Σε
προηγούμενη επισήμανση μου είχα καταδείξει τις ιστορικές ομοιότητες ανάμεσα στη
Γερμανία του μεσοπολέμου και τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Σήμερα θα
επιχειρήσω να προσεγγίσω τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού φαινομένου.
Η
ελληνική κοινωνία είναι, κατά βάθος, βαθύτατα συντηρητική και αποστρέφεται τις εξελικτικές
διαδικασίες. Απουσιάζει η αστική τάξη τουλάχιστον με την έννοια που αυτή
αναπτύχθηκε στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο. Η ελληνική κοινωνία είναι ανώριμη να
διαχειριστεί μια σύγχρονη αστικού τύπου δημοκρατία και αυτό γιατί δεν έχει μετέρθει
των απαραίτητων μετασχηματισμών που προκάλεσε η βιομηχανική επανάσταση στη
Δύση. Και εξηγούμαι: στην Ευρώπη, οι φεουδαρχικές κοινωνίες που αναπτύχθηκαν κατά
τη διάρκεια του μεσαίωνα είχαν, σε γενικές γραμμές, τρεις τάξεις. Τους φεουδάρχες
ευγενείς, τους εργάτες ακτήμονες οι οποίοι δούλευαν τη γη και προσέφεραν τις υπηρεσίες
τους στους ευγενείς και τέλος, τις συντεχνίες οι οποίες προσέφεραν υπηρεσίες
μετασχηματισμού της παραγωγής και συσσώρευσης της γνώσης. Από την εποχή της αναγέννησης
και έπειτα, η αύξηση της συσσωρευμένης γνώσης, η ισχυροποίηση των δομών του
εθνικού κράτους και η φθίνουσα αξία των ευγενών ως πάροχοι στρατιωτικών
υπηρεσιών, οδήγησε στη δημιουργία μιας τάξης αστών, οι οποίοι ενώ παρήγαγαν
πλούτο δε συμμετείχαν στη λήψη των αποφάσεων. Η γαλλική επανάσταση ανέδειξε
αυτή την ανισορροπία με βίαιο τρόπο. Η βιομηχανική επανάσταση αντικατέστησε τους
φεουδάρχες κατόχους γης με βιομήχανους αστούς κάτοχους κεφαλαίου. Οι ακτήμονες της
γης μετατράπηκαν σε βιομηχανικούς εργάτες ενώ οι συντεχνίες απώλεσαν σταδιακά
τη δύναμη τους μέσα από την αυξανόμενη πρόσβαση του πληθυσμού σε μη
εκκλησιαστικές δομές παιδείας. Η επιτυχία της βιομηχανικής επανάστασης και ο
μετασχηματισμός της κοινωνίας στη δύση πραγματοποιήθηκε ακριβώς λόγω της προϋπάρχουσας
φεουδαρχικής δομής. Τα μεγάλα λατιφούντια μετατράπηκαν σε μεγάλες βιομηχανικές
μονάδες και κάτι τέτοιο θεωρήθηκε λογική εξέλιξη των πραγμάτων. Το άτομο έμαθε
να λειτουργεί με τη λογική ότι το δικό του το όφελος μεγιστοποιείται πρωτίστως
μέσα από τη μεγιστοποίηση του οφέλους του συνόλου. Έτσι μπόρεσαν και
κινητοποιήθηκαν μεγάλα κεφάλαια και μεγάλες ιδιοκτησίες οι οποίες οδήγησαν στο
παραγωγικό πλεονέκτημα της δύσης έναντι του υπολοίπου κόσμου, ένα πλεονέκτημα
το οποίο εξακολουθούμε ακόμα και σήμερα να απολαμβάνουμε.
Στον
ελλαδικό χώρο δεν υπήρξαν ποτέ τέτοιοι μετασχηματισμοί. Η Οθωμανικού τύπου
φεουδαρχία στηριζόταν στην εκχώρηση κατακτημένων περιοχών σε στρατιωτικούς
ευγενείς οι οποίοι, αφού απέδιδαν κάποιο ποσό στην υψηλή πύλη, μετά
λειτουργούσαν κατά κανόνα ληστρικά στις περιοχές της δικαιοδοσίας τους. Η
Οθωμανική διοίκηση βασίστηκε στην παραχώρηση μίκρο-προνομίων σε τοπικούς
προύχοντες (κοτζαμπάσηδες, δημογέροντες, αρματολίκια κλπ) οι οποίοι φρόντιζαν
για την τήρηση της τάξης με το αζημίωτο. Επίσης, από την άλωση ακόμα της Πόλης,
η οθωμανική διοίκηση αναγνώρισε την εξουσία και τα προνόμια του πατριαρχείου
και μέσω αυτού ενθάρρυνε την καλλιέργεια μιας αντί-δυτικής συνείδησης
(προτιμότερο το σαρίκι του σουλτάνου από την καλύπτρα του καρδιναλίου). Ο τοπικός
πληθυσμός προκειμένου να αποφύγει την ακανόνιστη και συχνά ληστρική συμπεριφορά
των τοπικών φεουδαρχών εξωθήθηκε σε περιοχές φτωχές καλλιεργητικά όπου
κυριάρχησε η μικροιδιοκτησία και η καλλιέργεια επιβίωσης. Στη συνείδηση του
ελληνικού πληθυσμού χαράχθηκε η καχυποψία για την κεντρική εξουσία τόσο σε
κεντρικό όσο και σε τοπικό επίπεδο. Προκείμενου να γλυτώσει από τον
φοροεισπράκτορα έγινε ειδικός στην ατομική επιβίωση και την περιφρούρηση της μικροιδιοκτησίας
του. Ήταν πολύ ευκολότερη η επιβίωση σε ατομικό επίπεδο από ότι σε ομαδικό. Παράλληλα
και ίσως εξαιτίας όλων των παραπάνω, άνθησαν οι συντεχνίες οι οποίες, λόγω του
ότι ήταν απαραίτητες για την οθωμανική οικονομία, συχνά εξασφάλιζαν μονοπωλιακά
προνόμια.
Η απελευθέρωση
από τον οθωμανικό ζυγό και η θεμελίωση του νεοελληνικού κράτους δεν επέφερε
σημαντικές αλλαγές ούτε τους απαραίτητους μετασχηματισμούς ωρίμανσης της κοινωνίας.
Οι πολίτες παρέμειναν εξαιρετικά καχύποπτοι έναντι της κεντρικής εξουσίας, ενώ
οι τοπικοί άρχοντες ανθίσταντο στην εκχώρηση εξουσίας στο κράτος. Αντίθετα με
ότι επεδίωξε ο Καποδίστριας, η οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας δεν επιδιώχθηκε ενώ ουδέποτε διασυνδέθηκε η παιδεία με την παραγωγική διαδικασία της
χώρας (είναι τραγική ειρωνεία της ιστορίας ότι το πανεπιστήμιο Αθηνών
ονομάστηκε Καποδιστριακό όταν οι αντίπαλοι του τον κατηγορούσαν ως «φωτοσβέστη»
επειδή δεν ήταν, ορθώς, στις προτεραιότητες του Καποδίστρια η ίδρυση
πανεπιστημίου). Η κρατική δομή διεκδικήθηκε από όλους ως λάφυρο από το οποίο
όλοι ήθελαν να σιτίζονται εις βάρος κάποιων άλλων. Η επανάσταση του 1843 εν
πολλοίς έγινε διότι η βαυαρική διοίκηση είχε αποκλείσει μεγάλο μέρος της εγχώριας
αριστοκρατίας από τη νομή της εξουσίας.
Κάπως
έτσι πορεύθηκε το νεοελληνικό κράτος από ιδρύσεως του. Με πολίτες απαίδευτους,
ανίκανους να λειτουργήσουν ως μέρος ενός συνόλου και όχι ως μονάδες. Με πολίτες
καχύποπτους έναντι της κεντρικής εξουσίας την οποία κοιτούσαν να εξαπατήσουν με
την πρώτη ευκαιρία. Αλλά και με μια κεντρική εξουσία η οποία ουδέποτε
λειτούργησε αμερόληπτα υπέρ του συνόλου και πάντα λειτουργούσε με τη λογική του
Οθωμανού φοροεισπράκτορα: όποιον πετύχω μπροστά μου αδύναμο να μου αντισταθεί
τον τσακίζω στους φόρους και παίρνω όσα μου λείπουν. Πάντα πορευθήκαμε με
αναλαμπές και πάντα αναζητούσαμε τους σωτήρες στο πρόσωπο ενός πεφωτισμένου
ηγέτη τον οποίο όμως φθονούσαμε και προσπαθούσαμε με κάθε τρόπο να κάνουμε στην
άκρη. Ηγέτες όπως ο Καποδίστριας, ο Τρικούπης και ο Βενιζέλος πολεμήθηκαν αδυσώπητα
από την αδράνεια ενός συστήματος που δεν έχει μάθει να εξελίσσεται. Αλλά και οι
πολίτες, όντας απαίδευτοι (και με το απαίδευτος δεν εννοώ την έλλειψη πτυχίων ή
τυπικών γνώσεων, αλλά την έλλειψη κριτικής σκέψης και ορθολογισμού) αποτελούσαν
και αποτελούν εύκολο στόχο για τις σειρήνες της δημαγωγίας και του λαϊκισμού.
Σε τι αλήθεια διαφέρει ο Δηλιγιάννης του 19ου αιώνα από τους
πολιτικούς του σήμερα; Από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους η κρατούσα λογική
ήταν ότι όποιος κατόρθωνε να αναρριχηθεί στην εξουσία είχε το δικαίωμα και την
υποχρέωση να καρπωθεί οφέλη και να μοιράσει προνόμια στους υποστηρικτές του.
Η
επανάσταση που επέφερε ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι ότι έκανε τον κόσμο να πιστέψει
ότι πλέον όλοι μπορούσαν να γλύψουν το πιάτο και να προσδοκούν σε ψίχουλα από
το φαγοπότι. Πριν από αυτόν, μόνο μια μικρή κάστα μπορούσε να γευθεί τους καρπούς
της εξουσίας αλλά ο Ανδρέας τα ανέτρεψε όλα αυτά αυξάνοντας εντυπωσιακά την
πίτα. Όμως, αυτή η διεύρυνση δεν έγινε άνευ κόστους: για να εξασφαλίσουν όλοι
το μικροεισόδημα τους, τη μικροπαροχή τους, τη μικροδουλεία τους με το δημόσιο,
από κάπου έπρεπε να βρεθούν χρήματα. Αυτά προήλθαν με εκτεταμένο δανεισμό και
έτσι ουσιαστικά όλη η ελληνική κοινωνία εθίστηκε στη λογική του τρώω σήμερα και
πληρώνω αύριο. Όσοι λίγοι απέμειναν να παλεύουν προκειμένου να δημιουργήσουν
πλούτο μέσω της παραγωγής έφθασαν να θεωρούνται γραφικοί. Γιατί να δουλέψεις
πραγματικά όταν μπορείς να εξασφαλίσεις τον επιούσιο μέσω κάποιας μορφής σχέση
με το δημόσιο;
Κάπως
έτσι περνούσε ο καιρός με την ελληνική κοινωνία βυθισμένη σε μια μακαριότητα,
πιστεύοντας ότι τα πράγματα πάντα έτσι θα είναι χωρίς καμιά αλλαγή. Οι
ελάχιστες φωνές ορθολογισμού που έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου παραμερίζονταν
ως ενοχλητικές. Οι περισσότεροι άλλαζαν πλευρό και συνέχιζαν τον ύπνο τους.
Και έτσι, σίγα σιγά, χωρίς να το καταλάβουμε ή να προβάλουμε αντίσταση,
διαλύθηκαν τα σχολεία και τα πανεπιστήμια μας, διαλύθηκε ο παραγωγικός ιστός
και κάθε έννοια συνοχής του συνόλου. Ο καθένας έκανε ότι ήθελε για το προσωπικό
και μόνο συμφέρον του αγνοώντας οποιαδήποτε συνέπεια των πράξεων του εις βάρος
του συνόλου. Η έννοια της αριστείας, δηλαδή η ηθική και υλική επιβράβευση του
καλύτερου, έννοια απαραίτητη για την πρόοδο της κοινωνίας, ποδοπατήθηκε από τη
μετριοκρατία της μάζας που δεν ήθελε να εκτεθεί η δική της ημιμάθεια ή χειρότερα,
να διακοπεί το σιτηρέσιο από το κοινό ταμείο.
Υπήρξε
λοιπόν ανέκαθεν ένα άτυπο κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ των πολιτών και των
ηγετών: οι ηγέτες θα ανέχονται και θα ικανοποιούν την μικροπαρανομία των πολλών
προκειμένου αυτοί να ανέχονται τις συμπεριφορές και το φαγοπότι των μεγάλων.
Όταν όμως η οικονομική κρίση σάρωσε αυτό το οικονομικό μοντέλο πυραμίδας που
είχε στηθεί, οι πολίτες δεν διέθεταν το ορθολογικό υπόβαθρο για να αναζητήσουν
την πραγματική αιτία των πραγμάτων. Στην αρχή σάστισαν και μετά αντέδρασαν
πριμοδοτώντας τη δημαγωγική φωνή αυτών που του υποσχέθηκαν ασφάλεια, αδράνεια
και προστασία της μικροιδιοκτησίας τους. Αντέδρασαν έτσι γιατί ο ημιμαθής ή
απαίδευτος πολίτης ξεχνάει γρήγορα και τα μαθήματα του μεσοπολέμου, της κατάρρευσης
του ανατολικού μπλοκ ή ακόμη και αυτά της δικής μας νεοελληνικής ιστορίας που μοιάζουν πλέον μακρινά. Ο Αδόλφος Χίτλερ εκμεταλλεύτηκε το πληγωμένο γόητρο του
γερμανικού λαού σε συνδυασμό με τη δεισλυτουργικότητα του τότε πολιτικού
συστήματος. Ο αντισημιτισμός προστέθηκε ως δημαγωγικό καρύκευμα ή ως ιδεολογική
συγκολλητική ουσία ενός ανερμάτιστου προγραμματικού λόγου. Δεν είναι τυχαίο ότι
ο Χίτλερ επεδίωκε με κάθε τρόπο τη φυγή από τα προβλήματα μέσω ενός πολεμικού επεισοδίου.
Η χρυσή
αυγή λοιπόν δεν πράττει κάτι το διαφορετικό: έχουμε ένα σύστημα εξουσίας που
έχει χρεοκοπήσει και μια ηγεσία ανίκανη να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Ο
αντισημιτισμός έχει αντικατασταθεί από το μένος εναντίον των μεταναστών
προσφέροντας ουσιαστικά στους πολίτες αυτό που το ίδιο το κράτος, μέσα στην
αποσύνθεση του, αδυνατεί να προσφέρει. Το πληγωμένο γόητρο ανέκαθεν υπήρχε στο
νεοελληνικό κράτος από την εποχή ακόμα της Μεγάλης Ιδέας. Το σημαντικότερο όμως
είναι ότι προσφέρει ψευδώς το αίσθημα της ασφάλειας στον πολίτη τόσο σε
πρακτικό επίπεδο (λαθρομετανάστες) όσο και σε ψυχολογικό: εγώ ο μικρός και
ταπεινός ψηφίζω ανώνυμα ένα αντισυστημικό κόμμα το οποίο το σύστημα το φοβάται.
Και έτσι αυτή η ψευδαίσθηση εξουσίας (ή μικροεξουσίας) προστίθεται μέσα σε όλα
τα άλλα πράγματα που ο πολίτης εξυψώνει στο αξιακό του σύστημα, δηλαδή το σπίτι του, το αυτοκίνητο του,
το αυθαίρετο εξοχικό του (μικροιδιοκτησία), την μικροπαρανομία του, την
αργομισθία του, τη φοροδιαφυγή του και τόσα άλλα πράγματα που, ενώ βλάπτουν
λίγο ή πολύ το σύνολο, εμάς μας φαίνονται φυσιολογικά.
Εν κατακλείδι,
το πρόβλημα της Ελλάδας είναι διαχρονικό και πηγάζει από δύο κύριες αιτίες: η
πρώτη έχει να κάνει από το γεγονός ότι δεν λειτουργούμε ως σύνολο, αλλά ως
άτομα. Ακόμα και όποτε λειτουργήσαμε ως σύνολο ακολούθησε αυτοκαταστροφική
εμφυλιακή πορεία. Η δεύτερη αιτία είναι ότι ουδέποτε υιοθετήσαμε ως σύνολο ένα
ρεαλιστικό σχέδιο ή μια μακρόπνοη στρατηγική σε βάθος χρόνου. Πάντα
λειτουργούμε πυροσβεστικά και κατόπιν εορτής και ποτέ ως προϊόν πρωθύστερου
σχεδιασμού. Το κράτος της Ελλάδας είναι σήμερα 193 ετών. Που θέλουμε να
βρίσκεται σε τριάντα ή πενήντα χρόνια από σήμερα; Πως σχεδιάζουμε να
βελτιωθούμε ως σύνολο σε βάθος χρόνου; Ποιοι είναι οι στόχοι που θέτουμε και
πως θα τους επιτύχουμε; Ποιες είναι οι προκλήσεις του μέλλοντος και ποιο το
διεθνές περιβάλλον εντός του οποίου διαβιούμε; Τι πραγματικά έχει αλλάξει από
το 1821 μέχρι σήμερα; Τα τσαρούχια μας που είναι πλέον παπούτσια και οι
φουστανέλες που έγιναν παντελόνια; Αυτή είναι η πρόοδος; Ή μήπως οι
συμπεριφορές μας ανακυκλώνονται ξανά και ξανά και αντιμετωπίζουμε συνεχώς τα
ίδια δεινά υπό διαφορετικές περιστάσεις;
Τα
νούμερα κάποια στιγμή θα ευημερήσουν. Δεν έχει σημασία αν θα είναι φέτος ή του
χρόνου ή όποτε. Το ερώτημα είναι, μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι ως κοινωνία, να
λειτουργήσουμε ως σύνολο και να διδαχθούμε από τα παθήματα μας. Αν ναι, τότε θα
έχουμε κερδίσει κάτι από αυτήν την ιστορική στιγμή. Αν όχι, τότε αυτά που
συζητούμε σήμερα απλά θα ανακυκλώνονται στο μέλλον με διαφορετικό περιτύλιγμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου