Ως κεραυνός εν αιθρία έπεσε για τους περισσότερους
από εμάς το άκουσμα περί πιθανής χρεοκοπίας εμπορικών τραπεζών της Κύπρου. Η
Κύπρος, μετά τα καταστροφικά γεγονότα του 74, είχε κινηθεί μεθοδικά
οικοδομώντας έναν οικονομικό παράδεισο. Τα θεμελιώδη μεγέθη της κυπριακής
οικονομίας είναι σε πολύ καλύτερη μοίρα από αυτά της Ελλάδος. Για την ακρίβεια,
τα δημόσια οικονομικά της Κύπρου δεν έχουν καμία σχέση με αυτά του υπόλοιπου
ευρωπαϊκού νότου. Τότε λοιπόν, τι ακριβώς έφταιξε και ξαφνικά εμφανίστηκαν στο
προσκήνιο μνημόνια, τρόικα, ΔΝΤ, υποχρεωτική δήμευση καταθέσεων και κατάρρευση
τραπεζών; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
Η Κύπρος επένδυσε πολλά και στήριξε την ευημερία
της εν πολλοίς στον τραπεζικό της τομέα, εξελισσόμενη σταδιακά στην «Ελβετία»
της ανατολικής Μεσογείου. Οι εμπορικές τράπεζες της Κύπρου εξελίχθηκαν σε
ασφαλές καταφύγιο πελατών προερχόμενων από την ανατολική Ευρώπη λόγω του
ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος για πρόσωπα και επιχειρήσεις αλλά και της
σχετικής ευκολίας με την οποία γίνονταν δεκτές οι καταθέσεις αυτές. Η Κύπρος
απέκτησε σχετικά προνομιακή σχέση με τη Ρωσία και απέκτησε σημαντική
τεχνογνωσία στην προσέλκυση καταθέσεων από τη χώρα αυτή. Έτσι σταδιακά (και
ιδιαίτερα μετά το 2000) ο τραπεζικός τομέας γιγαντώθηκε και έφτασε να είναι
οκτώ φορές το μέγεθος της κυπριακής οικονομίας, ένα μέγεθος ανησυχητικά μεγάλο
για μια οικονομία χωρίς δικό της νόμισμα.
Η σημερινή κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος της
Κύπρου δεν αποτελεί κάτι το ιδιαίτερο ή το πρωτοφανέρωτο. Η βασική οικονομική
αρχή που κρύβεται πίσω από τραπεζικές καταρρεύσεις εξακολουθεί και ισχύει. Μια
τράπεζα δέχεται βραχυχρόνιες τοποθετήσεις καταθέσεων προκειμένου με τη σειρά
της να δανείσει τα χρήματα αυτά. Οι καταθέσεις των πολιτών αποτελούν δάνειο
προς την τράπεζα το οποίο είναι έντοκο, άρα η τράπεζα οφείλει να βρει χρήματα
να αποζημιώσει τους καταθέτες για την εμπιστοσύνη τους. Οι καταθέσεις των
περισσοτέρων από εμάς είναι ανοικτές, δηλαδή ανά πάσα στιγμή μπορεί ο καθένας
μας να πάει και να σηκώσει τα χρήματα του, για αυτό και τα επιτόκια καταθέσεων
είναι συνήθως χαμηλά. Για να μπορέσει η τράπεζα να πληρώσει τους τόκους
καταθέσεων, να καλύψει τις λειτουργικές τις δαπάνες (από 2% έως 6% ενός
δανειακού επιτοκίου αφορά στην κάλυψη λειτουργικών δαπανών) και να βγάλει κέρδη
για τους μετόχους, χρειάζεται να προβεί σε τοποθετήσεις (δάνεια, αγορά
χρεογράφων και άλλων αξιών) που να τις αποφέρουν μεγαλύτερες αποδώσεις από τις
καταθέσεις των πελατών. Οι τοποθετήσεις αυτές είναι κατά κανόνα πιο μακροχρόνιες
και χαμηλής ρευστότητας (illiquid assets). Οι τράπεζες
κατορθώνουν και επιβιώνουν ακολουθώντας συνετή και συντηρητική διαχείριση των
χρημάτων που τους εμπιστεύονται οι πελάτες τους, διότι το μέγιστο αγαθό που
διαθέτει μια τράπεζα είναι η εμπιστοσύνη των πελατών της και η φήμη της.
Ο μηχανισμός κατάρρευσης των κυπριακών τραπεζών δεν
διαφέρει σε κάτι από την κατάρρευση των επενδυτικών τραπεζών των ΗΠΑ που
προκάλεσαν το οικονομικό τσουνάμι του 2008. Οι κυπριακές τράπεζες προσέλκυσαν
καταθέσεις σε ύψος πολλές φορές μεγαλύτερο από την οικονομία της χώρας. Όλο
αυτό το χρήμα κάπου έπρεπε να τοποθετηθεί για να αποδίδει έσοδα για την
τράπεζα. Η αγορά κρατικών ομολόγων εθεωρείτο μια συντηρητική τοποθέτηση χαμηλού
ρίσκου και υψηλής ρευστότητας. Τα ελληνικά ομόλογα μετά το σοκ του 2008 αλλά
πριν την ελληνική χρεοκοπία θεωρούνταν ιδιαιτέρως ελκυστικά διότι έδιδαν υψηλές
αποδόσεις και ήταν πλήρως και άμεσα ρευστοποιήσιμα μέσω της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας. Όταν όμως ήρθε το πολύ μεγάλο κούρεμα των ελληνικών ομολόγων
τότε ξαφνικά οι κυπριακές τράπεζες βρέθηκαν με τεράστιες υποχρεώσεις ως προς
του καταθέτες τους και ταυτόχρονη κατοχή απαξιωμένων και χαμηλής ρευστότητας
αξίες (illiquid assets). Και όταν ένα σύστημα είναι μοχλευμένο σε τόσο
μεγάλο βαθμό όπως οι κυπριακές τράπεζες (8 φορές το ΑΕΠ της Κύπρου) τότε αρκεί
η παραμικρή δόνηση για να σε στείλει στο γκρεμό (βλέπε Lehman Brothers).
Φυσικά, το πρόβλημα έχει και άλλες πτυχές.
Καταρχήν, θα μπορούσε κάποιος να επισημάνει ότι και άλλες χώρες έχουν
επιχειρήσει παρόμοια επέκταση του τραπεζικού τους τομέα χωρίς ποτέ να
υφίστανται τέτοιες επιπτώσεις (Ελβετία). Η απάντηση εδώ είναι ότι αφενός
υπήρξαν επιπτώσεις, αφού και η Ισλανδία (τράπεζες 10 φορές το ΑΕΠ της χώρας)
και η Ιρλανδία (τράπεζες 4 φορές το ΑΕΠ της χώρας, μια μόνο τράπεζα η Anglo – Irish
αντιπροσώπευε το μισό ΑΕΠ της
Ιρλανδίας) χρεοκόπησαν. Η δε Ελβετία
διαθέτει δικό της νόμισμα (και άρα έχει στη διάθεση της όλα τα εργαλεία
νομισματικής πολιτικής που Ιρλανδία και Κύπρος λόγω ευρώ δεν διαθέτουν) ενώ ιστορικά
αποτελεί ασφαλές καταφύγιο όπως περίπου οι τοποθετήσεις σε χρυσό. Επιπρόσθετα,
ακόμα και η Ελβετία έχει λάβει μέτρα ελέγχου του ύψους και της προέλευσης των
καταθέσεων της μετά τα απανωτά κρούσματα φοροδιαφυγής τα οποία είδαν το φως της
δημοσιότητας. Όπως προείπαμε, η φήμη και η εμπιστοσύνη της τράπεζας αποτελούν
το ύψιστο εφόδιο της.
Η άσκηση νομισματικής πολιτικής μας φέρνει μπροστά
σε ένα άλλο ερώτημα: γιατί η Κύπρος επέλεξε να εισέλθει στη ζώνη του Ευρώ; Πέρα
από τους όποιους λόγους άσκησης εξωτερικής πολιτικής, ένα προφανές όφελος για
τις κυπριακές τράπεζες υπήρξε η πρόσβαση τους στο χρηματοδοτικό μηχανισμό της
ΕΚΤ. Με την είσοδο στο Ευρώ οι κυπριακές τράπεζες απέκτησαν το δικαίωμα
προεξόφλησης τρόπον τινά, των κρατικών χρεογράφων που κατείχαν έναντι φρέσκου
χρήματος. Επιπρόσθετα, η λειτουργία του τραπεζικού συστήματος με τη χρήση ενός
νομίσματος παγκοσμίου εμβελείας ενίσχυσε τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα των
κυπριακών τραπεζών. Όμως και σε αυτήν την περίπτωση οι λήπτες της απόφασης
αγνόησαν τους κινδύνους που ελλόχευαν από μια τέτοια κίνηση (για περισσότερα
σχετικά με το ευρώ δες http://vonfalkenheyn.blogspot.gr/2011/11/eurozone-as-vehicle-towards-german.html
).
Έτσι λοιπόν τα πράγματα εξελίχθηκαν ως εξής: Η
Κύπρος επένδυσε πολλά στον τραπεζικό της τομέα ο οποίος προσέλκυσε σημαντικές
καταθέσεις από το εξωτερικό. Η είσοδος στο Ευρώ βοήθησε στην περεταίρω
μεγέθυνση αυτών των τάσεων. Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δεν έλαβε κάποια
πρόνοια για την τιθάσευση αυτής της τάσης και έτσι το τραπεζικό σύστημα της
Κύπρου βρέθηκε επικίνδυνα μοχλευμένο. Αρκούσε ένας τυχαίος εξωγενής τριγμός
προκειμένου να αποσταθεροποιηθεί το οικοδόμημα. Το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων
συσσώρευσε σημαντικές ζημιές στις κυπριακές τράπεζες οι οποίες ξαφνικά βρέθηκαν
να έχουν τεράστιες υποχρεώσεις προς καταθέτες με ταυτόχρονη κατοχή απαξιωμένων
και μη ρευστοποιήσιμων αξιών, ενώ δεν διέθεταν το δίχτυ ασφαλείας μιας
ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής. Δεν υπάρχει για την Κύπρο, όπως δεν υπήρξε
και για την Ελλάδα, ένας δανειστής έκτακτης ανάγκης (lender of last
resort) που είναι η κεντρική τράπεζα μιας χώρας.
Εν τέλει, η Κύπρος βρέθηκε μπροστά σε ασφυκτικά
διλλήματα. Οι Γερμανοί, έχοντας το πορτοφόλι φαίνεται να είναι διατεθειμένοι να
πιέσουν πολύ σκληρά εφαρμόζοντας το νόμο του Shylock. Δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε ότι ενόχλησε
ιδιαίτερα το γεγονός πως, η Κύπρος, αν και μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας,
έχει αναπτύξει στενούς δεσμούς με τη Ρωσία. Σε ένα παιχνίδι ισχύος μεταξύ
μεγάλων δυνάμεων οι μικροί παίκτες θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί
στις κινήσεις τις οποίες κάνουν. Οι γερμανοί απαιτούν αυτή τη στιγμή ίδια
συμμετοχή της Κύπρου στη διάσωση του τραπεζικού της τομέα ύψους 5,8 δις Ευρώ
τουλάχιστον (κυκλοφόρησαν νούμερα πλησίον των 7 δις). Αν το ποσό αυτό
επιβαλλόταν σε φόρους επί της κυπριακής οικονομίας αυτό θα είχε καταστρεπτικές
συνέπειες (το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει από το ¼ έως το 1/3 του κυπριακού ΑΕΠ).
Αν το ποσό αυτό επιβληθεί επί δικαίων και αδίκων όπως επιχειρήθηκε στην αρχή,
τότε, πέρα από το άδικο της κοινωνικοποίησης του ρίσκου των τραπεζών (τα κέρδη
δικά μας, οι ζημιές δίκες σας), είναι βέβαιο ότι θα προκληθεί τραπεζικός
πανικός ανυπολόγιστων, αυτή τη στιγμή, συνεπειών. Αν επιβληθεί επί των
μεγαλοκαταθετών όπως επιχειρείται τώρα, αυτό θα δυσαρεστήσει τη Ρωσία, θα
καταστρέψει μακροπρόθεσμα τον τραπεζικό τομέα της Κύπρου, ενώ δεν θα πρέπει να
ξεχνάμε ότι η Ρωσία έχει δανείσει 2,5 δις Ευρώ διακρατικά στην Κύπρο.
Σίγουρα είναι πάρα πολύ νωρίς σε σχέση με ένα
εξελισσόμενο φαινόμενο να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για το τι μέλει
γενέσθαι. Ως επιμύθιο αυτού του κειμένου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο μύθος του
Δαίδαλου και του Ίκαρου: Ο Ίκαρος πέταξε πολύ ψηλά, έλιωσαν τα φτερά του από
τον ήλιο και έπεσε. Ο Paul
Krugman γράφει
στο βιβλίο του “The return of depression economics and the crisis
of 2008” ότι η παραδοσιακή τραπεζική (commercial banking) είναι (και πρέπει να είναι) κατά κανόνα βαρετή:
οι τραπεζίτες επειδή διαχειρίζονται χρήματα καταθετών θα πρέπει να είναι
ιδιαίτερα προσεκτικοί και συντηρητικοί στις τοποθετήσεις τους. Είναι ίσως
δύσκολο για τον κόσμο να κατανοήσει πως η ύπαρξη τόσο υψηλών καταθέσεων μπορεί
να αποτελέσει πρόβλημα. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι καταθέσεις συνιστούν
υποχρέωση της τράπεζας που οφείλει ανά πάσα στιγμή να αποδώσει πίσω. Η Κύπρος,
θα περάσει σίγουρα δύσκολες ώρες. Βραχυπρόθεσμα είναι αρκετά πιθανό να
προκληθεί κάποιας μορφής απώλεια εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό σύστημα. Ακόμα
όμως και όταν αυτό ορθοποδήσει, η τρωθείσα εμπιστοσύνη των αποταμιευτών
(εγχώριων και ξένων) θα πάρει σεβαστό χρονικό διάστημα για να αποκατασταθεί,
εάν ποτέ αποκατασταθεί πλήρως. Το μερίδιο ευθύνης της Κύπρου συνίσταται στο ότι
η κεντρική της τράπεζα δεν προσπάθησε να συγκρατήσει το φαινόμενο πριν αυτό
λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις αν και διέθετε και την τεχνογνωσία και τα
εργαλεία για να το πράξει. Η Κύπρος επηρεάστηκε από την έκθεση της στην
ελληνική οικονομία πλην όμως, το διαφαινόμενο ναυάγιο και το κούρεμα εν τέλει
των ελληνικών ομολόγων είχε διαφανεί εγκαίρως. Το μερίδιο ευθύνης της Γερμανίας
συνίσταται στο ότι θεωρεί πως μπορεί να ελέγξει τυχόν αποσταθεροποιητικά
φαινόμενα που μπορούν να προκληθούν από ενδεχόμενο κυπριακό ατύχημα. Η Lehman Brothers όταν
κατέρρευσε ατάκτως δεν ήταν η μεγαλύτερη επενδυτική τράπεζα στις ΗΠΑ, αλλά η
απώλεια εμπιστοσύνης που προκάλεσε μεταδόθηκε σε όλο τον πλανήτη. Είναι
επομένως αρκετά επικίνδυνο να παίζεις κατ’ αυτόν τον τρόπο με τη φωτιά.
Δυστυχώς για την Κύπρο, βρέθηκε εξαιρετικά ευάλωτη εντός συγκρουόμενων
τεκτονικών πλακών: από τη μια υπάρχουν οι ηγεμονικές φιλοδοξίες της Γερμανίας
οι οποίες εκδηλώνονται μέσω του ελέγχου των ευρωπαϊκών θεσμών (institutional hegemonism). Από την άλλη έχουμε τις αναγεννημένες φιλοδοξίες
της Ρωσίας η οποία προσπαθεί να διεμβολήσει ποικιλοτρόπως τον ευρωπαϊκό χώρο. Η
Κύπρος προσπάθησε να ισορροπήσει σε τεντωμένο σχοινί μεταξύ των δύο και τελικά
κατέπεσε, όχι άμοιρη ευθυνών και η ίδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου