε αυτός λέγεται πρόεδρος θα πρέπει να είναι
διαφορετική από την διαδικασία ανάδειξης των βουλευτών. Ο αρχηγός του κράτους
θα πρέπει να είναι Έλληνας πολίτης, τριάντα πέντε ετών ηλικίας και άνω και δεν
θα πρέπει να διαθέτει ταυτόχρονα υπηκοότητα άλλου κράτους. Αρχηγός του κράτους
εκλέγεται όποιος συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφοφόρων. Σε
περίπτωση σχετικής πλειοψηφίας, η εκλογή επαναλαμβάνεται σε δεύτερη αναμέτρηση.
Η θητεία του αρχηγού του κράτους είναι πενταετής και μπορεί να ανανεωθεί μια
μόνο φορά.
4.
Ειδικές
Εξουσίες Βουλής – Προέδρου/Πρωθυπουργού:
4.1. Το κοινοβούλιο:
4.1.1.
Ψηφίζει τους νόμους του κράτους
4.1.2.
Εγκρίνει με ειδική πλειοψηφία 3/5 τον διορισμό
ανώτατων δικαστικών λειτουργών
4.1.3.
Εγκρίνει με απλή πλειοψηφία τον διορισμό των
υπουργών
4.1.4.
Εγκρίνει εντός επιτροπών με απλή πλειοψηφία τον
διορισμό των ανώτατων κρατικών λειτουργών (διοικητές οργανισμών, πρυτάνεις,
πρέσβεις, αρχηγοί ενόπλων δυνάμεων, κλπ.)
4.1.5.
Εγκρίνει με απλή πλειοψηφία τον κρατικό
προϋπολογισμό
4.1.6.
Μπορεί με αυξημένη πλειοψηφία 3/5 να αναπέμψει
προεδρικό διάταγμα, κοινή υπουργική απόφαση ή υπουργική απόφαση.
4.1.7.
Μπορεί με πλειοψηφία 2/3 να ζητήσει την καθαίρεση
του αρχηγού του κράτους.
4.1.8.
Μπορεί με ειδική πλειοψηφία 3/5 να ζητήσει την
καθαίρεση υπουργού.
4.2. Ο αρχηγός του κράτους:
4.2.1.
Επικυρώνει τους νόμους του κοινοβουλίου
4.2.2.
Έχει δικαίωμα να αναπέμψει μια φορά ψηφισμένο νόμο
του κοινοβουλίου. Εφόσον ο νόμος επανέλθει με ειδική πλειοψηφία 3/5 τότε ο
αρχηγός του κράτους είναι υποχρεωμένος να τον επικυρώσει. Το δικαίωμα της
αναπομπής νόμου μπορεί να χρησιμοποιηθεί άπαξ ανά εξάμηνο.
4.2.3.
Προτείνει τους υπουργούς της κυβερνήσεως
4.2.4.
Προτείνει είτε αυτοπροσώπως είτε δια των υπουργών
τους ανώτατους κρατικούς λειτουργούς
4.2.5.
Επιλέγει από κατάλογο που του έχει προταθεί από τα
ανώτατα δικαστικά σώματα και προτείνει τους ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς
οι οποίοι θα καταλάβουν τις θέσεις των ανώτατων δικαστηρίων. Οι διορισμοί αυτοί
επικυρώνονται από το νομοθετικό σώμα με αυξημένη πλειοψηφία 3/5.
4.2.6.
Έχει το δικαίωμα να διαλύσει τη βουλή
προκηρύσσοντας βουλευτικές εκλογές. Η επόμενη βουλή που θα προκύψει δεν μπορεί
να διαλυθεί από τον αρχηγό του κράτους.
4.2.7.
Εκδίδει ο ίδιος ή δια των υπουργών του εκτελεστικά
διατάγματα προς εφαρμογή των νόμων που ψηφίζει το κοινοβούλιο.
5.
Οι
ανώτατοι δικαστικοί έχουν δια βίου θητεία υπό την ιδιότητα τους αυτή με ανώτατο
ηλικιακό όριο το 70ο έτος όπου υποχρεωτικά συνταξιοδοτούνται: Τα
ανώτατα δικαστικά όργανα, προτείνουν προς τον αρχηγό του κράτους κατάλογο
δικαστικών προς αναπλήρωση όσων θέσεων χρήζουν αναπλήρωσης λόγω
συνταξιοδότησης. Ο αρχηγός του κράτους προτείνει και το κοινοβούλιο με ειδική
πλειοψηφία 3/5 εκλέγει τους ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς. Οι ανώτατοι
δικαστικοί λειτουργοί (Άρειος Πάγος, Συμβούλιο της Επικρατείας, Ελεγκτικό
Συνέδριο) παραμένουν στη θέση τους έως την συνταξιοδότηση τους κατά το 70ο
έτος της ηλικίας τους. Τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας είναι υπεύθυνα για τον
έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων του κοινοβουλίου και των εκτελεστικών
διαταγμάτων της εκτελεστικής εξουσίας ενώ διαθέτουν και την εξουσία ανατροπής αποφάσεων
κατωτέρων δικαστηρίων.
6.
Οι θέσεις
στον δημόσιο τομέα έως του βαθμού Γενικού Γραμματέα Υπουργείου είναι
υπηρεσιακές. Δεν μεταβάλλονται μετά από οποιαδήποτε εκλογική αναμέτρηση: Η αντιμετώπιση
ανώτατων κρατικών αξιωμάτων ως κομματικά λάφυρα, μόνο δεινά έχει επιφέρει ως προς
τη συνέχεια του κράτους και την αποτελεσματικότητα του. Οι ανώτατες θέσεις
ευθύνης εντός της κρατικής σφαίρας επιρροής (Υπουργεία, ΝΠΔΔ, Φορείς Γενικής
Κυβέρνησης) πρέπει να καταλαμβάνονται από δημόσιους λειτουργούς και υπαλλήλους
καριέρας με προτεραιότητα σε όσους είναι απόφοιτοι του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας
Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης. Όλοι οι διορισμοί σε ανώτατες θέσεις ευθύνης θα
πρέπει να επικυρώνονται με απλή πλειοψηφία σχετικών επιτροπών της Βουλής. Μοναδική
εξαίρεση στο ανωτέρω αποτελούν ζητήματα που άπτονται της εθνικής ασφάλειας όπου
η εκτελεστική εξουσία διατηρεί το δικαίωμα να προτείνει αλλαγές ανώτατων
υπηρεσιακών παραγόντων. Οι αλλαγές αυτές θα πρέπει και πάλι να εγκριθούν με
απλή πλειοψηφία σχετικής επιτροπής της Βουλής.
7.
Αλλαγές σε
θέματα δικαιοσύνης:
7.1.
Νόμος
περί ευθύνης υπουργών: Ο υφιστάμενος νόμος περί ευθύνης υπουργών
είναι δομημένος με τέτοιο τρόπο που είναι εξαιρετικά δύσκολο εντός των ασφυκτικών
χρονικών πλαισίων που θέτει, η εκδίκαση και η απόδοση ποινής για οποιαδήποτε
δυνητικά έκνομη πράξη. Σε περίπτωση όπου υπάρχει δικαστική διαδικασία εις βάρος
υπουργού, προτείνεται, αφενός η αύξηση του διαστήματος παραγραφής και αφετέρου
το θέμα να εξετάζεται αποκλειστικά και απευθείας σε επίπεδο Αρείου Πάγου χωρίς
τη διαμεσολάβηση της βουλής. Η βουλή ασκεί νομοθετική εξουσία. Μπορεί να ασκήσει
μομφή στο πρόσωπο υπηρετούντος υπουργού και να ζητήσει την απομάκρυνση του,
αλλά δεν θα απαιτείται η ανάμειξη της σε δικαστικές υποθέσεις νυν ή πρώην
υπουργών.
7.2. Κατάργηση βουλευτικής ασυλίας έναντι
αδικημάτων του ποινικού δικαίου: Οι βουλευτές σαφώς και διαθέτουν
ασυλία έναντι των όσων αγορεύουν και καταγράφουν στο πλαίσιο άσκησης των
νομοθετικών τους καθηκόντων. Αυτό δεν θα πρέπει να μεταφράζεται σε ασυλία
έναντι, για παράδειγμα, μιας τροχαίας παράβασης η οποία έχει αυτόφωρο
χαρακτήρα. Δεν είναι δυνατόν η ίδια η βουλή να αποφασίζει για τα μέλη που την
αποτελούν την άρση ή μη της ασυλίας τους σχετικά με δικαστικές υποθέσεις τους.
7.3. Κατάργηση εξεταστικών και προανακριτικών
επιτροπών της βουλής: Όπως ανέφερα και πιο νωρίς, η βουλή ασκεί
νομοθετική εξουσία. Για δικαστικές υποθέσεις υπουργών, μελών της κυβέρνησης και
της βουλής, αποφασίζει απευθείας ο Άρειος Πάγος εάν θα κινήσει περαιτέρω
διαδικασίες ή θα αρχειοθετήσει την υπόθεση.
7.4. Αλλαγή ως προς το δικαίωμα αναβολής δίκης –
Οριοθέτηση χρονικών ορίων εντός των οποίων οι δικαστές οφείλουν να εκδίδουν αποφάσεις:
Η
αναβλητικότητα στην απονομή δικαιοσύνης έχει διαβρώσει σε ανησυχητικό βαθμό την
εμπιστοσύνη των πολιτών στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης ενώ αποτελεί τροχοπέδη
και για την ομαλή οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Οι διάδικοι θα πρέπει να έχουν
δικαίωμα αναβολής της δίκης μόνο μια φορά για οποιονδήποτε λόγο. Και για τους δικαστές
όμως θα πρέπει να υφίσταται χρονικός περιορισμός ως προς την οριστική έκδοση
απόφασης. Ο χρονικός αυτός περιορισμός θα πρέπει να είναι ανάλογος του βαθμού της
δίκης, του είδους του δικαζόμενου δικαίου και του μεγέθους της δικογραφίας. Σε
κάθε περίπτωση όμως, θα πρέπει να υφίσταται ρητός χρονικός περιορισμός εντός
του οποίου οι διάδικοι θα πρέπει να έχουν λάβει επίσημη απάντηση.
7.5. Αλλαγή ως προς ζητήματα ελαφρυντικών και
απονομής ποινών: Το νομοθετικό πλέγμα που διέπει την απονομή ποινών
θα πρέπει ριζικά να αλλάξει. Όπως είναι σήμερα τα πράγματα. σκληροί ποινικοί κακοποιοί
και κατ’ επανάληψη παραβατικοί, άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν καμιά πρόθεση
σωφρονισμού και επανένταξης στην κοινωνία, αφήνονται ελεύθεροι με ευνοϊκούς
όρους να επαναλάβουν τις πράξεις τους. Θα πρέπει, για όλες τις ποινές να ισχύει
το σύστημα των «τριών ευκαιριών» (γνωστό ως strike through στο αγγλοσαξονικό σύστημα). Ο
παραβάτης δηλαδή, πλην εξαιρετικά σοβαρών αδικημάτων όπως ανθρωποκτονία, έχει
στη διάθεση του δύο ευκαιρίες σωφρονισμού. Την τρίτη φορά που θα πιαστεί είτε
για το ίδιο είτε για άλλο αδίκημα, δέχεται την μέγιστη των ποινών που του
αναλογεί χωρίς κανένα ελαφρυντικό. Η δε εκτέλεση των ποινών σε αυτές τις περιπτώσεις
είναι πραγματική, χωρίς συγχωνεύσεις, εκτέλεση ποινής κατά τα 2/5, μείωση της ποινής
λόγω σπουδών ή εργασίας στη φυλακή και άλλα τέτοια φαιδρά. Αν έχεις επαναλάβει
τρεις φορές το ίδιο ή άλλο αδίκημα, ο σωφρονισμός και η επανένταξη στην
κοινωνία δεν είναι προτεραιότητα σου όποτε καλύτερα να μείνεις στη φυλακή προς προστασία
των υπολοίπων.
Αυτές
πιστεύω ότι είναι μερικές προτάσεις οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν στην ανάταξη
και την μεταρρύθμιση του συστήματος εξουσίας του κράτους μας. Είναι
μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα βοηθούσαν στον περιορισμό του κόμματος από το
κράτος, θα βοηθούσαν στη συνέχεια της κρατικής λειτουργίας, θα βοηθούσαν στην
απονομή δικαιοσύνης και στην ανάπτυξη του περί δικαίου αισθήματος των πολιτών
και θα περιόριζαν την διαφθορά. Φυσικά και δεν υφίστανται τέλειες λύσεις, ούτε τέλεια
πολιτεύματα. Θυμίζω ότι η δημοκρατία
είναι το πιο δύσκολο από τα πολιτεύματα ως προς την ενάρετη λειτουργία του και
απαιτεί, πρώτα και πάνω από όλα, ενάρετους, πεπαιδευμένους και σκεπτόμενους
πολίτες για να περιφρουρούν την ορθή λειτουργία της. Προσωπικά δεν είμαι
αισιόδοξος ότι ένα πρόγραμμα θέσεων όπως το παραπάνω θα εφαρμοζόταν ποτέ στη
χώρα μας. Η ιστορική μας πορεία από το 1821 και μετά δεν μου επιτρέπει να έχω
τέτοια αισιοδοξία. Μακάρι να κάνω λάθος και να διαψευσθώ ευχάριστα, επιτρέψτε
μου όμως να εξακολουθώ να εμμένω στο συμπέρασμα του προηγούμενου κειμένου μου
ότι, πολύ δύσκολα θα αλλάξει η βαθιά ριζωμένη νοοτροπία της ελληνικής κοινωνίας
ως προς το τι είναι το κράτος και πως συνδιαλέγεται μαζί του.
[1]
Η έννοια του διαχωρισμού των εξουσιών
δεν είναι κάτι το νεωτερικό. Διατυπώθηκε με διάφορες μορφές ήδη από την εποχή
του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα. Ο Πολύβιος στις Ιστορίες του διατυπώνει διάφορα συστήματα ελέγχου και ισορροπίας
ανάμεσα στις τρεις εξουσίες. Αργότερα κατά τον Μεσαίωνα, η Βενετική εκδοχή της δημοκρατίας
(Venetian Republic) στηρίζεται σε ένα εξαιρετικά πολύπλοκο
σύστημα ελέγχου και ισορροπίας ανάμεσα στη νομοθετική ισχύ της εμπορικής αριστοκρατίας
και την εκτελεστική εξουσία του Δόγη. Κατά τον 17ο αιώνα, ο Άγγλος John Locke, μέσα από τη διαχρονική μελέτη του
αγγλικού συντάγματος διαπιστώνει τα μεγάλα πλεονεκτήματα που έχει ο διαχωρισμός
και η κατάτμηση της εξουσίας ανάμεσα στον βασιλιά (εκτελεστική εξουσία) και την
άνω και κάτω βουλή (house
of Lords, House of Commons, νομοθετική εξουσία). Την εποχή του Διαφωτισμού είναι ο Γάλλος
διαφωτιστής Montesquieu αυτός ο
οποίος με σαφήνεια επαναδιατυπώνει την ιδέα τριών διακριτών εξουσιών
(εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική) και την ανάγκη, αφενός του διαχωρισμού τους
και αφετέρου της αλληλεξάρτησης μεταξύ τους μέσω ενός συστήματος αντιρρόπησης ισχύος
και ελέγχων. Θεωρείται ότι το έργο του έχει επηρεάσει την σύνταξη του
Αμερικανικού και Γαλλικού συντάγματος την εποχή των μεγάλων επαναστάσεων.
[2]
Ας μην ξεχνάμε ότι τόσο ο Αδόλφος
Χίτλερ όσο και ο Μπενίτο Μουσσολίνι εξελέγησαν
στο πλαίσιο δημοκρατικών διαδικασιών και κατόπιν φρόντισαν να αλώσουν τις ευάλωτες
δημοκρατίες τους εκ των έσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου