10 Απρ 2025

Οι Δασμοί ως Εργαλείο Άσκησης Οικονομικής Πολιτικής: Το Πρόσφατο Παράδειγμα των ΗΠΑ

 

Δεν έχουν περάσει πολλές ημέρες από τις ανακοινώσεις του προέδρου των ΗΠΑ περί επιβολής δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα και πραγματικά όλος ο πλανήτης προσπαθεί να καταλάβει τι είναι αυτοί οι περιβόητοι δασμοί και τι αντίκτυπο αναμένεται να έχουν. Με απλά λόγια, ο δασμός είναι ένα τέλος που επιβάλλει ένα κράτος επί εισαγόμενων αγαθών με στόχο την άνοδο της τελικής τιμής του. Η άνοδος αυτή τελικά το καθιστά μη ανταγωνιστικό σε σχέση με αντίστοιχα εγχώρια προϊόντα αποτρέποντας εν τέλει τους καταναλωτές από την αγορά του. Ο δασμός επομένως είναι ένα εργαλείο για την προστασία κάποιας εγχώριας βιομηχανίας ή ενός τομέα από εξωτερικό ανταγωνισμό ενώ γενικότερα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί από ένα κράτος για την συγκράτηση ή σύγκλιση ενός αρνητικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Ο δασμός είναι ένας φόρος ο οποίος πληρώνεται από τον εισαγωγέα του αγαθού ο οποίος με την σειρά του τον μετακυλίει στους καταναλωτές. Αν το αγαθό αυτό δεν μπορεί να αντικατασταθεί επαρκώς από αγαθά εγχώριας παραγωγής τότε το μέτρο του δασμού οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε πληθωριστικές πιέσεις. Οδηγεί δηλαδή σε έμμεση φορολόγηση των καταναλωτών αφού το αυξημένο κόστος του εισαγόμενου αγαθού έχει εν τέλει καταβληθεί στο κράτος μέσω του δασμού. Ο δασμός, ως εργαλείο άσκησης οικονομικής πολιτικής είναι εξαιρετικά χρήσιμος όταν ασκείται στοχευμένα για την προστασία κάποιας κρίσιμης εγχώριας βιομηχανίας από εξωτερικό ανταγωνισμό αλλά μπορεί να καταστεί καταστροφικός και να οδηγήσει σε ύφεση όταν επιβάλλεται άκριτα και γενικευμένα.

 

Είναι κατανοητό ότι η επιτυχία ενός δασμού συνίσταται στο ότι οι καταναλωτές αποφεύγουν το ακριβότερο εισαγόμενο αγαθό και προτιμούν το εγχώριο, οδηγώντας σε αύξηση την εγχώρια παραγωγή το οποίο οδηγεί σε επενδύσεις, νέες θέσεις εργασίας και επομένως οικονομική ανάπτυξη. Τα χρήματα της χώρας αντί να φεύγουν στο εξωτερικό, παραμένουν στην εγχώρια οικονομία τροφοδοτώντας την ανάπτυξη της. Για να συμβεί όμως αυτό πρέπει το αγαθό στο οποίο επιβάλλεται ο δασμός να μπορεί εύκολα να αντικατασταθεί και βεβαίως, να υφίσταται η εγχώρια παραγωγική ικανότητα για να το αντικαταστήσει. Στο σημείο αυτό λοιπόν είναι χρήσιμο να εισάγουμε τον όρο της ελαστικότητας ενός αγαθού. Η ελαστικότητα ενός αγαθού εξαρτάται από τρεις κύριους παράγοντες οι οποίοι είναι: α) η τιμή του αγαθού, β) το επίπεδο εισοδήματος των καταναλωτών και γ) η δυνατότητα αντικατάστασης του από εφάμιλλα αγαθά. Ένα αγαθό είναι ανελαστικό αν, ανεξάρτητα από την πορεία της τιμής του ή το ύψος του εισοδήματος των καταναλωτών, αυτοί εξακολουθούν να το ζητούν με την ίδια ή με αναλογικά πολύ μικρή πτώση της ζήτησης. Τα πράγματα δε, γίνονται πολύ χειρότερα αν δεν υφίσταται κανένα παραπλήσιο αγαθό για να το αντικαταστήσει. Σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για ένα πλήρως ανελαστικό αγαθό. Παραδείγματα ανελαστικών αγαθών αποτελούν τα φάρμακα, τα καύσιμα ή η ενέργεια γενικότερα και διατροφικά είδη πρώτης ανάγκης. Ακόμα και σε συνθήκες πλήρους διάλυσης της αγοράς, νομισματικής κατάρρευσης και άλλων ακραίων οικονομικών συνθηκών, ο κόσμος πρέπει να φάει, να ζεσταθεί και να φροντίσει την υγεία του.

 

Η διαδικασία λήψης αποφάσεων ως προς την επιβολή ή μη ενός δασμού γίνεται ακόμα δυσκολότερη αν βάλει κανείς στην εξίσωση και ζητήματα παραγωγής του αγαθού ή ενδεχόμενης προστιθέμενης αξίας του στον εγχώριο κύκλο της οικονομίας. Αν για παράδειγμα ένα αγαθό είναι εντάσεως εργασίας, απαιτεί δηλαδή φθηνά χέρια για να παραχθεί και τα ημερομίσθια στην εγχώρια αγορά είναι υψηλότερα, τότε η επιβολή δασμών στο εισαγόμενο αγαθό θα οδηγήσει σε πληθωριστικές πιέσεις. Όσο και να αυξηθεί η εγχώρια παραγωγή τα αγαθά της θα είναι πιο ακριβά διότι τα ημερομίσθια της είναι πολύ πιο αυξημένα σε σχέση με αυτά της χώρας εισαγωγής. Κλασσικό παράδειγμα εδώ, τα ρούχα και τα παπούτσια της καθημερινότητας τα οποία στο σύνολο τους παράγονται από χώρες της Ασίας. Είναι αγαθά εντάσεως εργασίας, δηλαδή οι προσιτές τιμές τους στους καταναλωτές ώριμων οικονομιών στηρίζονται στα φθηνά εργατικά χέρια των χωρών όπου παράγονται. Η επιβολή ενός δασμού σε τέτοια προϊόντα δεν θα έχει κάποιο οικονομικό όφελος ούτε για την εθνική οικονομία ούτε για τους καταναλωτές. Ως προς την προστιθέμενη αξία ενός εισαγόμενου αγαθού, εδώ μπορούμε να δούμε το παράδειγμα του αυτοκινήτου στην ελληνική αγορά. Η Ελλάδα, δεν παράγει οχήματα οπότε δεν έχει εγχώρια βιομηχανία να προστατεύσει με την επιβολή ενός πολύ ψηλού δασμού εισαγωγής. Δεν έχει ανεπτυγμένα μέσα μαζικής μεταφοράς για να προσφέρει κάποιο εγχώριο μέσο μετακίνησης έναντι του εισαγόμενου αγαθού. Επιπλέον, τα εισαγόμενα οχήματα απασχολούν έναν σημαντικό κλάδο της οικονομίας (αντιπροσωπείες, συνεργεία αυτοκινήτων, πρατήρια καυσίμων, κάλυψη αναγκών μετακίνησης, κλπ.). Η μη επιβολή δασμών καθιστά πολύ ελκυστική την αγορά αυτοκινήτων από τους καταναλωτές αλλά η δυνητική επιβάρυνση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ίσως να υπερβαίνει τα όποια οφέλη από την προστιθέμενη αξία του αγαθού.

 

Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους ένα κράτος μπορεί να θέλει να επιβάλει δασμούς επί εισαγόμενων αγαθών. Ένας λόγος μπορεί να είναι η προστασία κάποιας στρατηγικού χαρακτήρα εγχώριας βιομηχανίας όπως για παράδειγμα η παραγωγή επεξεργαστών και μικρό-επεξεργαστών. Εδώ, η όποια απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη της μόνο οικονομικά κριτήρια, αλλά υπεισέρχονται και ζητήματα στρατηγικής στόχευσης του κράτους. Ένας άλλος λόγος μπορεί να είναι η προστασία του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Λαμβάνοντας υπόψη το παράδειγμα των ΗΠΑ, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι εδώ και δεκαετίες  συντηρούν ένα πολύ μεγάλο έλλειμα στις τρέχουσες συναλλαγές το οποίο καλύπτουν συνεχώς με την εκτύπωση χαρτονομισμάτων και χρεογράφων του Αμερικανικού Δημοσίου. Η εκτύπωση αυτών των δολαρίων και χρεογράφων δεν δημιουργεί εκφυλιστικές πληθωριστικές πιέσεις διότι η παγκόσμια ζήτηση για δολάρια και αμερικανικά χρεόγραφα καλύπτει την προσφορά τους. Η συντήρηση και διαιώνιση όμως αυτού του εμπορικού ελλείμματος έχει πράγματι, οδηγήσει στην αποβιομηχάνιση της παραγωγικής διαδικασίας τους. Η άκριτη όμως επιβολή οριζόντιων δασμών δεν αποτελεί λύση για το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ. Αντίθετα, η ιστορία μας έχει δείξει ότι οι εμπορικοί πόλεμοι και ο προστατευτισμός οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια είτε στην εμφάνιση ύφεσης είτε στην εμβάθυνση αυτής. Το μεγαλύτερο τους πρόβλημα αυτή τη στιγμή συνίσταται στο γεγονός ότι υπάρχει έλλειμμα παραγωγικότητας σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας τους, γεγονός που καθιστά τα παραγόμενα αγαθά τεχνολογικά και ποιοτικά υποδεέστερα από τα εισαγόμενα. Όπως ανέφερα και ποιο πριν, κανένας δασμός δεν πρόκειται να φέρει νέα εργοστάσια και θέσεις εργασίας στον τομέα του ενδύματος διότι κανένας εργάτης των ΗΠΑ δεν είναι διατεθειμένος να δουλέψει με τόσο χαμηλά ημερομίσθια ή τόσο κακές συνθήκες εργασίας όσο ο Ασιάτης ομόλογος του. Κανένας δασμός δεν πρόκειται να ανατρέψει την εικόνα στην αυτοκινητοβιομηχανία όπου, όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά παγκοσμίως, οι καταναλωτές αν θέλουν ποιοτικά και τεχνολογικά υπέρτερα οχήματα με κινητήρες εσωτερικής καύσης, αγοράζουν Γερμανικά ή Ιαπωνικά οχήματα και ας είναι κατά πολύ ακριβότερα από άλλες επιλογές. Αντίθετα επί ηλεκτρικά κινούμενων οχημάτων, η αμερικανική εταιρεία TESLA επικράτησε διότι υπήρξε πρωτοπόρος και τεχνολογικά υπέρτερη ακόμα και σε σχέση με ιστορικές αυτοκινητοβιομηχανίες – κολοσσούς.      

 

Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι, στις μέρες μας, η σύνθετη και περίπλοκη αλληλεξάρτηση μεταξύ των κρατών καθώς και η περιπλοκότητα ως προς την παραγωγή των σύγχρονων καταναλωτικών αγαθών, καθιστά αδύνατη την πλήρη αυτάρκεια και τον απομονωτισμό ενός κράτους. Η χρυσή εποχή ανάπτυξης των ΗΠΑ κατά τον 19ο αιώνα όπου η μεγέθυνση της οικονομίας ακολουθούσε τόσο φρενήρεις ρυθμούς που τα έσοδα από τους δασμούς κάλυπταν τις δαπάνες του κράτους έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί για δύο λόγους. Αφενός, όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα, η παραγωγική διαδικασία είναι τεχνολογικά απείρως πιο σύνθετη απαιτώντας για την παραγωγή οποιουδήποτε αγαθού πολλαπλάσιους συντελεστές σε σχέση με το παρελθόν. Οι συντελεστές αυτοί είναι απίθανο να βρίσκονται όλοι εντός της γεωγραφικής επικράτειας ενός μόνο κράτους, ενώ η ειδίκευση ορισμένων κρατών σε ορισμένους τομείς παραγωγής (π.χ. η εξειδίκευση της Ταιβάν στην παραγωγή μικροεπεξεργαστών) τους δίδει συντριπτικό συγκριτικό πλεονέκτημα καθιστώντας οικονομικά επιζήμια την αναζήτηση οποιασδήποτε άλλης λύσης. Ο άλλος λόγος είναι ότι οι σύγχρονες οικονομίες στηρίζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην καταναλωτική δαπάνη. Ζούμε στην εποχή της πληροφορίας, της εικόνας, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της άμεσης ικανοποίησης αναγκών μέσα από το πάτημα ενός ψηφιακού κουμπιού. Αυτό σημαίνει ότι η κατανάλωση στηρίζει τουλάχιστον τα τρία τέταρτα μιας ανεπτυγμένης οικονομίας. Τυχόν διατάραξη της ομαλής καταναλωτικής συμπεριφοράς θα έχει τεράστιο οικονομικό αντίκτυπο σε σχέση με τα όποια οφέλη, αν αυτά όντως υπάρχουν, μιας οριζόντιας, προστατευτικής δασμολογικής πολιτικής.

 

Κλείνοντας θα ήθελα να αναφέρω ότι για τη δημιουργία ενός εμπορικού ελλείμματος όπως του αμερικανικού χρειάζονται δύο παίκτες για να λειτουργήσει. Η Κίνα μετατράπηκε σε ένα «παγκόσμιο εργοστάσιο» το οποίο παράγει φθηνά και ποιοτικά καταναλωτικά αγαθά σε λογικές τιμές. Αυτό μπορεί να το κάνει διότι οι εργαζόμενοι της δουλεύουν με ωράρια, απολαβές και συνθήκες οι οποίες είναι κατά πολύ υποδεέστερες αυτών που ισχύουν σε δυτικές οικονομίες[1]. Η πώληση πάσης φύσεως καταναλωτικών αγαθών προς την Δύση προσφέρει ένα διόλου ευκαταφρόνητο εμπορικό πλεόνασμα στην Κίνα το οποίο της προσφέρει οικονομική ευρωστία και άρα ισχύ. Το εμπορικό αυτό πλεόνασμα η Κίνα, έως σήμερα, το είχε επενδύσει σε μεγάλο βαθμό σε χρεόγραφα του αμερικανικού δημοσίου, επένδυση η οποία αποτελούσε ασφαλές καταφύγιο με σίγουρες αποδόσεις. Η κίνηση αυτή δημιουργούσε ζήτηση για αμερικανικά χρεόγραφα προσφέροντας εξυπηρέτηση δημοσίου χρέους για τις ΗΠΑ με πολύ ανταγωνιστικά και χαμηλά επιτόκια. Επιπλέον, η μετατροπή των ΗΠΑ σε παγκόσμιο αγοραστή αγαθών επέτρεψε στο δολάριο να καταστεί αφενός αποθετικό νόμισμα των κεντρικών τραπεζών και αφετέρου, νόμισμα διεκπεραίωσης της πλειοψηφίας των εμπορικών συναλλαγών παγκοσμίως. Το διαχρονικό οικονομικό όφελος της αμερικής από τις ανωτέρω συνθήκες βοήθησε σημαντικά στην εδραίωση της ηγεμονίας τους και αποτελεί σημαντικό συντελεστή ισχύος για αυτές. Η παρενέργεια της μετατροπής των ΗΠΑ σε παγκόσμιο καταναλωτή είχε βεβαίως και επιπτώσεις όπως την απώλεια παραγωγικότητας και την έξοδο της βιομηχανικής της παραγωγής προς άλλες χώρες. Το όφελος όμως το οποίο αποκόμισαν ως θεμελιωτής και ρυθμιστής της παγκοσμιοποίησης και του παγκοσμιοποιημένου εμπορείου ειδικότερα ήταν και είναι πολλαπλάσιο των όποιων αρνητικών συνεπειών. Η άκριτη υιοθέτηση οριζόντιων εμπορικών δασμών, κατ’ ελάχιστον αυξάνει την αβεβαιότητα στην οικονομία ενώ στην χειρότερη περίπτωση μπορεί να οδηγήσει σε ύφεση και στασιμότητα όπως ακριβώς συνέβη με τον προστατευτισμό της δεκαετίας του 30. Ακόμα και αν ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει επιλέξει την εν λόγω πολιτική ως διαπραγματευτικό χαρτί έναντι της Κίνας και άλλων χωρών, ο τρόπος με τον οποίο μεταχειρίζεται το συγκεκριμένο εργαλείο πολιτικής, μακροπρόθεσμα, οδηγεί σε απώλεια εμπιστοσύνης των συμμάχων της προς αυτές. Ο φόβος είναι πάντοτε ικανό κίνητρο συμμόρφωσης πλην όμως ουδέποτε είναι το πιο αποτελεσματικό. Ορισμένες χώρες ενδεχομένως να πειθαρχήσουν τώρα με τα όποια ανταλλάγματα ζητούνται, αναζητώντας όμως λύσεις για να απαγκιστρωθούν από την αμερικανική εξάρτηση. Θυμίζω και πάλι ότι μεγάλο μέρος της αμερικανικής ισχύος συνίσταται στο ότι είναι «ο παγκόσμιος αγοραστής» αγαθών. Αν πάψει να καλύπτει αυτόν τον ρόλο, θα βρεθούν άλλοι παίκτες να καλύψουν το κενό.

 



[1] Ως προς την σύγκριση συνθηκών εργασίας, εργασιακής κουλτούρας και απολαβών εργασίας μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, αποκαλυπτικό είναι το ντοκιμαντέρ American Factory


31 Μαρ 2025

Είναι η Ουκρανία η νέα Τσεχοσλοβακία του 1938;

 

Αμέσως μετά την στρατικοποίηση της Ρηνανίας το 1936, το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας θέτει σε εφαρμογή το επόμενο σχέδιο του που δεν είναι άλλο από την υλοποίηση του οράματος της «Μεγάλης Γερμανίας». Το σχέδιο αυτό δεν είναι καινοφανές και υφίσταται ήδη από την εποχή των εθνικών επαναστάσεων στα μέσα του 19ου αιώνα. Ο Αδόλφος Χίτλερ δίνει μια νέα «πνοή» στο σχέδιο αυτό απαιτώντας οι απανταχού γερμανόφωνοι ανά την Ευρώπη να ενσωματωθούν εδαφικά με την «μητέρα» Γερμανία[1]. Ήδη, τον Μάρτιο του 1938, χωρίς να χρειαστεί ούτε μια σφαίρα, η Γερμανία επιτυγχάνει την προσάρτηση της Αυστρίας. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους, με αφορμή τους γερμανόφωνους πληθυσμούς του Sudetenland[2], η Γερμανία εξαπολύει κλεφτοπόλεμο και εκτεταμένες προπαγανδιστικές επιχειρήσεις κατά της Τσεχοσλοβακίας απειλώντας ανοιχτά με πλήρη πολεμική σύγκρουση σε περίπτωση όπου δεν γίνουν δεκτά τα αιτήματα της. Αυτά δεν είναι άλλα από την προσάρτηση στην Γερμανία της περιοχής Sudetenland. Η Τσεχοσλοβακία, αποτελεί στρατιωτικό σύμμαχο της Γαλλίας[3], αλλά οι Δυτικές Δημοκρατίες (Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία), υπό τις τότε ηγεσίες τους, δεν είναι πρόθυμες να πάνε σε γενικευμένο πόλεμο με την Γερμανία προκειμένου να διασφαλίσουν την εδαφική ακεραιότητα της Τσεχοσλοβακίας. Ο εφιάλτης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι ακόμα νωπός στις μνήμες των πολιτών και οι τότε ηγεσίες των χωρών αυτών (Neville Chamberlain και Edouard Daladier) θέλουν με κάθε τρόπο να αποφύγουν μια νέα «χαμένη γενιά». Στις 29 με 30 Σεπτεμβρίου του 1938, υπογράφεται η περιβόητη συμφωνία του Μονάχου όπου Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία συμφωνούν στην παραχώρηση του Sudetenland στην Γερμανία με αντάλλαγμα την διασφάλιση της ευρωπαϊκής ειρήνης[4]. Η συνέχεια, λίγο ως πολύ γνωστή, αφού έως την άνοιξη του 1939 είχε ολοκληρωθεί ο τεμαχισμός και η κατοχή ολόκληρης της τότε Τσεχοσλοβακίας από την Γερμανία.

 

Η συμφωνία του Μονάχου έχει μείνει γνωστή στην ιστορία ως το κλασσικό παράδειγμα όπου η προσπάθεια κατευνασμού του επιτιθέμενου οδηγεί απλώς στην αύξηση της επιθετικότητας του αφού διαισθάνεται την αδυναμία της άλλης πλευράς. Ερχόμενοι λοιπόν στο σήμερα θα εξετάσουμε αν η Ουκρανία είναι η νέα Τσεχοσλοβακία του 1938. Υπάρχουν ομοιότητες αλλά και διαφορές τις οποίες θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε. Κατ’ αρχήν, τόσο η μεσοπολεμική Τσεχοσλοβακία όσο και η μετασοβιετική Ουκρανία ήταν και είναι τεχνητά κράτη – μορφώματα. Η μεν Τσεχοσλοβακία αποτελούσε μια τεχνητή συνένωση πρώην επαρχιών της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας η οποία εντός των εδαφών της εμπεριείχε Τσέχους, Σλοβάκους, Πολωνούς και Γερμανούς. Εμπεριείχε δηλαδή πληθυσμούς οι οποίοι δεν επιθυμούσαν να συγκατοικήσουν μαζί. Η δε Ουκρανία, αποτελεί επίσης μια συνένωση πρώην εδαφών της Αυστροουγγαρίας (επαρχία της Γαλικίας), του παλαιού βασιλείου της Πολωνίας[5] καθώς και εδαφών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Ο πληθυσμός της αποτελεί ένα μείγμα από Πολωνούς, Ρουθένους, Ουκρανούς, Τατάρους και Ρώσους. Η χώρα είναι χωρισμένη σε έναν άξονα ανατολής – δύσης, όπου στην ανατολή επικρατούν οι ρωσόφωνοι και οι ορθόδοξοι ενώ δυτικά επικρατούν οι ουκρανοί και οι καθολικοί. Το δυτικό κομμάτι της χώρας θεωρεί εαυτόν ότι ανήκει στην κεντρική Ευρώπη ενώ το Ανατολικό κομμάτι βρίσκεται πιο κοντά στη Ρωσία[6]. Και για τις δύο χώρες, οι δυτικές δημοκρατίες υποσχέθηκαν άμεσα ή έμμεσα εγγυήσεις ασφαλείας αλλά στο δια ταύτα, καμιά χώρα δεν θέλησε να εναντιωθεί δυναμικά στον εισβολέα. Μέσα από αυτόν τον παραλληλισμό, Ουκρανίας του σήμερα και Τσεχοσλοβακίας του 1938, θα εξετάσουμε τα ζητήματα ασφαλείας του σήμερα τόσο σε Ευρωπαϊκό όσο και στο επίπεδο της χώρας.

 

Είναι σαφές ότι οι Ευρωπαϊκές χώρες πιάστηκαν, κατά κοινή ομολογία, στον «ύπνο» από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία παρότι οι προειδοποιητικές βολές είχαν ήδη ριφθεί κατά την αναίμακτη, de facto προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Και πιάστηκαν απροετοίμαστες για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, διότι για δεκαετίες βάσισαν την πολιτική ασφαλείας τους στον αμερικανικό παράγοντα. Αυτό που ο πρόεδρος Trump άκομψα αναφέρει ως «ήρθε οι ώρα οι Ευρωπαίοι να πληρώσουν για την ασφάλεια τους» είναι, εν τέλει, μια αλήθεια. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες, θεωρώντας την λήξη του Ψυχρού Πολέμου ως «το τέλος της ιστορίας» περιόρισαν δραστικά τις αμυντικές δαπάνες τους και περιέκοψαν τα μεγέθη των στρατιωτικών τους δυνάμεων. Επέλεξαν δηλαδή, να βασιστούν στην σκληρή ισχύ των ΗΠΑ για την εγγύηση της δικής τους επιβίωσης. Το δεύτερο σφάλμα των ευρωπαίων ήταν ότι πίστεψαν υπερβολικά στην ισχύ της «παγκοσμιοποίησης» και στον «θάνατο» του παραδοσιακού έθνους – κράτους[7]. Η τεχνολογία έχει εκμηδενίσει τις παγκόσμιες αποστάσεις και έχει καταστήσει αναγκαία την αλληλεξάρτηση μεταξύ των κρατών. Οι διεθνείς εμπορικές σχέσεις με την Ρωσία, πίστευαν οι ευρωπαίοι ηγέτες, πέραν των προφανών οικονομικών κερδών και για τα δύο μέρη[8], θα αποτελούσε παράγοντα χαλιναγώγησης του παραδοσιακού ρωσικού επεκτατισμού.

 

Πράγματι, η οργάνωση της παραγωγικής οικονομίας σε παγκόσμιο επίπεδο μεταφράζεται σε μια κατάσταση σύνθετης αλληλεξάρτησης μεταξύ των κρατών που όμοια της δεν έχει υπάρξει ποτέ στο παρελθόν στην ανθρώπινη ιστορία. Πλην όμως, η πρόσφατη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έδειξε ότι, όταν το κράτος θέλει, κόβει τις σχέσεις αλληλεξάρτησης με οποιοδήποτε κόστος. Οι εμπορικές σχέσεις ιστορικά έχουν χρησιμοποιηθεί από τα κράτη ως μοχλός ισχύος. Όταν όμως σε μια εμπορική σχέση μεταξύ κρατών η σκληρή ισχύς της μιας πλευράς βρίσκεται σε αποδρομή, τότε η άλλη πλευρά δεν θα διστάσει να εκμεταλλευτεί αυτήν την αδυναμία όσο προσοδοφόρα και αν είναι η εμπορική σχέση για τις δύο πλευρές. Οι χώρες της Ευρώπης, σύρθηκαν ήδη από την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα σε μια επέκταση των οικονομικών και στρατιωτικών μηχανισμών τους (ΕΕ και ΝΑΤΟ) κινούμενες σε ζωτικούς χώρους της Ρωσίας. Τότε, το ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τα τεκταινόμενα στην Ευρωπαϊκή ήπειρο ήταν ζωηρό και τροφοδοτούσε την συνεχή εξάπλωση προς Ανατολάς. Η άνοδος όμως της Κίνας ως ανταγωνιστή των Η.Π.Α. στο ρόλο του περιφερειακού ηγεμόνα μετατόπισε το ενδιαφέρον τους από την Ευρώπη στην Ασία. Οι ΗΠΑ δεν διαθέτουν την δυνατότητα να συντηρούν ανοιχτά μέτωπα σε πολλές γεωγραφικές περιοχές και για αυτόν το λόγο επικεντρώνουν πλέον την προσοχή τους στην Ασία και τον Ειρηνικό Ωκεανό, αφήνοντας κενό εξουσίας κυρίως στην Ευρώπη και την Μέση Ανατολή. Οι Ευρωπαϊκές χώρες, εμπλεκόμενες στην «πορτοκαλί» επανάσταση της Ουκρανίας ήδη από το 2013, εισήλθαν σε έναν χώρο τον οποίο η Ρωσία θεωρεί ζωτικό για την ύπαρξη της. Εισήλθαν όμως σε αυτό τον χώρο βασιζόμενες στην σκληρή ισχύ των ΗΠΑ δίχως να έχουν οι ίδιες τα απαιτούμενα μέσα σκληρής ισχύος για να παρέχουν εγγυήσεις ασφαλείας στις χώρες όπου επενέβησαν. Η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 θα έπρεπε να είχε αποτελέσει ένα ηχηρό μήνυμα αφύπνισης για τις χώρες τις Ευρώπης αλλά κάτι τέτοιο δεν συνέβη.

 

Σήμερα, η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα εξαιρετικά δύσκολο σημείο. Η επικράτηση του απομονωτιστή Trump απλώς επιβεβαίωσε, αφενός την μετατόπιση του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ προς την Ασία και αφετέρου την διάθεση απεμπλοκής τους από το ρόλο του παγκόσμιου χωροφύλακα με το αζημίωτο. Η Ευρώπη θα πρέπει να αναλάβει, όχι μόνο το κόστος της δικής της ασφάλεια αλλά θα πρέπει να αναπτύξει και την, σε καχεκτικό επίπεδο σήμερα, ικανότητα της να προβάλει σκληρή ισχύ προς τα έξω. Αν ανοιχτά επιδιώξει τον κατευνασμό της ρωσικής επιθετικότητας από ανίσχυρη θέση, τότε απλά ανοίγει την όρεξη του επιτιθέμενου για νέες επεκτάσεις. Όπως ανέφερα και νωρίτερα, η γερμανική προπολεμική επιθετικότητα ξεκίνησε με την επαναστρατικοποίησης της Ρηνανίας το 1936, ακολούθησε η προσάρτηση της Αυστρίας το 1938, η προσάρτηση του Sudetenland το 1938, η διάλυση και ο τεμαχισμός της Τσεχοσλοβακίας το 1939, η προσάρτηση του θύλακα του Memel το 1939, για να ακολουθήσει η εισβολή στην Πολωνία και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Πριν την κήρυξη του, οι τότε δυτικές δημοκρατίες προσπαθούσαν μάταια και από ανίσχυρη θέση να κατευνάσουν τις γερμανικές επιδιώξεις. Από την άλλη πλευρά, η Ευρώπη από μόνη της δεν διαθέτει ούτε τα μέσα ούτε την θέληση για να αποτρέψει μια ουκρανική κατάρρευση. Δεν υπάρχει καλό σενάριο εξόδου από την ουκρανική κρίση για την Ευρώπη. Αν αποδεχτεί τα ρωσικά εδαφικά κεκτημένα κινδυνεύει να εισέλθει σε ένα σπιράλ κατευνασμού του επιτιθέμενου από δυσχερή θέση. Αν επιμείνει να στηρίξει την Ουκρανία, τότε το καλύτερο δυνατό σενάριο είναι μια πολεμική τελμάτωση στα μέτωπα και η δημιουργία ενός τεράστιου αποτυχημένου κράτους (failed state) στα ανατολικά σύνορα της. Το χειρότερο σενάριο είναι η ολοκληρωτική κατάρρευση της Ουκρανίας, η μετατροπή της σε ένα κράτος – δορυφόρο της Ρωσίας στο πρότυπο της Λευκορωσίας, η παγίωση των ψυχροπολεμικών σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και Ευρώπης και η διαρκής ανησυχία ενός μελλοντικού χτυπήματος (π.χ. σε χώρες της Βαλτικής). Εν τω μεταξύ η Ευρώπη έχει απωλέσει την φθηνή ρωσική ενέργεια και τις πρώτες ύλες, έχει απωλέσει μια μεγάλη αγορά για τα προϊόντα της και τις επενδύσεις της, ενώ έχει μετατρέψει τη Ρωσία σε ανοιχτά εχθρικό κράτος, ελεύθερο να προβεί σε διασπαστικές κινήσεις εντός της (βλέπε Ουγγαρία και Σλοβακία). Η υπερεθνική δομή της (Ευρωπαϊκή Ένωση) η οποία είναι παραλυτικά αργή στη λήψη αποφάσεων, την καθιστά ευάλωτη σε εξωτερικές παρεμβάσεις (τόσο η Ρωσία όσο εσχάτως και οι ΗΠΑ παρενέβησαν άμεσα ή έμμεσα σε κρίσιμες εκλογικές διαδικασίες) και έκθετη σε εξωτερικές πιέσεις τύπου «διαίρει και βασίλευε».

 

Σε ότι αφορά την Ελλάδα η διεθνής συγκυρία, παρά το γεγονός ότι παρουσιάζει ευκαιρίες, κάθε άλλο παρά ανέφελη είναι. Είναι θετικό το γεγονός ότι η Ευρώπη, έστω και αργά, αποδέχθηκε την ανάγκη πραγματοποίησης ικανού ύψους στρατιωτικών δαπανών, πράγμα το είναι θετικό για τη χώρα μας για δύο λόγους. Αφενός προσφέρει κατανόηση ως προς τα δημόσια οικονομικά της χώρας μας σε ότι έχει να κάνει με τις αμυντικές δαπάνες και αφετέρου, προσφέρει ευκαιρίες για μελλοντικές αγορές ευρωπαϊκού αμυντικού υλικού μέσα από κοινές δράσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπάρχουν όμως και πολύ μεγάλοι κίνδυνοι στον ορίζοντα. Η τυχόν υπογραφή μιας συμφωνίας τύπου Μονάχου ως προς την Ουκρανία είναι εξαιρετικά επικίνδυνη για τη χώρα μας γιατί νομιμοποιεί και καθιστά ελκυστική επί της ουσίας την πρακτική της εισβολής και κατοχής εδάφους ξένης χώρας. Πέραν αυτού, αν η Ευρωπαϊκή Ένωση δεχθεί κάποιο ανεπανόρθωτο πλήγμα στο μέλλον[9], τυχόν εξασθένιση ή χειρότερα διάλυση της, θα αποτελούσε καταστροφή για τη χώρα μας. Δυστυχώς, μέσα από την συνεχή αδιαφορία που διαχρονικά έχουν επιδείξει οι κυβερνήσεις της χώρας μας ως προς τους συντελεστές ισχύος της, η διαρκής πτώση της παραγωγικότητας, ο διαρκώς φθίνων και γηράσκων πληθυσμός της και η ολική εξάρτηση της οικονομίας μας από την κατανάλωση και τις υπηρεσίες (π.χ. τουρισμός), έχουν καταστήσει την Ελλάδα εξαρτημένη, τρόπον τινά, από τις εισροές κονδυλίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πρόσφατη ενεργειακή και εν συνεχεία πληθωριστική κρίση εξ αιτίας της σύρραξης στην Ουκρανία, ανέδειξε με ξεκάθαρο τρόπο το πόσο επικίνδυνες είναι για ένα κράτος οι μονόπλευρες εξαρτήσεις. Η μοναδική διέξοδος της Ελλάδος μέσα σε ένα ρευστό και διαρκώς μεταβαλλόμενο πολύ-πολικό περιβάλλον συνίσταται στην υιοθέτηση πολιτικών πολλαπλασιασμού της ισχύος της (τεχνολογία) και την εκάστοτε σύμπλευση της με πόλους ισχύος τα συμφέροντα των οποίων συμπλέουν με αυτά της χώρας μας. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα για να επιβιώσει στην επικίνδυνη γειτονία στην οποία ζει θα πρέπει να αντιγράψει όλα όσα έχει κάνει και κάνει το Ισραήλ διαχρονικά για να επιβιώνει (small state survival). Στις διεθνείς σχέσεις δεν υφίσταται η έννοια του καλού ή του κακού ούτε υπάρχει η έννοια της διαπροσωπικής ηθικής. Υπάρχουν συμφέροντα και το υπέρτατο συμφέρον του κάθε κράτους είναι η επιβίωση του.              

 

 



[1] Ιδεολογικά αυτό εκφραζόταν από τις θεωρίες Heim ins Reich” (όλοι οι Γερμανοί στην μητέρα Γερμανία) και Lebensraum(ζωτικός χώρος για τους Γερμανούς και την Γερμανία)

[2] Συνοριακή μεσοπολεμική (1919 – 1939) επαρχία της τότε Τσεχοσλοβακίας με την τότε Γερμανία. Απαρτίζονταν από περίπου τρία εκατομμύρια Γερμανούς και γερμανόφωνους κατοίκους οι οποίοι κατοικούσαν στην περιοχή από τον Μεσαίωνα. Μετά την λήξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, βρέθηκαν υπό το νεόκοπο κράτος της Τσεχοσλοβακίας ενώ προηγουμένως ανήκαν στην αυτοκρατορία της Αυστροουγγαρίας. 

[3] Η Γαλλία κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου είχε συμμαχία με αρκετές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης σε μια προσπάθεια περικύκλωσης της Γερμανίας και άλλων αναθεωρητικών δυνάμεων. Η συμμαχία αυτή ονομαζόταν Little Ententeως μια προσπάθεια παραλληλισμού με την Entente (Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ρωσική Αυτοκρατορία) του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου

[4] Ο τότε πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Neville Chamberlain είχε αναφωνήσει κραδαίνοντας το υπογεγραμμένο έγγραφο της συμφωνίας: “Peace in our time”.

[5] Τεμαχίστηκε ανάμεσα στην Πρωσία, την Ρωσία και την Αυστρία από το 1772 έως το 1795

[6] Για περισσότερα σχετικά με την Ουκρανία, βλέπε σχετικά κείμενα μου: «Το Ουκρανικό Ζήτημα» (04/03/2014) και “Ukrainian Vortex” (27/02/2022)

[7] Προφητικά ο Holsti Kalevi είχε προβλέψει ήδη από το 1985 πως το κράτος και οι διεθνείς σχέσεις πάντοτε θα υπάρχουν ακριβώς διότι αυτή είναι η φύση του διεθνούς συστήματος. Για περισσότερα δες Holsti, K. J. “The Necrologists of International Relations.” Canadian Journal of Political Science / Revue Canadienne de Science Politique, vol. 18, no. 4, 1985, pp. 675–95. JSTOR, http://www.jstor.org/stable/3228058. Accessed 31 Mar. 2025

[8] Ανεξάντλητη φθηνή και καθαρή ενέργεια μέσω του ρωσικού φυσικού αερίου για την Ευρώπη, πλούσιος και κοντινός αγοραστής των ρωσικών πρώτων υλών η Ευρώπη για την Ρωσία

[9] Στις πρόσφατες γερμανικές εκλογές, παρά την εξόφθαλμη και συχνά μη φιλική στήριξη των ευρο-σκεπτικιστικών ακροδεξιών κομμάτων από παράγοντες εντός ή πέριξ της αμερικανικής κυβέρνησης, απεφέχθει την ύστατη στιγμή κάποια αρνητική εξέλιξη.

5 Μαρ 2025

Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις – Διαχωρισμός των Εξουσιών

 

Διαβάζοντας ορισμένοι αναγνώστες μου το προηγούμενο κείμενο μου με τίτλο Σιδηροδρομικοί Μύθοι και Αλήθειες - Μερικά Δύσκολα Ερωτήματα, μου επεσήμαναν ότι, παρά το γεγονός ότι το κείμενο περιέγραφε επαρκώς την ζοφερή ελληνική πραγματικότητα, εντούτοις δεν εμπεριείχε προτάσεις προς την κατεύθυνση μιας ενάρετης κρατικής μηχανής η οποία λειτουργεί προληπτικά και αποτελεσματικά με λιγότερα επίπεδα διαφθοράς και συνδιαλλαγών. Παρότι ρεαλιστής στη σκέψη και γενικότερα απαισιόδοξος ως προς την ικανότητα της ελληνικής κοινωνίας για προκοπή, δέχθηκα αυτή την πρόκληση, γνωρίζοντας βέβαια εκ των προτέρων ότι τίποτα από αυτά που γράφω εδώ δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί. Όχι γιατί η υλοποίηση τους είναι ουτοπική ή αδύνατη αλλά γιατί η κατεστημένη πολιτική σκέψη από ιδρύσεως νεοελληνικού κράτους έως τις μέρες μας, πολιτών και πολιτευτών, αντιμετωπίζει το κράτος ως κομματικό λάφυρο. Κράτος και κόμμα δηλαδή, ταυτίζονται στη συνείδηση της κοινωνίας και ως εκ τούτου, οι μεν πολιτευτές οφείλουν να το λαφυραγωγήσουν πρωτίστως προς όφελος τους και δευτερευόντως προς όφελος των υποστηρικτών τους ενώ οι δε ψηφοφόροι κοιτούν είτε να ωφεληθούν από αυτό με οποιονδήποτε πιθανό ή απίθανο τρόπο, ή να προφυλαχθούν από τις όποιες συνέπειες εφαρμογής του νόμου. Υπάρχει δηλαδή ένα κοινωνικό συμβόλαιο σε ισχύ: ψηφίζουμε το κόμμα το οποίο θα μας ωφελήσει ατομικά ενώ ταυτόχρονα ανεχόμαστε τις καταχρηστικές συμπεριφορές των πολιτευτών που στηρίζουμε, εις βάρος του συνόλου. Οι νόμοι του κράτους είναι πάντοτε για τους υπόλοιπους οι οποίοι δεν ανήκουν στο κόμμα μας ή/και δεν ψήφισαν/υποστήριξαν τον πολιτευτή ο οποίο τυγχάνει να βρίσκεται στα πράγματα. Οι πολίτες κοιτούν πως θα βάλουν χέρι στο κρατικό σιτηρέσιο, ασχέτως του αν οι όποιες κρατικές απολαβές τις οποίες προσπορίζονται είναι εις βάρος των υπολοίπων. Οι πολίτες υβρίζουν αυτούς που βάζουν χέρι στο κρατικό μέλι, αλλά υπερασπίζονται σθεναρά το δικαίωμα τους στο μέλι αν είναι αυτοί οι οποίοι τσαλαβουτούν μέσα σε αυτό.

 

Υπάρχουν διάφοροι λόγοι οι οποίοι έχουν οδηγήσει τους Έλληνες σε αυτή την συμπεριφορά σε σχέση με το κράτος, στην ταύτιση δηλαδή της κρατικής μηχανής με το κόμμα, όπου το κόμμα είναι ο πραγματικός φορέας ισχύος και το κράτος είναι ο φορέας υλοποίησης των κομματικών επιθυμιών. Ένας από αυτούς έχει να κάνει με τα κατάλοιπα σύνδρομα της Οθωμανικής κατοχής. Οι υπόδουλοι Έλληνες, προκειμένου να αποφεύγουν την ληστρική και αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά των κατακτητών γίνονται ειδικοί στην ατομική επιβίωση. Ανθούν τα χωρία σε απόκρημνα, δυσπρόσιτα και ορεινά μέρη όπου η ατομική ικανότητα υπερτερεί σαφώς της συσσώρευσης πόρων στην παραγωγική διαδικασία. Ανθούν οι συντεχνίες, δηλαδή κλειστές ομάδες οι οποίες δίχως να συνεισφέρουν κάτι στην ομάδα, καρπώνονται τα οφέλη από τη συμμετοχή σε αυτή. Μέσω των αρματολικιών, ανθεί η νοοτροπία της συνδιαλλαγής με την κρατική μηχανή προκειμένου κανείς να επιβιώσει. Και το κυριότερο, όταν όλη η υπόλοιπη Ευρώπη διέρχονταν των τεκτονικών αλλαγών της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, πνευματικών δηλαδή ρευμάτων μετασχηματισμού των κοινωνιών όπου η δύναμη του συνόλου υπερισχύει του ατόμου, ο ελλαδικός χώρος κινούνταν πνευματικά στον χώρο της ανατολίτικης μοιρολατρίας και του μυστικισμού. Κοντολογίς, ο Έλληνας ενίσχυσε μέσα του το πνεύμα του πανούργου Οδυσσέα. Γνωρίζει δηλαδή λίγο από όλα, γίνεται ειδικός στην ατομική επιβίωση, φθονεί το κράτος και το αποφεύγει, αλλά όπου μπορεί και τον συμφέρει συνδιαλέγεται μαζί του για ίδιον όφελος. Δεν συνεργάζεται εύκολα με τους άλλους γιατί ο ίδιος γνωρίζει πάντα καλύτερα και άλλωστε είναι πολύ πιο εύκολο να χαθείς στην ανωνυμία όταν σε κυνηγούν όντας μόνος σου. Έμαθε την δυσπιστία στους νόμους, την αντίσταση σε οποιαδήποτε αρχή αλλά ανέπτυξε και την ευρηματικότητα για να ξεγλιστράει από αυτόν. Όλα τα παραπάνω γνωρίσματα είναι πολύ χρήσιμα σε περιπτώσεις ξένης κατοχής αλλά αποτελούν τροχοπέδη ως προς τον μετασχηματισμό της κοινωνίας σε ώριμη δημοκρατία.

 

Είναι κοινά αποδεκτό ότι η δημοκρατία αποτελεί, αφενός το πιο δύσκολο από τα πολιτεύματα ως προς την ενάρετη λειτουργία του αλλά αφετέρου, εφόσον λειτουργεί με ορθό τρόπο, είναι το πολίτευμα το οποίο με διαφορά, οδηγεί τους πολίτες στην μεγαλύτερη δυνατή οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Η δημοκρατία, για να λειτουργήσει αποτελεσματικά χρειάζεται ενάρετους, πεπαιδευμένους και σκεπτόμενους πολίτες και ταυτόχρονα, ένα σύστημα Διαχωρισμού των Εξουσιών[1]. Μια δημοκρατία, όταν δυσλειτουργεί μπορεί να οδηγήσει σε ένα Ολοκαύτωμα[2]. Μια δημοκρατία όταν λειτουργεί μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του πλούτου, στην δικαιότερη κατανομή του, σε ευκαιρίες κοινωνικής ανέλιξης, ενώ ταυτόχρονα οι πολίτες απολαμβάνουν πλήρη πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα. Το τι σημαίνει ενάρετος, πεπαιδευμένος και σκεπτόμενος πολίτης το αφήνω για ένα άλλο κείμενο διότι είναι ένα θέμα που απαιτεί περαιτέρω ανάπτυξη. Ως προς τον διαχωρισμό των εξουσιών, θα παραθέσω τις παρακάτω προτάσεις. Αν αυτές εφαρμόζονταν κάποια στιγμή στην ελληνική επικράτεια, πιστεύω ότι θα οδηγούσαν αφενός σε αποφυγή των όσων τραγικών σημειώθηκαν μετά από όλα αυτά τα ατυχήματα των τελευταίων χρόνων και αφετέρου σε περιορισμό αυτών λόγω καλύτερης λειτουργίας της κρατικής μηχανής.

 

1.       Ασυμβίβαστο της ιδιότητας του βουλευτή με αυτή του Υπουργού: Ο βουλευτής σε μια δημοκρατία είναι εκπρόσωπος των πολιτών στο νομοθετικό σώμα το οποίο έχει ως κύρια αποστολή του την ψήφιση των νόμων, τον έλεγχο διορισμών της κυβέρνησης και την ψήφιση του κρατικού προϋπολογισμού. Όταν πρόσωπο το οποίο ασκεί νομοθετική εξουσία και αντιπροσωπεύει τους πολίτες προς αυτό το σκοπό ασκεί ταυτόχρονα την εκτελεστική εξουσία υπουργού, τότε η συγκέντρωση αυτών των δύο ιδιοτήτων σε ένα πρόσωπο οδηγεί σε σύγκρουση συμφερόντων. Ο βουλευτής – υπουργός έχει κάθε προσωπικό συμφέρον να καταχρασθεί της εκτελεστικής εξουσίας του προκειμένου να εξασφαλίσει οφέλη αποκλειστικά για την εκλογική του πελατεία, συχνά εις βάρος του συνόλου. Σε ένα σύστημα διαχωρισμού των εξουσιών, τα πρόσωπα που ασκούν νομοθετική εξουσία δεν θα πρέπει να ασκούν ταυτόχρονα ουδεμία εκτελεστική εξουσία. 

2.      Εκλογή βουλευτών με σύστημα μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών: Το σημερινό εκλογικό σύστημα της χώρας, ειδικά στις μεγάλες εκλογικές περιφέρειες Αθηνών και Θεσσαλονίκης (αθροιστικά δηλαδή σε άνω του 60% του πληθυσμού της χώρας) οδηγεί στην αλλοίωση της έννοιας της εκπροσώπησης του ψηφοφόρου από τον βουλευτή. Σε μια εκλογική περιφέρεια με πολλούς εκλεγμένους βουλευτές, ποιος βουλευτής εκπροσωπεί ποιους ψηφοφόρους γεωγραφικά; Αντίθετα, στις μονοεδρικές περιφέρειες, η εκπροσώπηση του ψηφοφόρου – πολίτη από τον βουλευτή του είναι σαφής ανεξαρτήτως του κόμματος εκ του οποίου ο τελευταίος εκλέχθηκε. Στην μονοεδρική περιφέρεια είναι σαφές ποιος εκπροσωπεί τον πολίτη και προς ποιόν ο πολίτης μπορεί να διαμαρτυρηθεί. Στις μεγάλες εκλογικές περιφέρειες η σχέση αυτή θολώνει και τελικώς κομματικοποιείται. Το κόμμα είναι το μόνο το οποίο έχει τους μηχανισμούς να «μετρήσει τα κουκιά» ως προς την εκλογή του βουλευτή, το κόμμα είναι αυτό που καταρτίζει τις λίστες των υποψηφίων. Ο πολίτης καλείται απλώς να επικυρώσει κομματικές αποφάσεις χωρίς να αισθάνεται ότι εκπροσωπείται. Το κόμμα εκπροσωπείται, όχι ο πολίτης. Σε ένα τέτοιο σύστημα, όλοι όσοι διαμένουν εντός των γεωγραφικών ορίων της μονοεδρικής περιφέρειας θα έχουν το δικαίωμα του «εκλέγεσθαι» υπό τους εξής δυο περιορισμούς: α) το κόμμα με το οποίο είναι υποψήφιοι θα πρέπει να διαθέτει υποψηφίους σε τουλάχιστον πενήντα μονοεδρικές περιφέρειες και β) για να εκλεγεί κάποιος βουλευτής, το κόμμα του θα πρέπει να έχει ξεπεράσει το 3% σε πανελλαδική εμβέλεια. Βουλευτής εκλέγεται ο υποψήφιος ο οποίος κατορθώνει να συγκεντρώσει απόλυτη πλειοψηφία. Σε περίπτωση σχετικής πλειοψηφίας, η εκλογή επαναλαμβάνεται με τους δύο υποψηφίους οι οποίοι συγκέντρωσαν τα δύο μεγαλύτερα εκλογικά ποσοστά. Το σύστημα αυτό θα μπορούσε να συνδυαστεί και με μια εκλογική λίστα επικράτειας σε μια αναλογία 3/4 μονοεδρικών, 1/4 βουλευτών από λίστα έτσι, ώστε να εκπροσωπούνται και κόμματα τα οποία, ενώ λαμβάνουν άνω του 3% πανελλαδικά, δεν κατορθώνουν να πλειοψηφήσουν σε κάποια μονοεδρική περιφέρεια. Η θητεία των βουλευτών είναι τετραετής.

3.      Ξεχωριστή εκλογική διαδικασία για την εκλογή Προέδρου/Πρωθυπουργού: Ο αρχηγός του κράτος ασκεί την εκτελεστική εξουσία. Η εκλογική διαδικασία ανάδειξης του, είτε αυτός λέγεται πρωθυπουργός είτε αυτός λέγεται πρόεδρος θα πρέπει να είναι διαφορετική από την διαδικασία ανάδειξης των βουλευτών. Ο αρχηγός του κράτους θα πρέπει να είναι Έλληνας πολίτης, τριάντα πέντε ετών ηλικίας και άνω και δεν θα πρέπει να διαθέτει ταυτόχρονα υπηκοότητα άλλου κράτους. Αρχηγός του κράτους εκλέγεται όποιος συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφοφόρων. Σε περίπτωση σχετικής πλειοψηφίας, η εκλογή επαναλαμβάνεται σε δεύτερη αναμέτρηση. Η θητεία του αρχηγού του κράτους είναι πενταετής και μπορεί να ανανεωθεί μια μόνο φορά.  

4.      Ειδικές Εξουσίες Βουλής – Προέδρου/Πρωθυπουργού:

4.1.  Το κοινοβούλιο:

4.1.1.      Ψηφίζει τους νόμους του κράτους

4.1.2.     Εγκρίνει με ειδική πλειοψηφία 3/5 τον διορισμό ανώτατων δικαστικών λειτουργών

4.1.3.     Εγκρίνει με απλή πλειοψηφία τον διορισμό των υπουργών

4.1.4.     Εγκρίνει εντός επιτροπών με απλή πλειοψηφία τον διορισμό των ανώτατων κρατικών λειτουργών (διοικητές οργανισμών, πρυτάνεις, πρέσβεις, αρχηγοί ενόπλων δυνάμεων, κλπ.)

4.1.5.      Εγκρίνει με απλή πλειοψηφία τον κρατικό προϋπολογισμό

4.1.6.     Μπορεί με αυξημένη πλειοψηφία 3/5 να αναπέμψει προεδρικό διάταγμα, κοινή υπουργική απόφαση ή υπουργική απόφαση.

4.1.7.      Μπορεί με πλειοψηφία 2/3 να ζητήσει την καθαίρεση του αρχηγού του κράτους.

4.1.8.     Μπορεί με ειδική πλειοψηφία 3/5 να ζητήσει την καθαίρεση υπουργού.

4.2. Ο αρχηγός του κράτους:

4.2.1.     Επικυρώνει τους νόμους του κοινοβουλίου

4.2.2.    Έχει δικαίωμα να αναπέμψει μια φορά ψηφισμένο νόμο του κοινοβουλίου. Εφόσον ο νόμος επανέλθει με ειδική πλειοψηφία 3/5 τότε ο αρχηγός του κράτους είναι υποχρεωμένος να τον επικυρώσει. Το δικαίωμα της αναπομπής νόμου μπορεί να χρησιμοποιηθεί άπαξ ανά εξάμηνο.

4.2.3.    Προτείνει τους υπουργούς της κυβερνήσεως

4.2.4.    Προτείνει είτε αυτοπροσώπως είτε δια των υπουργών τους ανώτατους κρατικούς λειτουργούς

4.2.5.     Επιλέγει από κατάλογο που του έχει προταθεί από τα ανώτατα δικαστικά σώματα και προτείνει τους ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς οι οποίοι θα καταλάβουν τις θέσεις των ανώτατων δικαστηρίων. Οι διορισμοί αυτοί επικυρώνονται από το νομοθετικό σώμα με αυξημένη πλειοψηφία 3/5.

4.2.6.    Έχει το δικαίωμα να διαλύσει τη βουλή προκηρύσσοντας βουλευτικές εκλογές. Η επόμενη βουλή που θα προκύψει δεν μπορεί να διαλυθεί από τον αρχηγό του κράτους.

4.2.7.     Εκδίδει ο ίδιος ή δια των υπουργών του εκτελεστικά διατάγματα προς εφαρμογή των νόμων που ψηφίζει το κοινοβούλιο.  

5.      Οι ανώτατοι δικαστικοί έχουν δια βίου θητεία υπό την ιδιότητα τους αυτή με ανώτατο ηλικιακό όριο το 70ο έτος όπου υποχρεωτικά συνταξιοδοτούνται: Τα ανώτατα δικαστικά όργανα, προτείνουν προς τον αρχηγό του κράτους κατάλογο δικαστικών προς αναπλήρωση όσων θέσεων χρήζουν αναπλήρωσης λόγω συνταξιοδότησης. Ο αρχηγός του κράτους προτείνει και το κοινοβούλιο με ειδική πλειοψηφία 3/5 εκλέγει τους ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς. Οι ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί (Άρειος Πάγος, Συμβούλιο της Επικρατείας, Ελεγκτικό Συνέδριο) παραμένουν στη θέση τους έως την συνταξιοδότηση τους κατά το 70ο έτος της ηλικίας τους. Τα ανώτατα δικαστήρια της χώρας είναι υπεύθυνα για τον έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων του κοινοβουλίου και των εκτελεστικών διαταγμάτων της εκτελεστικής εξουσίας ενώ διαθέτουν και την εξουσία ανατροπής αποφάσεων κατωτέρων δικαστηρίων.   

6.      Οι θέσεις στον δημόσιο τομέα έως του βαθμού Γενικού Γραμματέα Υπουργείου είναι υπηρεσιακές. Δεν μεταβάλλονται μετά από οποιαδήποτε εκλογική αναμέτρηση: Η αντιμετώπιση ανώτατων κρατικών αξιωμάτων ως κομματικά λάφυρα, μόνο δεινά έχει επιφέρει ως προς τη συνέχεια του κράτους και την αποτελεσματικότητα του. Οι ανώτατες θέσεις ευθύνης εντός της κρατικής σφαίρας επιρροής (Υπουργεία, ΝΠΔΔ, Φορείς Γενικής Κυβέρνησης) πρέπει να καταλαμβάνονται από δημόσιους λειτουργούς και υπαλλήλους καριέρας με προτεραιότητα σε όσους είναι απόφοιτοι του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης. Όλοι οι διορισμοί σε ανώτατες θέσεις ευθύνης θα πρέπει να επικυρώνονται με απλή πλειοψηφία σχετικών επιτροπών της Βουλής. Μοναδική εξαίρεση στο ανωτέρω αποτελούν ζητήματα που άπτονται της εθνικής ασφάλειας όπου η εκτελεστική εξουσία διατηρεί το δικαίωμα να προτείνει αλλαγές ανώτατων υπηρεσιακών παραγόντων. Οι αλλαγές αυτές θα πρέπει και πάλι να εγκριθούν με απλή πλειοψηφία σχετικής επιτροπής της Βουλής.

7.      Αλλαγές σε θέματα δικαιοσύνης:

7.1.   Νόμος περί ευθύνης υπουργών: Ο υφιστάμενος νόμος περί ευθύνης υπουργών είναι δομημένος με τέτοιο τρόπο που είναι εξαιρετικά δύσκολο εντός των ασφυκτικών χρονικών πλαισίων που θέτει, η εκδίκαση και η απόδοση ποινής για οποιαδήποτε δυνητικά έκνομη πράξη. Σε περίπτωση όπου υπάρχει δικαστική διαδικασία εις βάρος υπουργού, προτείνεται, αφενός η αύξηση του διαστήματος παραγραφής και αφετέρου το θέμα να εξετάζεται αποκλειστικά και απευθείας σε επίπεδο Αρείου Πάγου χωρίς τη διαμεσολάβηση της βουλής. Η βουλή ασκεί νομοθετική εξουσία. Μπορεί να ασκήσει μομφή στο πρόσωπο υπηρετούντος υπουργού και να ζητήσει την απομάκρυνση του, αλλά δεν θα απαιτείται η ανάμειξη της σε δικαστικές υποθέσεις νυν ή πρώην υπουργών.

7.2.  Κατάργηση βουλευτικής ασυλίας έναντι αδικημάτων του ποινικού δικαίου: Οι βουλευτές σαφώς και διαθέτουν ασυλία έναντι των όσων αγορεύουν και καταγράφουν στο πλαίσιο άσκησης των νομοθετικών τους καθηκόντων. Αυτό δεν θα πρέπει να μεταφράζεται σε ασυλία έναντι, για παράδειγμα, μιας τροχαίας παράβασης η οποία έχει αυτόφωρο χαρακτήρα. Δεν είναι δυνατόν η ίδια η βουλή να αποφασίζει για τα μέλη που την αποτελούν την άρση ή μη της ασυλίας τους σχετικά με δικαστικές υποθέσεις τους.   

7.3.  Κατάργηση εξεταστικών και προανακριτικών επιτροπών της βουλής: Όπως ανέφερα και πιο νωρίς, η βουλή ασκεί νομοθετική εξουσία. Για δικαστικές υποθέσεις υπουργών, μελών της κυβέρνησης και της βουλής, αποφασίζει απευθείας ο Άρειος Πάγος εάν θα κινήσει περαιτέρω διαδικασίες ή θα αρχειοθετήσει την υπόθεση.

7.4.  Αλλαγή ως προς το δικαίωμα αναβολής δίκης – Οριοθέτηση χρονικών ορίων εντός των οποίων οι δικαστές οφείλουν να εκδίδουν αποφάσεις: Η αναβλητικότητα στην απονομή δικαιοσύνης έχει διαβρώσει σε ανησυχητικό βαθμό την εμπιστοσύνη των πολιτών στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης ενώ αποτελεί τροχοπέδη και για την ομαλή οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Οι διάδικοι θα πρέπει να έχουν δικαίωμα αναβολής της δίκης μόνο μια φορά για οποιονδήποτε λόγο. Και για τους δικαστές όμως θα πρέπει να υφίσταται χρονικός περιορισμός ως προς την οριστική έκδοση απόφασης. Ο χρονικός αυτός περιορισμός θα πρέπει να είναι ανάλογος του βαθμού της δίκης, του είδους του δικαζόμενου δικαίου και του μεγέθους της δικογραφίας. Σε κάθε περίπτωση όμως, θα πρέπει να υφίσταται ρητός χρονικός περιορισμός εντός του οποίου οι διάδικοι θα πρέπει να έχουν λάβει επίσημη απάντηση.

7.5.  Αλλαγή ως προς ζητήματα ελαφρυντικών και απονομής ποινών: Το νομοθετικό πλέγμα που διέπει την απονομή ποινών θα πρέπει ριζικά να αλλάξει. Όπως είναι σήμερα τα πράγματα. σκληροί ποινικοί κακοποιοί και κατ’ επανάληψη παραβατικοί, άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν καμιά πρόθεση σωφρονισμού και επανένταξης στην κοινωνία, αφήνονται ελεύθεροι με ευνοϊκούς όρους να επαναλάβουν τις πράξεις τους. Θα πρέπει, για όλες τις ποινές να ισχύει το σύστημα των «τριών ευκαιριών» (γνωστό ως strike through στο αγγλοσαξονικό σύστημα). Ο παραβάτης δηλαδή, πλην εξαιρετικά σοβαρών αδικημάτων όπως ανθρωποκτονία, έχει στη διάθεση του δύο ευκαιρίες σωφρονισμού. Την τρίτη φορά που θα πιαστεί είτε για το ίδιο είτε για άλλο αδίκημα, δέχεται την μέγιστη των ποινών που του αναλογεί χωρίς κανένα ελαφρυντικό. Η δε εκτέλεση των ποινών σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πραγματική, χωρίς συγχωνεύσεις, εκτέλεση ποινής κατά τα 2/5, μείωση της ποινής λόγω σπουδών ή εργασίας στη φυλακή και άλλα τέτοια φαιδρά. Αν έχεις επαναλάβει τρεις φορές το ίδιο ή άλλο αδίκημα, ο σωφρονισμός και η επανένταξη στην κοινωνία δεν είναι προτεραιότητα σου όποτε καλύτερα να μείνεις στη φυλακή προς προστασία των υπολοίπων.

   

Αυτές πιστεύω ότι είναι μερικές προτάσεις οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν στην ανάταξη και την μεταρρύθμιση του συστήματος εξουσίας του κράτους μας. Είναι μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα βοηθούσαν στον περιορισμό του κόμματος από το κράτος, θα βοηθούσαν στη συνέχεια της κρατικής λειτουργίας, θα βοηθούσαν στην απονομή δικαιοσύνης και στην ανάπτυξη του περί δικαίου αισθήματος των πολιτών και θα περιόριζαν την διαφθορά. Φυσικά και δεν υφίστανται τέλειες λύσεις, ούτε τέλεια πολιτεύματα. Θυμίζω ότι η δημοκρατία είναι το πιο δύσκολο από τα πολιτεύματα ως προς την ενάρετη λειτουργία του και απαιτεί, πρώτα και πάνω από όλα, ενάρετους, πεπαιδευμένους και σκεπτόμενους πολίτες για να περιφρουρούν την ορθή λειτουργία της. Προσωπικά δεν είμαι αισιόδοξος ότι ένα πρόγραμμα θέσεων όπως το παραπάνω θα εφαρμοζόταν ποτέ στη χώρα μας. Η ιστορική μας πορεία από το 1821 και μετά δεν μου επιτρέπει να έχω τέτοια αισιοδοξία. Μακάρι να κάνω λάθος και να διαψευσθώ ευχάριστα, επιτρέψτε μου όμως να εξακολουθώ να εμμένω στο συμπέρασμα του προηγούμενου κειμένου μου ότι, πολύ δύσκολα θα αλλάξει η βαθιά ριζωμένη νοοτροπία της ελληνικής κοινωνίας ως προς το τι είναι το κράτος και πως συνδιαλέγεται μαζί του.



[1] Η έννοια του διαχωρισμού των εξουσιών δεν είναι κάτι το νεωτερικό. Διατυπώθηκε με διάφορες μορφές ήδη από την εποχή του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα. Ο Πολύβιος στις Ιστορίες του διατυπώνει διάφορα συστήματα ελέγχου και ισορροπίας ανάμεσα στις τρεις εξουσίες. Αργότερα κατά τον Μεσαίωνα, η Βενετική εκδοχή της δημοκρατίας (Venetian Republic) στηρίζεται σε ένα εξαιρετικά πολύπλοκο σύστημα ελέγχου και ισορροπίας ανάμεσα στη νομοθετική ισχύ της εμπορικής αριστοκρατίας και την εκτελεστική εξουσία του Δόγη. Κατά τον 17ο αιώνα, ο Άγγλος John Locke, μέσα από τη διαχρονική μελέτη του αγγλικού συντάγματος διαπιστώνει τα μεγάλα πλεονεκτήματα που έχει ο διαχωρισμός και η κατάτμηση της εξουσίας ανάμεσα στον βασιλιά (εκτελεστική εξουσία) και την άνω και κάτω βουλή (house of Lords, House of Commons, νομοθετική εξουσία). Την εποχή του Διαφωτισμού είναι ο Γάλλος διαφωτιστής Montesquieu αυτός ο οποίος με σαφήνεια επαναδιατυπώνει την ιδέα τριών διακριτών εξουσιών (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική) και την ανάγκη, αφενός του διαχωρισμού τους και αφετέρου της αλληλεξάρτησης μεταξύ τους μέσω ενός συστήματος αντιρρόπησης ισχύος και ελέγχων. Θεωρείται ότι το έργο του έχει επηρεάσει την σύνταξη του Αμερικανικού και Γαλλικού συντάγματος την εποχή των μεγάλων επαναστάσεων.

[2] Ας μην ξεχνάμε ότι τόσο ο Αδόλφος Χίτλερ όσο και ο Μπενίτο Μουσσολίνι εξελέγησαν στο πλαίσιο δημοκρατικών διαδικασιών και κατόπιν φρόντισαν να αλώσουν τις ευάλωτες δημοκρατίες τους εκ των έσω.