Με αφορμή τα γεγονότα των τελευταίων ημερών στην
περιοχή της Ουκρανίας, θα επιχειρήσω μια ανάλυση των γεγονότων εκεί. Πολύ συχνά
στην Ελλάδα αρεσκόμαστε σε ρηχές ή μονοσήμαντες αναλύσεις, όπως για παράδειγμα
ότι η Ρωσία επενέβη για τους αγωγούς του φυσικού αερίου, ή για τις αεροναυτικές
βάσεις της Κριμαίας. Στις διεθνείς σχέσεις μερικά από τα πρώτα ερωτήματα που
πρέπει να απαντήσει κανείς είναι το ποίοι, που, πως πότε, γιατί. Δηλαδή, ποιοι
είναι οι εμπλεκόμενοι, σε πιο γεωγραφικό χώρο, πως εμπλέκονται, πότε ξεκίνησε
ιστορικά η εμπλοκή και το κυριότερο, γιατί. Ποιος κερδίζει και ποια τα κίνητρα
του. Αρεσκόμαστε συχνά να καταφεύγουμε σε επιφανειακές αναλύσεις, ότι δηλαδή οι
επεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων γίνονται αποκλειστικά για τις πρώτες ύλες, ή
για εδαφικά οφέλη. Παρότι αυτοί οι παράγοντες είναι σίγουρα σημαντικοί
παράμετροι ισχύος, εν τούτοις δεν αποτελούν παρά μια μόνο πτυχή πολυσύνθετων
προβλημάτων. Θα έπρεπε να είμαστε ευτυχείς εάν η φύση των προβλημάτων μεταξύ
των κρατών ήταν τόσο απλοί στην ανάλυση τους.
Θα ξεκινήσουμε λοιπόν με μια σύντομη ιστορική
αναδρομή του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου της Ουκρανίας. Η Ουκρανία και η
περιοχή του Κιέβου ειδικότερα, θεωρούνται κοιτίδες του ρωσικού πολιτισμού. Η
περιοχή επικοίστηκε μαζικά στα τέλη του 9ου αιώνα από Σκανδιναβούς
δεύτερης γενιάς, προερχόμενους αρχικά από τη Σουηδία μέσω βόρειας Βαλτικής (Varangians, ή Βαράγκοι στα ελληνικά). Η λέξη «βαράγγοι» δεν
είναι άγνωστη στον ελλαδικό χώρο, αφού από την εποχή του Βασιλείου Β΄ (976 –
1025) αποτελούσαν την επίλεκτη αυτοκρατορική φρουρά του Βυζαντίου. Ήταν ο ίδιος
αυτοκράτορας ο οποίος πρωτοστάτησε στον εκχριστιανισμό των «Ρως» δίνοντας την
αδερφή του ως νύφη του τοπικού ηγεμόνα ως αντάλλαγμα. Το βασίλειο του Κιέβου θα
γνωρίσει μεγάλη ακμή κατά τον 11ο αιώνα μ.Χ. φθάνοντας να επηρεάζει
έναν γεωγραφικό χώρο από τη βόρεια βαλτική έως τις όχθες της Μαύρης Θάλασσας.
Χρησιμοποιώντας τους μεγάλους ποταμούς της περιοχής καθώς και ελαφριά πλοιάρια,
οι «Ρως» μπορούσαν να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις με μεγάλη ταχύτητα.
Αργότερα, τοπικοί άρχοντες θα περιορίσουν την κεντρική βασιλική εξουσία
οδηγώντας το βασίλειο σε παρακμή. Η Μογγολική επέλαση του 13ου αιώνα
θα δώσει τη χαριστική βολή, ισοπεδώνοντας οποιαδήποτε κεντρική εξουσία είχε
απομείνει. Ένα από τα εμπορικά οχυρά που είχε δημιουργηθεί στις όχθες του
ποταμού Moskva, μπόρεσε να αποτινάξει
το Μογγολικό ζυγό και σταδιακά να αποτελέσει τον πυρήνα αυτού που σήμερα
ονομάζουμε Ρωσία. Η γεωγραφική περιοχή της σημερινής Ουκρανίας γνώρισε αρκετούς
ξένους κατακτητές κατά το πέρασμα των χρόνων. Πολωνοί, Λιθουανοί και Μογγολικά/Ταταρικά
διάδοχα κράτη μοιράστηκαν την περιοχή για να αντικατασταθούν αργότερα από τους
Οθωμανούς στο νότο, τους Ρώσους βόρεια και ανατολικά και τους Πολωνούς στο
δυτικό κομμάτι. Η κατανομή αυτή εξηγεί και τη θρησκευτική διαίρεση της
σημερινής Ουκρανίας, με τους ορθόδοξους ρωσόφωνους να βρίσκονται στα ανατολικά
και νότια, τους μουσουλμάνους Τατάρους να βρίσκονται στα παράλια της Μαύρης
Θάλασσας και τους καθολικούς – ουνίτες να βρίσκονται στα δυτικά. Κατά τον 18ο
αιώνα, η Ρωσία θα εκδιώξει εντελώς τους Οθωμανούς από τα παράλια της Μαύρης
Θάλασσας, ενώ ένα δυτικό κομμάτι στην περιοχή της Γαλικίας θα περάσει στα χέρια
της Αυστρίας. Το σημερινό Lvov
ονομαζόταν τότε Lemberg και αποτελούσε σημαντικότατη πόλη της
Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας με σημαντικό γερμανόφωνο πληθυσμό.
Το 1918, η Ρωσία θα εξέλθει του πρώτου παγκοσμίου
πολέμου υπογράφοντας με τη Γερμανία την ταπεινωτική συνθήκη του Brest – Litovsk. Μια
από της παραμέτρους της συνθήκης ήταν η αναγνώριση της ανεξαρτησίας της
Ουκρανίας ως χώρα δορυφόρος της Γερμανίας. Αργότερα, οι δυτικοί ουκρανοί θα
πολεμήσουν τον κόκκινο στρατό και θα αποτελέσουν τη βάση για τους λεγόμενους
λευκούς αντεπαναστάτες. Στον ίδιο γεωγραφικό χώρο θα αποστείλει ο Ελευθέριος
Βενιζέλος το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα το 1919, προσδοκώντας σε μελλοντικά
ανταλλάγματα από τους Συμμάχους κατά την υπογραφή των συνθηκών ειρήνης. Τα ξένα
εκστρατευτικά σώματα γρήγορα αποσύρθηκαν, οι λευκοί κατέρρευσαν υπό το βάρος
της πολυαρχίας και της διάσπασης τους και οι κόκκινοι επικράτησαν εύκολα,
ανακαταλαμβάνοντας την περιοχή. Η «προδοσία» των ουκρανών όμως, δηλαδή η
στήριξη των γερμανών και κατόπιν των λευκών, ουδέποτε ξεχάστηκε. Το 1921, όλη
σχεδόν η περιοχή της σημερινής Ουκρανίας θα περάσει υπό σοβιετικό έλεγχο με ένα
μικρό κομμάτι δυτικά να περνάει στην Πολωνία. Ο εμφύλιος πόλεμος που προηγήθηκε
υπήρξε σκληρότατος με 1,5 εκατομμύριο νεκρούς και με πλήρη λεηλασία και
καταστροφή της γεωργικής παραγωγής της Ουκρανίας οδηγώντας τελικά στο λοιμό του
1921. Στη διάρκεια του μεσοπολέμου η βίαιη ανακατανομή – αρπαγή γεωργικών
προϊόντων από τους σοβιετικούς θα οδηγήσει την περιοχή ξανά σε λοιμό (1931 –
1934) με υπολογιζόμενα θύματα να είναι αρκετά εκατομμύρια (Σοβιετικές πηγές μιλάνε
για νούμερα πέριξ των δέκα εκατομμυρίων σε Ουκρανία και Καζακστάν μαζί). Κατά
τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οι γερμανοί θα επαναλάβουν το ίδιο ακριβώς
τέχνασμα κηρύσσοντας την «ανεξαρτησία» της Ουκρανίας, προσδοκώντας στη
χρησιμοποίηση των ουκρανών ενάντια στον νυν υπέρ πάντων αγώνα κατά των Ρώσων.
Τόσο οι δυτικοί ουκρανοί, όσο και οι μουσουλμάνοι Τάταροι θα συμμαχήσουν
πρόθυμα με τους γερμανούς εισβολείς, εξ’ ου και ο χαρακτηρισμός «νεοναζιστές»
που αποδίδει, όχι τυχαία, το ρωσικό υπουργείο εξωτερικών στο νέο κυβερνητικό
σχήμα στο Κίεβο. Ο Στάλιν δεν θα ξεχάσει την προδοσία και θα εκριζώσει ολόκληρο
τον Ταταρικό πληθυσμό, μεταφέροντας τον στα βάθη της Σιβηρίας. Το 1954, ο
Νικήτα Χρουστσόφ, ουκρανός στην καταγωγή θα διαδεχθεί τον Στάλιν στην ηγεσία
της Σοβιετικής Ένωσης. Προσπαθώντας να εξομαλύνει τη σχέση μεταξύ των δύο
σοβιετικών δημοκρατιών, ο Χρουστσόφ χαρίζει την ρωσόφονη Κριμαία στη σοβιετική
δημοκρατία της Ουκρανίας καθορίζοντας εν τέλει τα σημερινά της σύνορα. Η
μεταπολεμική σοβιετική ανάπτυξη βασίστηκε στον κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό
και την εξειδίκευση κάθε δημοκρατίας σε μερικούς τομείς. Έτσι, η Ουκρανία
μετατράπηκε στο σιτοβολώνα της Σοβιετικής Ένωσης ενώ εισήγαγε ενέργεια (φυσικό
αέριο, πετρέλαιο και ηλεκτρισμό) από τη Ρωσία. Ο σχεδιασμός αυτός δεν ήταν
τυχαίος, αλλά επιδίωκε να δημιουργήσει τη μέγιστη δυνατή αλληλεξάρτηση μεταξύ
των δημοκρατιών.
Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης οδήγησε στην
ανεξαρτησία της Ουκρανίας το 1991. Η Ουκρανία όμως, υπήρξε εξ’ αρχής ένα βαθιά
προβληματικό κράτος με μεγάλη εξάρτηση από τη Ρωσία τόσο στις εξαγωγές όσο και
στις εισαγωγές της. Η συμβιωτική σχέση μεταξύ των δύο κρατών υπήρξε προβληματική
από την αρχή. Οι κύριοι ρωσικοί αγωγοί εξαγωγής φυσικού αερίου περνούν από
ουκρανικό έδαφος πράγμα που έδινε (πλέον σε μικρότερο βαθμό) ένα
διαπραγματευτικό χαρτί στους ουκρανούς. Από την άλλη, η Ουκρανία ήταν και είναι
σε απόλυτο βαθμό εξαρτημένη από την εισαγωγή φυσικού αερίου από τη Ρωσία ύψους
1 δις δολαρίων το μήνα. Ένα άλλο σημείο τριβής είναι η χερσόνησος της Κριμαίας.
Ιστορικά η περιοχή χρησιμοποιήθηκε ως βάση του ρωσικού στόλου της Μαύρης
Θάλασσας. Μετά την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, τα δύο κράτη συμφώνησαν να
υπενοικιάζει η Ρωσία τις εκεί ναυτικές βάσεις, σε μια περιοχή όμως που η Ρωσία
ανέκαθεν θεωρούσε εθνικό της έδαφος.
Η Ουκρανία ως κράτος αντιμετωπίζει έντονες
φυγόκεντρες τάσεις. Η χώρα χωρίζεται τόσο γεωγραφικά όσο και θρησκευτικά και εθνοτικά
σε δύο κομμάτια. Χονδρικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο άξονας διαχωρισμού
εντοπίζεται στις όχθες του ποταμού Δνειπέρου ο οποίος χωρίζει τη χώρα σε
ανατολικό και δυτικό κομμάτι. Το ανατολικό τμήμα και τα παράλια εμπεριέχουν
σημαντικούς αριθμούς ρωσόφονων ορθόδοξων (η απογραφή του 2001 δίνει μια
κατανομή 70% όσων ομιλούν ουκρανικά και 30% όσων ομιλούν τη ρωσική σε όλη την
επικράτεια) και είναι περιοχές πλούσιες σε φυσικούς πόρους. Το δυτικό κομμάτι
αποτελείται από σλαβόφωνους καθολικούς και ουνίτες και διαθέτει φτωχότερους
πόρους. Το ανατολικό τμήμα πάντοτε είχε και επιζητούσε στενότερες σχέσεις με τη
Ρωσία, τόσο πολιτισμικά όσο και εμπορικά ενώ το δυτικό τμήμα έχει περισσότερο
κεντροευρωπαϊκό προσανατολισμό. Εάν στο μείγμα αυτό προσθέσουμε χρόνια κακοδιαχείριση,
εκτεταμένη διαφθορά και νεποτισμό, αλλά και ασταθείς δημοκρατικούς θεσμούς,
τότε εύκολα μπορούμε να καταλήξουμε στη σημερινή εκρηκτική κατάσταση.
Η Ρωσία έχει αποφασίσει να επέμβει στην περιοχή
διότι θεωρεί ότι αντιμετωπίζει μείζον ζήτημα ασφάλειας. Η Ρωσία δεν θεωρώ ότι
ενδιαφέρεται άμεσα για τον εδαφικό τεμαχισμό της Ουκρανίας με εξαίρεση ίσως, τη
χερσόνησο της Κριμαίας. Η Ουκρανία της είναι χρήσιμη ως κράτος δορυφόρος και
ανάχωμα στη δυτική επιρροή. Η Ρωσία θεωρεί και ως ένα βαθμό είναι αλήθεια, ότι
οι δυτικοί αναμείχθηκαν στα εσωτερικά της Ουκρανίας προκαλώντας την πτώση ενός
φιλορωσικού καθεστώτος. Η απόσπαση της Ουκρανίας από τη ρωσική σφαίρα επιρροής
δημιουργεί δίλλημα ασφάλειας στη Ρωσία. Εάν επιτρέψει μια τέτοια εξέλιξη, τότε
η Ουκρανία θα ενταχθεί στις δυτικές συλλογικές δομές ασφάλειας πράγμα που η
Μόσχα το θεωρεί κόκκινη γραμμή. Η δυνητική εγκατάσταση αντιβαλλιστικών και
άλλων οπλικών συστημάτων στην ουκρανική επικράτεια ακυρώνει στην πράξη την
πυρηνική ισορροπία του τρόμου μεταξύ Ρωσίας και Η.Π.Α. η οποία βασίζεται στην
βέβαιη αμοιβαία καταστροφή (M.A.D. = Mutually Assured Destruction) εφόσον ένας από τους δύο παίκτες κάνει επιθετική
χρήση πυρηνικών όπλων. Όταν ο ένας παίκτης διαθέτει αμυντικό σύστημα ενάντια
στη βέβαιη καταστροφή, τότε η πυρηνική αποτροπή χάνει το νόημα της με
αποτέλεσμα να υπάρχει εξαιρετικά αυξημένη συστημική αστάθεια. Γενικότερα όμως,
η ύπαρξη διάμεσων κρατών δορυφόρων (buffer states) όπως
η Λευκορωσία, η Αρμενία και το Καζακστάν είναι εξαιρετικά χρήσιμη για τη Ρωσία
τόσο σε θέματα ασφάλειας και σκληρής ισχύος όσο και σε θέματα ήπιας ισχύος. Η
επιχειρούμενη απόσχιση ζωτικού χώρου της Μόσχας είναι φυσικό να ενεργοποιήσει
μηχανισμούς αντίδρασης. Το συντελούμενο παίγνιο ισχύος είναι επομένως αρκετά
σύνθετο όσο και συνηθισμένο μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Τα όσα ακούγονται περί
διεθνούς δικαίου, διεθνών συνθηκών και δημοκρατίας είναι απλά οι προσπάθειες
και των δύο πλευρών προκειμένου να επιτύχουν εσωτερική και εξωτερική
νομιμοποίηση ως προς τις ενέργειές τους. Δεν είναι δυνατόν κάποιος να λάβει
σοβαρά υπόψη του τα λεγόμενα των αμερικανών περί δημοκρατίας ή μονομερών
επεμβάσεων όταν μόλις πριν λίγους μήνες στήριξαν τη στρατιωτική δικτατορία στην
Αίγυπτο. Ούτε όμως και οι Ρώσοι νομιμοποιούνται να ομιλούν περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων
όταν στην περίπτωση της Συρίας πρακτικά στηρίζουν έναν δικτάτορα. Υπάρχει μια
σύγκρουση συμφερόντων στην περιοχή η οποία υποδαυλίζεται από το φόβο της Ρωσίας
ως προς τις δυτικές προθέσεις και την καχυποψία της για τα σχέδια τους. Η
ύπαρξη, πρόσφατου σχετικά, αρνητικού παρελθόντος όπως περιέγραψα παραπάνω,
φορτίζει αρνητικά ένα ήδη βεβαρυμμένο κλίμα.
Η κατάσταση δε διαφέρει ιδιαίτερα ως προς τη φύση
της σε σχέση με την πυραυλική κρίση της Κούβας το 1962. Εκεί, οι σοβιετικοί
εισήλθαν βίαια σε ζωτικό αμερικανικό χώρο υποστηρίζοντας τον, κομμουνιστή από
ανάγκη, Κάστρο και εγκαθιστώντας επιθετικούς βαλλιστικούς πυραύλους. Οι δύο
δυνάμεις έφθασαν πολύ κοντά στην πυρηνική ανταλλαγή για να κάνει πίσω τελικά ο
Χρουστσόφ αποσύροντας τους πυραύλους. Λογικά, ήδη υπάρχουν παρασκηνιακές
συνεννοήσεις μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας ως προς αυτό το σκοπό. Η Ρωσία
θα σταματήσει να υποδαυλίζει περεταίρω αποσχιστικές τάσεις στην ανατολική
Ουκρανία με αντάλλαγμα τη σιωπηρή υπόσχεση των δυτικών να μην εντάξουν την Ουκρανία
σε κάποιο συλλογικό σύστημα ασφάλειας (ΝΑΤΟ) ή οικονομίας (ΕΕ). Η Κριμαία ίσως
να αποσχιστεί κατά τα πρότυπα της Απχαζίας και να αποτελέσει μια ανεξάρτητη
δημοκρατία που μόνο η Ρωσία αναγνωρίζει την υπόσταση της. Η Δύση δε φάνηκε να
διδάχθηκε από τα γεγονότα στη Γεωργία το 2008 και επιχείρησε το ίδιο τέχνασμα
στην Ουκρανία, εν μέσω μάλιστα Ολυμπιακών Αγώνων στη Ρωσία, γεγονός το οποίο
έριξε περεταίρω λάδι στη φωτιά. Σε αντίθεση με τη Γεωργία όμως, εδώ το τίμημα
είναι σημαντικά υψηλότερο, για αυτό και η φαινομενικά τόσο επιθετική στάση της
Ρωσίας. Σε σχέση με την τωρινή κρίση ευελπιστώ ότι ψυχραιμότερες απόψεις
εκατέρωθεν θα επικρατήσουν και θα βρεθεί μια λύση μακριά από τα φώτα της
δημοσιότητας περίπου όπως περιγράφηκε παραπάνω. Το κλειδί στην επίλυση
βρίσκεται ακριβώς εκεί: στη συχνή ανταλλαγή πληροφοριών και απόψεων προκειμένου
να παρθούν οι βέλτιστες αποφάσεις. Εκτιμώ ότι οδεύοντας προς ένα πολυπολικό
παγκόσμιο σύστημα τέτοιες κρίσεις θα είναι ολοένα και συχνότερες μεταξύ των
μεγάλων δυνάμεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου