6 Μαρ 2018

Φινλανδοποίηση;



Με τον όρο «Φινλανδοποίηση» έχει επικρατήσει, στη Θεωρία Διεθνών Σχέσεων, να αποκαλείται η διαδικασία δορυφοροποίησης μιας κρατικής οντότητας από κάποια άλλη ισχυρότερη. Το κράτος – δορυφόρος έχει, τυπικά, την ανεξαρτησία του αλλά η άσκηση εξωτερικής πολιτικής του επηρεάζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις προθέσεις του ισχυρότερου γείτονα του. Ο όρος αυτός αντλεί τις ρίζες του από τα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Φινλανδία, πρώην κτήση της τσαρικής Ρωσίας, απέκτησε την ανεξαρτησία της κατά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αποσπώντας κατά τη διαδικασία αυτή, εδάφη τα οποία η μετέπειτα Σοβιετική Ένωση θεωρούσε δικά της. Το χειμώνα του 1939, η Σοβιετική Ένωση, εκμεταλλευόμενη την ενασχόληση της Δύσης με τη ναζιστική Γερμανία, εισέβαλλε στην Φινλανδία αξιώνοντας ορισμένα αμφισβητούμενα κατ’ αυτήν εδάφη. Το Μάρτιο του 1940 η Φινλανδία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει το 11% των εδαφών της τα οποία αντιπροσώπευαν το 13% του ΑΕΠ της. Μετά την εισβολή της ΕΣΣΔ από τους Γερμανούς το 1941, η Φινλανδία τάχθηκε με το πλευρό των δυνάμεων του Άξονα επιδιώκοντας να ανατρέψει τις προβλέψεις της συνθήκης της Μόσχας (1940). Το 1944, με το φάσμα της ολοκληρωτικής κατοχής να πλανάται, η Φινλανδία υποχρεώθηκε σε συνθηκολόγηση. Η νέα συνθήκη επανάφερε τις προβλέψεις της προηγούμενης και η χώρα κατάφερε να διατηρήσει την ανεξαρτησία της, πλην όμως περιήλθε σε ένα ιδιότυπο καθεστώς ομηρίας. Η Φινλανδία ετέθη ρητώς στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης με ουσιαστική αδυναμία άσκησης εξωτερικής πολιτικής ή/και πολιτικής ασφαλείας.

Το παραπάνω μακροσκελές παράδειγμα το χρησιμοποιώ ως προοίμιο για να παραθέσω τα όσα προφητικά είχε προβλέψει ο Παναγιώτης Κονδύλης για την Ελλάδα στη «Θεωρία του Πολέμου». Συνοψίζοντας το εκτενέστατο κείμενο του, στην περίπτωση της Ελλάδας δεν απαιτείται να πέσει ούτε μια τουφεκιά για να δημιουργηθούν τετελεσμένα. Μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας υπάρχει μια ετεροβαρής σχέση ισχύος σε πολλά επίπεδα και όχι μόνο εξετάζοντας το ισοζύγιο από την οπτική της σκληρής στρατιωτικής ισχύος. Σε μια διαρκώς επιδεινούμενη σχέση ισχύος ο ισχυρός μπορεί εύκολα να εξαναγκάσει τον αδύναμο σε πράξεις που δεν επιθυμεί. Άλλωστε, αυτή είναι και η πεμπτουσία της ισχύος εν γένει, δηλαδή η ικανότητα που έχει κάποια οντότητα να αναγκάσει μια άλλη να κάνει αυτό που θέλει.

Σε αυτό το διαρκώς επιδεινούμενο σπιράλ ασφάλειας η Ελλάδα έχει δυο επιλογές: η μια είναι ο κατευνασμός του ισχυρού («η Ελλάδα δεν διεκδικεί τίποτα, ναι στην Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και επίλυση των προβλημάτων μέσω των ενταξιακών διαδικασιών», κλπ) και η άλλη είναι η αντίδραση πριν ο συσχετισμός ισχύος καταστεί περεταίρω ετεροβαρής. Η πολιτική του κατευνασμού έχει δοκιμαστεί και εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, έχει αποτύχει. Η μόνη οδός που απομένει στην Ελλάδα είναι αυτή της αποτελεσματικής αποτροπής. Δηλαδή, η ανάπτυξη κατάλληλων συνδυασμών πηγών ισχύος προκειμένου να καταστεί δυσανάλογα δαπανηρή για την Τουρκία οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια. Αυτό πως θα μπορούσε να επιτευχθεί;

Μετά την κρίση των Ιμίων, η τότε κυβέρνηση Σημίτη, θορυβημένη από την αδυναμία άμεσης προβολής ισχύος επιδόθηκε σε μια πολυδάπανη και αδιέξοδη εξοπλιστική κούρσα με την Τουρκία. Αδιέξοδη, διότι η χώρα αποκόμισε πολύ φτωχή ή καθόλου τεχνολογική υπεραξία από τις αγορές αυτές αλλά και ταυτόχρονα, στάθηκε οικονομικά αδύνατο να αντιπαρατεθούμε σύστημα προς σύστημα με τη γείτονα. Η οικονομική κακοδιαχείριση των συγκεκριμένων προγραμμάτων καθώς και η σοβούσα οικονομική κρίση μεγάλωσαν περεταίρω το χάσμα σκληρής ισχύος. Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά; Ας πάρουμε το παράδειγμα του Ισραήλ. Το Ισραήλ είναι ένα μικρό κράτος περικυκλωμένο από πολυπληθέστατες, εχθρικά διακείμενες κρατικές οντότητες. Το Ισραήλ αγοράζει ένα οπλικό σύστημα και μετά φροντίζει, μέσω μεταφοράς τεχνογνωσίας να αναπτύξει τα δικά του τα οποία εν συνεχεία εξάγει. Επενδύει πολύ σε τεχνολογική καινοτομία έτσι, ώστε μέσω αυτής να επιτύχει πολλαπλασιασμό της ισχύος του. Διαθέτει στρατό που, ενώ αποτελείται από κληρωτούς, αυτοί υπηρετούν υποχρεωτικά από τα δεκαοκτώ τους, άνδρες (32 μήνες) και γυναίκες (24 μήνες, κυρίως σε υποστηρικτικά όπλα ενώ με επιλογή τους μπορούν να υπηρετήσουν και σε μάχιμους κλάδους όπως το πεζικό). Μέσα σε ένα τέτοιο χρονικό διάστημα είναι δυνατή η σφυρηλάτηση ενός αξιόμαχου στρατεύματος κληρωτών. Εμείς υπηρετούμε εννέα μήνες, διάστημα κατά το οποίο οι κληρωτοί μας περιφέρονται από αγγαρεία σε αγγαρεία με ελάχιστη ενασχόληση με πραγματικές ασκήσεις μάχης. Οι Ρωμαίοι έλεγαν ότι η μάχη αποτελεί μια αιματηρή άσκηση ενώ μια άσκηση αποτελεί μια αναίμακτη μάχη. Είναι λοιπόν η κοινωνία μας διατεθειμένη να στείλει όλους τους νέους της, άνδρες και γυναίκες, από τα δεκαοκτώ τους, υποχρεωτικά για όλους και χωρίς εξαιρέσεις για ένα με δύο χρόνια να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους; Ή μήπως θεωρούμε ότι το περιβάλλον ασφαλείας του Ισραήλ είναι δυσμενέστερο από το δικό μας;

Αλλά υπάρχουν και άλλοι παράγοντες ισχύος. Πληθυσμιακά είμαστε μια στάσιμη χώρα, με διαρκώς αυξανόμενο αριθμό γερόντων. Η Τουρκία είναι μια νεανική χώρα της οποίας ο πληθυσμός αναμένεται να ξεπεράσει σχετικά σύντομα τα εκατό εκατομμύρια. Ποιες είναι οι μακροπρόθεσμες πολιτικές στήριξης της ελληνικής οικογένειας; Το ευοίωνο σενάριο για την Ελλάδα, υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι ότι το 2050 θα είμαστε 9,2 εκατομμύρια. Το δυσμενές σενάριο λέει ότι θα είμαστε 7,5. Οι πολίτες ενός κράτους είναι οι πιο πολύτιμες μονάδες ισχύος του. Αυτοί δημιουργούν πλούτο, αναπτύσσουν νέες τεχνολογίες και στελεχώνουν τις ένοπλες δυνάμεις του. Χωρίς πολίτες δεν υπάρχει ούτε πλούτος ούτε στρατιωτική ισχύς.

Στο κομμάτι της διπλωματικής ισχύος, η Ελλάδα διαθέτει ερείσματα καθότι έχει επιτύχει να ανήκει σε δομές τόσο οικονομικές όσο και ασφάλειας της δύσης. Όμως, πως χρησιμοποιούμε ως χώρα τα διπλωματικά μας κεφάλαια; Τα χρησιμοποιούμε με σύνεση ή με μαξιμαλιστικές διαθέσεις; Όταν δημοσίως διατρανώνεις το «όχι στο Μακεδονία ή παράγωγα της» μήπως περιορίζεις αυτόματα το διπλωματικό σου κεφάλαιο; Ξεφεύγοντας ελαφρώς του θέματος, έχω ακούσει και διαβάσει εδώ το σκεπτικό ότι «μα εμείς τι χάνουμε προβάλλοντας βέτο, αυτοί είναι που θέλουν να μπουν…» Και όμως! Χάνουμε. Όταν δημόσια αγκιστρώνεται η διπλωματική θέση μιας χώρας σε τόσο διπολικές θέσεις τότε πολύ εύκολα, όποιος θέλει να αναταράξει τη χώρα μας μπορεί να ανακαινίσει το συγκεκριμένο θέμα για να μας δημιουργήσει πρόβλημα. Όσο αφήνουμε τέτοια θέματα να κακοφορμίζουν, απλά δίνουμε λαβές σε άλλα κράτη για να μας σέρνουν σε καταστάσεις που εμείς δε θέλουμε. Σπαταλάμε πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο αναλωνόμενοι σε μια άνευ ουσίας αντιπαράθεση και όταν αυτό πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση του κύριου προβλήματος ασφάλειας της χώρας απλά δεν υπάρχει. Σκεφτείτε το αλλιώς: για τα οικονομικά μας προβλήματα προστρέχουμε στην ΕΕ, έχουμε προβλήματα γειτονίας με την Αλβανία, ενημερώνουμε τους εταίρους μας στην ΕΕ, έχουμε θέμα με το γειτονικό κρατίδιο των Σκοπίων, ενημερώνουμε τους εταίρους μας, έχουμε πρόβλημα στο Αιγαίο, μια από τα ίδια. Όταν προστρέχεις συνεχώς προς τρίτους για τα προβλήματα σου χωρίς να ιεραρχείς τη σπουδαιότητα τους, τότε όταν έρθει η ώρα να ζητήσεις πραγματικά την όποια βοήθεια ή κατανόηση τους δε θα την έχεις. Η διπλωματία δεν διεξάγεται ούτε με συλλαλητήρια ούτε με μαξιμαλισμούς. Δυστυχώς στην Ελλάδα κάτι τέτοιο, παρά τις απανωτές «εθνικές τραγωδίες» δεν το έχουμε μάθει.

Το πρόσφατο ατυχές περιστατικό με τα δύο στελέχη των ένοπλων δυνάμεων μας δυστυχώς αποδεικνύει το προφανές. Η Ελλάδα είναι μια χώρα δορυφόρος η οποία σέρνεται από γεγονότα που δημιουργεί η Τουρκία. Η μακροπρόθεσμη στρατηγική είναι ανύπαρκτη και η ισχύς του κράτους που πηγάζει μέσα από τη διαχρονικότητα και συνεκτικότητα των κυβερνητικών του θεσμών, αδύναμη. Η υψηλή πολιτική εξαντλείται στην κάλυψη τακτικών, βραχυπρόθεσμων και συχνά εφήμερων στόχων ενώ παραβλέπεται τελείως ή έννοια της συνέχεια της κρατικής πολιτικής. Δρούμε πάντα πυροσβεστικά και κατόπιν εορτής και ποτέ βάσει σχεδίου ή στρατηγικής διεργασίας. Σκεφτόμαστε με όρους διαπροσωπικής ηθικής και μοιρολατρίας αντί να επεξεργαζόμαστε τρόπους για να βελτιστοποιήσουμε στο μέγιστο δυνατό βαθμό τους συντελεστές ισχύος μας.

Δε θα κουραστώ να επαναλαμβάνω την πνευματική παρακαταθήκη του Θουκυδίδη ότι δηλαδή ο ισχυρός πάντα θα πάρει αυτά που μπορεί ενώ ο αδύναμος θα υποστεί αυτά που πρέπει. Ανήθικο στις σχέσεις μεταξύ κρατών δεν είναι ο ισχυρός να πάρει αυτά που η δική σου αδυναμία του επέτρεψε να σου αποσπάσει. Ανήθικο είναι οι ηγέτες που εσύ επέλεξες να σε καταστήσουν τόσο αδύναμο ώστε να είσαι έρμαιο στις ορέξεις του ισχυρού.        

8 Νοε 2017

Η Άνοδος και η Πτώση των Κοινωνιών

Αναρωτιέμαι συχνά τι μπορεί να σκέπτεται ένας ηγέτης εναντίον του οποίου έχει ασκηθεί δολοφονική επίθεση. Μήπως να μονολογεί ότι «εγώ τουλάχιστον έκανα το χρέος μου;» Μήπως να σκέφτεται «αυτό είναι το ευχαριστώ;» Άραγε τι να σκεφτόταν ο Λουκάς Παπαδήμος όταν ήταν στο νοσοκομείο; «Ευτυχώς που τι γλύτωσα;» Η μήπως, «μα πόσο βλάκας ήμουν που μπλέχτηκα με τα πίτουρα;» Ο Καποδίστριας πριν από αυτόν τι να σκεπτόταν άραγε; Ο Βενιζέλος δύο φορές τι να σκέφτηκε; Ο Κολοκοτρώνης όταν δικαζόταν επί εσχάτη προδοσία; Ο Τρικούπης όταν αναφώνησε το «ανθ΄ ημών Γουλίμης»; Ή μήπως όλοι αυτοί να σκέπτονταν «Α ωραία! Τώρα που θα πεθάνω θα ονοματίσουν κάποιον δρόμο/αεροδρόμιο/πανεπιστήμιο στο όνομα μου»; 
Η πρόσφατη δολοφονική απόπειρα κατά του Λουκά Παπαδήμου και κυρίως, η αντιμετώπιση της μέσω blame game και μετάθεσης ευθυνών από το επίσημο κράτος, καταδεικνύει με εκκωφαντικό τρόπο το μέγεθος της παρακμής της ελληνικής κοινωνίας. Να ήταν και η πρώτη φορά που κάτι τέτοιο συνέβη στο διάβα της νεοελληνικής ιστορίας, να το αποδώσει κανείς στο τυχαίο θυμικό ενός τρελού. Δυστυχώς όμως δε θα μπορέσουμε να εξιλεωθούμε πίσω από την ατομική τρέλα ενός περιθωριακού διότι πριν από τον Παπαδήμο προηγήθηκαν ο Καποδίστριας και όλοι όσοι ανέφερα παραπάνω. Άνθρωποι που θυσίασαν τα πάντα για να πιάσουν την καυτή πατάτα και που, πριν οπλιστεί το χέρι των δολοφόνων τους, ηθικών ή πραγματικών, τους είχε λιθοβολήσει η ίδια η κοινωνία με τη στάση της.

Ποια άραγε είναι τα κριτήρια εκείνα μέσα από τα οποία μετριέται η πορεία μιας κοινωνίας μέσα από το ρου της ιστορίας; Πότε μια κοινωνία είναι ενάρετη και πότε τελματωμένη; Πως ένα κράτος, το οποίο αποτελεί τη φυσική συνέχεια μιας κοινωνίας, προοδεύει και επιβιώνει και πότε αφανίζεται για πάντα; Θα εξετάσουμε την Ελλάδα και την ελληνική κοινωνία από διάφορες οπτικές γωνίες για να δούμε εάν πράγματι στα 196 χρόνια επίσημης ύπαρξης του νεοελληνικού κράτους έχει σημειωθεί κάποια πραγματική πρόοδος της ελληνικής κοινωνίας.

Μήπως οι επιτυχίες ενός κράτους και μιας κοινωνίας μετριούνται από το μέγεθος και τη διαχρονική ικανότητα της σκληρής ισχύος τους; Εξετάζοντας τη στρατιωτική ιστορία της Ελλάδος, μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητάς ότι η πιο επιτυχημένη στρατιωτικά περίοδος είναι αυτή των Βαλκανικών Πολέμων όπου, μέσω κατάλληλων διπλωματικών κινήσεων, ενάρετης διακυβέρνησης και προπαρασκευής από το Βενιζέλο, η Ελλάδα έφθασε να διπλασιάσει σε σύντομο χρονικό διάστημα την επικράτεια της. Πως διαχειριστήκαμε εμείς ως κοινωνία αυτή τη σημαντική επιτυχία; Μα με την προσφιλή μας τακτική, δηλαδή με εμφύλιο πόλεμο (Εθνικός Διχασμός, 1916), δολοφονική απόπειρα κατά του Βενιζέλου μόλις έχει διαπραγματευτεί τη μεγαλύτερη διπλωματική επιτυχία στα χρονικά της νεοελληνικής ιστορίας (1920), αποκαθήλωση του Βενιζέλου στις εθνικές εκλογές του 1920 μέσω χρήσης λαϊκίστικου ρεπερτορίου (τι πρωτότυπο για εμάς!) και εν τέλει, κατάληξη με τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922). Α και ξέχασα να προσθέσω, προσφυγή και πάλι στις ικανότητες του Βενιζέλου ως εθνικού μας διαπραγματευτή στη Λοζάνη μήπως και περισώσει κάτι από τα αποκαΐδια.

Αντιλαμβάνεστε ότι θα μπορούσα να συνεχίσω με αρκετά παραδείγματα αλλά δε θα το κάνω. Αντίθετα θα προτιμήσω να σταθώ στο σήμερα. Είναι λοιπόν ευρέως παραδεκτό ότι η στρατιωτική, σκληρή ισχύς ενός κράτους βρίσκεται σε ισχυρή, ανάλογη συνάρτηση με την οικονομική του ισχύ. Εσείς, πόσα χρεοκοπημένα κράτη γνωρίζετε να έχουν διεξάγει επιτυχείς στρατιωτικές επιχειρήσεις μέσα στην πορεία της ανθρώπινης ιστορίας; Ή έστω, πόσα κράτη μπορούν να προβάλλουν σκληρή ισχύ προς προστασία των συμφερόντων τους όντας σε οικονομική αδυναμία; Ο Παναγιώτης Κονδύλης, φιλόσοφος και διανοούμενος με την πραγματική σημασία της λέξης, λοιδορήθηκε και χλευάστηκε από το ελληνικό ακαδημαϊκό κατεστημένο (βραβεύτηκε για το έργο του από τη Γερμανία με τα βραβεία Goethe και Humboldt αλλά δεν «έκανε» για το Καποδιστριακό) αλλά ήταν από τους λίγους που με κρυστάλλινη καθαρότητα προέβλεψε, ανάμεσα στα άλλα, μέχρι κεραίας το στρατηγικό αδιέξοδο και τη μετατροπή της Ελλάδος σε κράτος δορυφόρο. Η Ελλάδα λοιπόν σήμερα, είναι ένα κράτος φόρου υποτελές κατά δύο έννοιες: αφενός είναι υποτελές στους δανειστές της αφού οποιαδήποτε οικονομική απόφαση λάβει πρέπει να χαίρει της έγκρισης τους. Αφετέρου, είναι ένα κράτος δορυφόρος της Τουρκίας αφού άγεται και φέρεται, δηλαδή αντιδρά και δεν δρα σε κινήσεις προβολής της σκληρής ισχύος της. Οι καιροί έχουν αλλάξει και δε χρειάζεται να σκεφτόμαστε με όρους του παρελθόντος όπως μακροχρόνιες συρράξεις, εισβολές και κατακτήσεις εδαφών για να αποδεχτούμε ότι είμαστε υποτελείς. Για την ακρίβεια, δε χρειάζεται να πέσει καν μια τουφεκιά: η απειλή προβολής ισχύος είναι αρκετή για να μας σύρει σε πολιτικές κατευνασμού του ισχυρού.

Μήπως η επιτυχία μιας κοινωνίας και ενός κράτους μετριούνται από την οικονομική ευμάρεια των πολιτών του και της κοινωνίας εν γένει; Όπως περιέγραψα και παραπάνω, είμαστε μια οικονομικά χρεοκοπημένη κοινωνία. Κάτι τέτοιο δεν αποτελεί ντροπή αφού και τα ισχυρότερα κράτη στη γη (Ρωσία, Γερμανία για παράδειγμα) έχουν περιπέσει σε καθεστώς χρεοκοπίας. Η διαφορά συνίσταται στην επαναληψιμότητα του φαινομένου. Όταν μέσα σε 196 χρόνια έχεις χρεοκοπήσει ΠΕΝΤΕ φορές, τότε όχι μόνο κάτι πάει στραβά αλλά ακόμα χειρότερα, δε μαθαίνεις και από τα λάθη σου! Η διαχρονική νοοτροπία της νεοελληνικής κοινωνίας είναι το «ζήσε για το σήμερα, φάε το αύριο και όταν έρθει το αύριο βλέπουμε». Οι οικονομικές παθογένειες της Ελλάδος έχουν ιστορικά αναλυθεί ad nauseum και δε χρειάζεται να επεκταθώ περεταίρω. Είναι οπωσδήποτε λυπηρό να διαβάζει κανείς ιστορικές πηγές και να μπερδεύεται ως προς το ποια ιστορική περίοδο αφορούν (για έναν περίεργο λόγο όλες, μα όλες οι πηγές ομοιάζουν καταπληκτικά με το σήμερα) αλλά κοινωνίες οι οποίες αρνούνται να δούνε τα λάθη τους δε δικαιούνται να έχουν μέλλον.

Μήπως η επιτυχία μιας κοινωνίας συνίσταται στην ευρυμάθεια της, την αναγωγή της αριστείας σε πρότυπο ή την εν γένει καλλιέργεια των γραμμάτων, των τεχνών και της επιστήμης; Σύμφωνα με τις δύο τελευταίες μελέτες της PISA (2012, 2016) οι Έλληνες μαθητές έρχονται από τους τελευταίους ανάμεσα στις τριάντα πλουσιότερες και ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου σε βασικές μαθησιακές ικανότητες όπως κατανόηση ελληνικού κειμένου, μαθηματικές ικανότητες και χρήση λογικής. Ναι αλλά οι Έλληνες επιστήμονες, τα Ελληνικά μυαλά, λαμπρύνουν με την παρουσία τους τα ξένα πανεπιστήμια και…Ναι, ναι όλοι το έχουμε ακούσει αυτό το παραμύθι περί άριστων Ελλήνων που είναι πανέξυπνοι και επιβιώνουν παντού και ανθίζουν ακόμα και στη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης. Και πάλι σύμφωνα με τις μελέτες της PISA οι Έλληνες αριστούχοι (δηλαδή όσοι μπορούν να λύσουν Level 6 προβλήματα στην εξαβάθμια κλίμακα της PISA) είναι και αναλογικά λιγότεροι σε σχέση με άλλες χώρες και με χαμηλότερα σκορ. Το γεγονός ότι ακόμα και αυτοί οι άριστοι καταφεύγουν στο εξωτερικό καταδεικνύει την κατάντια της ελληνικής κοινωνίας η οποία αδυνατεί να κρατήσει τους καλύτερους κοντά της. Αλλά ας αφήσουμε τους Έλληνες μαθητές στην ησυχία τους. Ποιο από τα ελληνικά πανεπιστήμια βρίσκεται στην πρώτη εκατοντάδα της παγκόσμιας κατάταξης; Η ελληνική κοινωνία αγκαλιάζει άραγε την αριστεία ή μήπως η γλώσσα λανθάνουσα του κυρίου Μπαλτά, ότι δηλαδή η αριστεία είναι ρετσινιά, αποκάλυψε τελικά ωμά την αλήθεια; Μήπως κατά βάθος φθονούμε τον άριστο; Μήπως θέλουμε να τον κατεβάσουμε για να μην αποκαλυφθεί η δική μας γύμνια; Και σε τελική ανάλυση, άντε να πείσεις έναν νέο περί αριστείας όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας είναι ένας πρώην καταληψίας.

Μήπως η επιτυχία μιας κοινωνίας συνίσταται στην κρατούσα κοσμοθεωρία της, δηλαδή στο πως αντιλαμβάνεται την αλληλεπίδραση της με τον περιβάλλον της και πως αντιδρά στα ερεθίσματα που δέχεται; Ας το εξετάσουμε λοιπόν αυτό. Προσωπικά πιστεύω ότι η φράση του Χάρρυ Κλυν ότι δηλαδή «… στην Ελλάδα μόνο οι μαλάκες και τα ρολόγια δουλεύουν…» περιγράφει με τρομακτική ακρίβεια την πραγματικότητα. Στην ελληνική κοινωνία δεν υπάρχει η κουλτούρα της εργασίας. Υπάρχει η κουλτούρα της αποφυγής της εργασίας «άστο γι’ αύριο, θα δούμε, μη το σκαλίζεις αυτό τώρα, κλπ», η κουλτούρα του πασαλείμματος, της ήσσονος προσπάθειας, της μετριότητας και της κουτοπονηρίας. Άντι για προγραμματισμός υπάρχει η μοιρολατρία, αντί για το «συν Αθηνά και χείρα κίνει» υπάρχει το «έχει ο Θεός». Για όλα φταίνε οι εχθροί της Ελλάδας και του Χριστιανισμού (του Ορθόδοξου έτσι, μη παρεξηγηθούμε κιόλας) που αντιμάχονται τους πτωχούς πλην τίμιους Έλληνες και όπου «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι». Αναζητούμε πάντα τον Σωτήρα πατερούλη ηγέτη που ως δια μαγείας θα μας σώσει από τα δεινά στα οποία έχουμε περιπέσει, μη αντιλαμβανόμενοι όμως ότι πρέπει εμείς οι ίδιοι να δουλέψουμε για τη σωτηρία μας. Ε δε πειράζει, ας δουλέψει ο γείτονας, ας πληρώσει φόρους ο δίπλα, ας πάει στρατό στα σύνορα ο φτωχός, αυτά δεν είναι για μένα. Εγώ μόνο από το δημόσιο ταμείο να τρώω και άμα διακοπεί το συσσίτιο τότε να βρίσω τον παραδίπλα που μου πήρε την αργομισθία. Αρεσκόμαστε και αναλωνόμαστε στην ενασχόληση με φαντάσματα του παρελθόντος. Άραγε ποια άλλη χώρα διαθέτει ταυτόχρονα φιλοσταλινικό και ναζιστικό κόμμα στη Βουλή της; Σε ποια άλλη χώρα η πολιτική ζωή της διεξάγεται με όρους ψυχροπολεμικού εμφυλίου εβδομήντα κοντά χρόνια μετά τη λήξη του; Αλλά όπως είναι παγίως γνωστό, η ποιότητα της ηγεσίας μιας κοινωνίας αποτελεί αδιάψευστο καθρέφτη της. Αυτοί είμαστε, αυτούς τους ηγέτες έχουμε.  

Η Ελλάδα επιβιώνει και βρίσκεται εδώ που βρίσκεται όχι λόγω στρατηγικού προγραμματισμού ούτε λόγω των άοκνων προσπαθειών των κατοίκων της αλλά λόγω της γεωγραφικής της θέσης η οποία έχει εξελιχθεί σε ευχή και κατάρα ταυτόχρονα. Την Ελληνική Επανάσταση, μετά το προσφιλές μας σπορ του εμφυλίου και της διασπάθισης δανεικών χρημάτων, τη διέσωσε η επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων (ναυμαχία Ναυαρίνου). Την ελληνική κατάρρευση του 1897 τη σταμάτησε η επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Όταν όλοι οι άλλοι αποκαθιστούσαν τα ερείπια που άφησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, εμείς είπαμε να συνεχίσουμε για μερικά ακόμα χρόνια και το γεγονός ότι ανήκουμε εκεί όπου ανήκουμε σήμερα το οφείλουμε πάλι στην επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Το οικονομικό μεταπολεμικό θαύμα της Ελλάδος οφείλεται στην απλόχερη ξένη βοήθεια (πακέτο Marshal). Τα χρόνια της οικονομικής ευμάρειας των τελευταίων, προ κρίσης δεκαετιών οφείλονται σε Ευρωπαϊκά χρήματα τα οποία εμείς πήραμε, σπαταλήσαμε σε εφήμερες απολαύσεις και τώρα δρέπουμε τους καρπούς της αποχαύνωσης μας.

