Δεν έχουν
περάσει πολλές ημέρες από τις ανακοινώσεις του προέδρου των ΗΠΑ περί επιβολής
δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα και πραγματικά όλος ο πλανήτης προσπαθεί να
καταλάβει τι είναι αυτοί οι περιβόητοι δασμοί και τι αντίκτυπο αναμένεται να
έχουν. Με απλά λόγια, ο δασμός είναι ένα τέλος που επιβάλλει ένα κράτος επί
εισαγόμενων αγαθών με στόχο την άνοδο της τελικής τιμής του. Η άνοδος αυτή
τελικά το καθιστά μη ανταγωνιστικό σε σχέση με αντίστοιχα εγχώρια προϊόντα
αποτρέποντας εν τέλει τους καταναλωτές από την αγορά του. Ο δασμός επομένως
είναι ένα εργαλείο για την προστασία κάποιας εγχώριας βιομηχανίας ή ενός τομέα
από εξωτερικό ανταγωνισμό ενώ γενικότερα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί από ένα
κράτος για την συγκράτηση ή σύγκλιση ενός αρνητικού ισοζυγίου τρεχουσών
συναλλαγών. Ο δασμός είναι ένας φόρος ο οποίος πληρώνεται από τον εισαγωγέα του
αγαθού ο οποίος με την σειρά του τον μετακυλίει στους καταναλωτές. Αν το αγαθό
αυτό δεν μπορεί να αντικατασταθεί επαρκώς από αγαθά εγχώριας παραγωγής τότε το
μέτρο του δασμού οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε πληθωριστικές πιέσεις. Οδηγεί
δηλαδή σε έμμεση φορολόγηση των καταναλωτών αφού το αυξημένο κόστος του
εισαγόμενου αγαθού έχει εν τέλει καταβληθεί στο κράτος μέσω του δασμού. Ο
δασμός, ως εργαλείο άσκησης οικονομικής πολιτικής είναι εξαιρετικά χρήσιμος
όταν ασκείται στοχευμένα για την προστασία κάποιας κρίσιμης εγχώριας
βιομηχανίας από εξωτερικό ανταγωνισμό αλλά μπορεί να καταστεί καταστροφικός και
να οδηγήσει σε ύφεση όταν επιβάλλεται άκριτα και γενικευμένα.
Είναι
κατανοητό ότι η επιτυχία ενός δασμού συνίσταται στο ότι οι καταναλωτές
αποφεύγουν το ακριβότερο εισαγόμενο αγαθό και προτιμούν το εγχώριο, οδηγώντας
σε αύξηση την εγχώρια παραγωγή το οποίο οδηγεί σε επενδύσεις, νέες θέσεις
εργασίας και επομένως οικονομική ανάπτυξη. Τα χρήματα της χώρας αντί να φεύγουν
στο εξωτερικό, παραμένουν στην εγχώρια οικονομία τροφοδοτώντας την ανάπτυξη
της. Για να συμβεί όμως αυτό πρέπει το αγαθό στο οποίο επιβάλλεται ο δασμός να
μπορεί εύκολα να αντικατασταθεί και βεβαίως, να υφίσταται η εγχώρια παραγωγική
ικανότητα για να το αντικαταστήσει. Στο σημείο αυτό λοιπόν είναι χρήσιμο να
εισάγουμε τον όρο της ελαστικότητας ενός αγαθού. Η ελαστικότητα ενός αγαθού
εξαρτάται από τρεις κύριους παράγοντες οι οποίοι είναι: α) η τιμή του αγαθού,
β) το επίπεδο εισοδήματος των καταναλωτών και γ) η δυνατότητα αντικατάστασης
του από εφάμιλλα αγαθά. Ένα αγαθό είναι ανελαστικό αν, ανεξάρτητα από την
πορεία της τιμής του ή το ύψος του εισοδήματος των καταναλωτών, αυτοί
εξακολουθούν να το ζητούν με την ίδια ή με αναλογικά πολύ μικρή πτώση της
ζήτησης. Τα πράγματα δε, γίνονται πολύ χειρότερα αν δεν υφίσταται κανένα
παραπλήσιο αγαθό για να το αντικαταστήσει. Σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για ένα
πλήρως ανελαστικό αγαθό. Παραδείγματα ανελαστικών αγαθών αποτελούν τα φάρμακα,
τα καύσιμα ή η ενέργεια γενικότερα και διατροφικά είδη πρώτης ανάγκης. Ακόμα
και σε συνθήκες πλήρους διάλυσης της αγοράς, νομισματικής κατάρρευσης και άλλων
ακραίων οικονομικών συνθηκών, ο κόσμος πρέπει να φάει, να ζεσταθεί και να
φροντίσει την υγεία του.
Η
διαδικασία λήψης αποφάσεων ως προς την επιβολή ή μη ενός δασμού γίνεται ακόμα
δυσκολότερη αν βάλει κανείς στην εξίσωση και ζητήματα παραγωγής του αγαθού ή
ενδεχόμενης προστιθέμενης αξίας του στον εγχώριο κύκλο της οικονομίας. Αν για
παράδειγμα ένα αγαθό είναι εντάσεως εργασίας, απαιτεί δηλαδή φθηνά χέρια για να
παραχθεί και τα ημερομίσθια στην εγχώρια αγορά είναι υψηλότερα, τότε η επιβολή
δασμών στο εισαγόμενο αγαθό θα οδηγήσει σε πληθωριστικές πιέσεις. Όσο και να
αυξηθεί η εγχώρια παραγωγή τα αγαθά της θα είναι πιο ακριβά διότι τα
ημερομίσθια της είναι πολύ πιο αυξημένα σε σχέση με αυτά της χώρας εισαγωγής.
Κλασσικό παράδειγμα εδώ, τα ρούχα και τα παπούτσια της καθημερινότητας τα οποία
στο σύνολο τους παράγονται από χώρες της Ασίας. Είναι αγαθά εντάσεως εργασίας,
δηλαδή οι προσιτές τιμές τους στους καταναλωτές ώριμων οικονομιών στηρίζονται
στα φθηνά εργατικά χέρια των χωρών όπου παράγονται. Η επιβολή ενός δασμού σε
τέτοια προϊόντα δεν θα έχει κάποιο οικονομικό όφελος ούτε για την εθνική
οικονομία ούτε για τους καταναλωτές. Ως προς την προστιθέμενη αξία ενός
εισαγόμενου αγαθού, εδώ μπορούμε να δούμε το παράδειγμα του αυτοκινήτου στην
ελληνική αγορά. Η Ελλάδα, δεν παράγει οχήματα οπότε δεν έχει εγχώρια βιομηχανία
να προστατεύσει με την επιβολή ενός πολύ ψηλού δασμού εισαγωγής. Δεν έχει
ανεπτυγμένα μέσα μαζικής μεταφοράς για να προσφέρει κάποιο εγχώριο μέσο
μετακίνησης έναντι του εισαγόμενου αγαθού. Επιπλέον, τα εισαγόμενα οχήματα
απασχολούν έναν σημαντικό κλάδο της οικονομίας (αντιπροσωπείες, συνεργεία
αυτοκινήτων, πρατήρια καυσίμων, κάλυψη αναγκών μετακίνησης, κλπ.). Η μη επιβολή
δασμών καθιστά πολύ ελκυστική την αγορά αυτοκινήτων από τους καταναλωτές αλλά η
δυνητική επιβάρυνση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ίσως να υπερβαίνει τα
όποια οφέλη από την προστιθέμενη αξία του αγαθού.
Υπάρχουν
διάφοροι λόγοι για τους οποίους ένα κράτος μπορεί να θέλει να επιβάλει δασμούς
επί εισαγόμενων αγαθών. Ένας λόγος μπορεί να είναι η προστασία κάποιας
στρατηγικού χαρακτήρα εγχώριας βιομηχανίας όπως για παράδειγμα η παραγωγή
επεξεργαστών και μικρό-επεξεργαστών. Εδώ, η όποια απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη
της μόνο οικονομικά κριτήρια, αλλά υπεισέρχονται και ζητήματα στρατηγικής
στόχευσης του κράτους. Ένας άλλος λόγος μπορεί να είναι η προστασία του
ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Λαμβάνοντας υπόψη το παράδειγμα των ΗΠΑ, μπορεί
κανείς να διαπιστώσει ότι εδώ και δεκαετίες συντηρούν ένα πολύ μεγάλο
έλλειμα στις τρέχουσες συναλλαγές το οποίο καλύπτουν συνεχώς με την εκτύπωση
χαρτονομισμάτων και χρεογράφων του Αμερικανικού Δημοσίου. Η εκτύπωση αυτών των
δολαρίων και χρεογράφων δεν δημιουργεί εκφυλιστικές πληθωριστικές πιέσεις διότι
η παγκόσμια ζήτηση για δολάρια και αμερικανικά χρεόγραφα καλύπτει την προσφορά
τους. Η συντήρηση και διαιώνιση όμως αυτού του εμπορικού ελλείμματος έχει
πράγματι, οδηγήσει στην αποβιομηχάνιση της παραγωγικής διαδικασίας τους. Η
άκριτη όμως επιβολή οριζόντιων δασμών δεν αποτελεί λύση για το εμπορικό
έλλειμμα των ΗΠΑ. Αντίθετα, η ιστορία μας έχει δείξει ότι οι εμπορικοί πόλεμοι
και ο προστατευτισμός οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια είτε στην εμφάνιση ύφεσης
είτε στην εμβάθυνση αυτής. Το μεγαλύτερο τους πρόβλημα αυτή τη στιγμή συνίσταται στο γεγονός ότι υπάρχει έλλειμμα παραγωγικότητας σε κρίσιμους τομείς
της οικονομίας τους, γεγονός που καθιστά τα παραγόμενα αγαθά τεχνολογικά και
ποιοτικά υποδεέστερα από τα εισαγόμενα. Όπως ανέφερα και ποιο πριν, κανένας
δασμός δεν πρόκειται να φέρει νέα εργοστάσια και θέσεις εργασίας στον τομέα του
ενδύματος διότι κανένας εργάτης των ΗΠΑ δεν είναι διατεθειμένος να δουλέψει με
τόσο χαμηλά ημερομίσθια ή τόσο κακές συνθήκες εργασίας όσο ο Ασιάτης ομόλογος
του. Κανένας δασμός δεν πρόκειται να ανατρέψει την εικόνα στην
αυτοκινητοβιομηχανία όπου, όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά παγκοσμίως, οι καταναλωτές αν
θέλουν ποιοτικά και τεχνολογικά υπέρτερα οχήματα με κινητήρες εσωτερικής
καύσης, αγοράζουν Γερμανικά ή Ιαπωνικά οχήματα και ας είναι κατά πολύ
ακριβότερα από άλλες επιλογές. Αντίθετα επί ηλεκτρικά κινούμενων οχημάτων, η
αμερικανική εταιρεία TESLA
επικράτησε
διότι υπήρξε πρωτοπόρος και τεχνολογικά υπέρτερη ακόμα και σε σχέση με
ιστορικές αυτοκινητοβιομηχανίες – κολοσσούς.
Θα πρέπει
να γίνει κατανοητό ότι, στις μέρες μας, η σύνθετη και περίπλοκη αλληλεξάρτηση
μεταξύ των κρατών καθώς και η περιπλοκότητα ως προς την παραγωγή των σύγχρονων
καταναλωτικών αγαθών, καθιστά αδύνατη την πλήρη αυτάρκεια και τον απομονωτισμό ενός
κράτους. Η χρυσή εποχή ανάπτυξης των ΗΠΑ κατά τον 19ο αιώνα όπου η
μεγέθυνση της οικονομίας ακολουθούσε τόσο φρενήρεις ρυθμούς που τα έσοδα από τους
δασμούς κάλυπταν τις δαπάνες του κράτους έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί για δύο
λόγους. Αφενός, όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα, η παραγωγική διαδικασία είναι τεχνολογικά
απείρως πιο σύνθετη απαιτώντας για την παραγωγή οποιουδήποτε αγαθού
πολλαπλάσιους συντελεστές σε σχέση με το παρελθόν. Οι συντελεστές αυτοί είναι
απίθανο να βρίσκονται όλοι εντός της γεωγραφικής επικράτειας ενός μόνο κράτους,
ενώ η ειδίκευση ορισμένων κρατών σε ορισμένους τομείς παραγωγής (π.χ. η εξειδίκευση
της Ταιβάν στην παραγωγή μικροεπεξεργαστών) τους δίδει συντριπτικό συγκριτικό
πλεονέκτημα καθιστώντας οικονομικά επιζήμια την αναζήτηση οποιασδήποτε άλλης λύσης.
Ο άλλος λόγος είναι ότι οι σύγχρονες οικονομίες στηρίζονται σε πολύ μεγάλο
βαθμό στην καταναλωτική δαπάνη. Ζούμε στην εποχή της πληροφορίας, της εικόνας,
των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της άμεσης ικανοποίησης αναγκών μέσα από το
πάτημα ενός ψηφιακού κουμπιού. Αυτό σημαίνει ότι η κατανάλωση στηρίζει τουλάχιστον
τα τρία τέταρτα μιας ανεπτυγμένης οικονομίας. Τυχόν διατάραξη της ομαλής
καταναλωτικής συμπεριφοράς θα έχει τεράστιο οικονομικό αντίκτυπο σε σχέση με τα
όποια οφέλη, αν αυτά όντως υπάρχουν, μιας οριζόντιας, προστατευτικής
δασμολογικής πολιτικής.
Κλείνοντας
θα ήθελα να αναφέρω ότι για τη δημιουργία ενός εμπορικού ελλείμματος όπως του
αμερικανικού χρειάζονται δύο παίκτες για να λειτουργήσει. Η Κίνα μετατράπηκε σε
ένα «παγκόσμιο εργοστάσιο» το οποίο παράγει φθηνά και ποιοτικά καταναλωτικά
αγαθά σε λογικές τιμές. Αυτό μπορεί να το κάνει διότι οι εργαζόμενοι της δουλεύουν
με ωράρια, απολαβές και συνθήκες οι οποίες είναι κατά πολύ υποδεέστερες αυτών
που ισχύουν σε δυτικές οικονομίες[1].
Η πώληση πάσης φύσεως καταναλωτικών αγαθών προς την Δύση προσφέρει ένα διόλου ευκαταφρόνητο
εμπορικό πλεόνασμα στην Κίνα το οποίο της προσφέρει οικονομική ευρωστία και άρα
ισχύ. Το εμπορικό αυτό πλεόνασμα η Κίνα, έως σήμερα, το είχε επενδύσει σε μεγάλο
βαθμό σε χρεόγραφα του αμερικανικού δημοσίου, επένδυση η οποία αποτελούσε
ασφαλές καταφύγιο με σίγουρες αποδόσεις. Η κίνηση αυτή δημιουργούσε ζήτηση για
αμερικανικά χρεόγραφα προσφέροντας εξυπηρέτηση δημοσίου χρέους για τις ΗΠΑ με
πολύ ανταγωνιστικά και χαμηλά επιτόκια. Επιπλέον, η μετατροπή των ΗΠΑ σε
παγκόσμιο αγοραστή αγαθών επέτρεψε στο δολάριο να καταστεί αφενός αποθετικό
νόμισμα των κεντρικών τραπεζών και αφετέρου, νόμισμα διεκπεραίωσης της πλειοψηφίας
των εμπορικών συναλλαγών παγκοσμίως. Το διαχρονικό οικονομικό όφελος της αμερικής από τις ανωτέρω συνθήκες βοήθησε σημαντικά στην εδραίωση της ηγεμονίας τους και
αποτελεί σημαντικό συντελεστή ισχύος για αυτές. Η παρενέργεια της μετατροπής
των ΗΠΑ σε παγκόσμιο καταναλωτή είχε βεβαίως και επιπτώσεις όπως την απώλεια
παραγωγικότητας και την έξοδο της βιομηχανικής της παραγωγής προς άλλες χώρες.
Το όφελος όμως το οποίο αποκόμισαν ως θεμελιωτής και ρυθμιστής της παγκοσμιοποίησης
και του παγκοσμιοποιημένου εμπορείου ειδικότερα ήταν και είναι πολλαπλάσιο των όποιων
αρνητικών συνεπειών. Η άκριτη υιοθέτηση οριζόντιων εμπορικών δασμών, κατ’ ελάχιστον
αυξάνει την αβεβαιότητα στην οικονομία ενώ στην χειρότερη περίπτωση μπορεί να
οδηγήσει σε ύφεση και στασιμότητα όπως ακριβώς συνέβη με τον προστατευτισμό της
δεκαετίας του 30. Ακόμα και αν ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει επιλέξει την εν λόγω
πολιτική ως διαπραγματευτικό χαρτί έναντι της Κίνας και άλλων χωρών, ο τρόπος
με τον οποίο μεταχειρίζεται το συγκεκριμένο εργαλείο πολιτικής, μακροπρόθεσμα,
οδηγεί σε απώλεια εμπιστοσύνης των συμμάχων της προς αυτές. Ο φόβος είναι
πάντοτε ικανό κίνητρο συμμόρφωσης πλην όμως ουδέποτε είναι το πιο αποτελεσματικό.
Ορισμένες χώρες ενδεχομένως να πειθαρχήσουν τώρα με τα όποια ανταλλάγματα
ζητούνται, αναζητώντας όμως λύσεις για να απαγκιστρωθούν από την αμερικανική εξάρτηση.
Θυμίζω και πάλι ότι μεγάλο μέρος της αμερικανικής ισχύος συνίσταται στο ότι
είναι «ο παγκόσμιος αγοραστής» αγαθών. Αν πάψει να καλύπτει αυτόν τον ρόλο, θα
βρεθούν άλλοι παίκτες να καλύψουν το κενό.
[1]
Ως προς την σύγκριση συνθηκών
εργασίας, εργασιακής κουλτούρας και απολαβών εργασίας μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, αποκαλυπτικό
είναι το ντοκιμαντέρ “American Factory”