Σύμφωνα με τελευταίες δημογραφικές προβολές, στα μέσα του τρέχοντος αιώνος ο πληθυσμός της Ελλάδος θα κυμαίνεται από επάμισι (worst case scenario) έως ενεά εκατομμύρια (best case scenario). Κοντολογίς, ο πληθυσμός της χώρας θα έχει μειωθεί στην καλύτερη των περιπτώσεων κατά δύο εκατομμύρια ψυχές. Αντιλαμβανόμαστε τι σημαίνει αυτό ή μήπως και αυτό είναι «απαισιοδοξία»; Λέτε να φροντίσει ο «Θεός της Ελλάδος» και για αυτό; Άραγε πώς να αισθανόταν η Κασσάνδρα όταν ο Απόλλωνας της έδινε το χάρισμα να προβλέπει το μέλλον; Μήπως τελικά η Κασσάνδρα ήταν η πρώτη καταγεγραμμένη ρεαλίστρια στην ελληνική ιστορία; Μήπως τελικά πιστεύουμε ότι η Ελλάδα πάντα υπήρχε, πάντα θα υπάρχει ότι και να γίνει; Η ιστορία όμως είναι αμείλικτη και έχει εξαφανίσει άλλες κοινωνίες με μεγαλύτερο ιστορικό αποτύπωμα από το δικό μας (μη νομίζετε, υπάρχουν και τέτοιες). Καμιά κοινωνία δεν έχει υπογράψει συμβόλαιο με την ιστορία και ο Δαρβινισμός ισχύει το ίδιο αμείλικτα για αυτές όπως ισχύει στη φύση. Ή εξελίσσεσαι ή πεθαίνεις.           


                

5 Σεπ 2017

North Korea: A Problem from Hell

With increasing alarm, we continue to witness the escalating tension between North Korea and the United States and its regional allies. Sure enough, the rhetoric being used seems outright hostile; were it only a case of one not being afraid of barking dogs which don’t bite the issue would be little more than business as usual in the Korean peninsula. Thus the real question to be asked here is, primarily, whether this brewing crisis differs in any way from previous ones and, more importantly, what are the motives and aims of the key actors. We will begin our analysis with a brief history of the Korean peninsula and continue onwards with a presentation of the current key players. As always, I will remind the reader that the study of international relations is not fortune telling and that problems between states are always complex and multi-faceted. There is rarely if ever a simple black and white solution nor can one assume full rationality of the actors. As Robert McNamara, secretary of defense under JFK and Lyndon Johnson, very astutely observed about the Cuban missile crisis (1962): “I want to say, and this is very important: at the end we lucked out. It was luck that prevented nuclear war. We came that close to nuclear war at the end. Rational individuals: Kennedy was rational; Khrushchev was rational; Castro was rational. Rational individuals came that close to total destruction of their societies. And that danger exists today.”[1]

The Korean peninsula had been inhabited since ancient times with various kingdoms rising and falling, but actually came into the global arena so to speak with the Mongol invasion of 1231. After seven major campaigns and 39 years of struggle the Koreans finally pledged their allegiance to their Mongol overlords. After the decline of the Mongols, the fifteenth and sixteenth centuries saw, through the efficient stewardship of the Joseon dynasty, the flourish of the Korean kingdom. During this golden age there was a significant advance in the arts and sciences in areas such as printing, astronomy, calendar science, ceramics, military, geography, cartography, medicine and agriculture. In some of these areas the innovations accomplished where unparalleled by develolpments in the rest of the world.

The end of the 16th century saw the invasion of Korea by Japan which in the end caused the intervention of Ming China. In the early 17th century, as the Koreans where struggling to rebuild they were again invaded, this time by the Manchu. After stabilizing its relations with China, the Korean peninsula enjoyed about two hundred years of relative peace. Despite this external respite, the Korean peninsula gradually slipped into decline and austere isolationism, earning the nickname in the early 19th century of the “hermit kingdom”. The steep decline of the Chinese dynasties during that era was followed by the meteoric rise of Japan. After the successful outcomes during the Sino-Japanese war (1894 – 1895) and the Russo-Japanese war (1904 – 1905), the Korean empire was increasingly drawn within the Japanese sphere of influence eventually leading to the outright annexation of Korea in 1910.

The Japanese rule (1910 – 1945) was an era which combined brutal repression with attempts to impose Japanese culture. Korea was, in effect, handled little differently than how the European powers of the era treated their colonial empires. As World War II was reaching its final stages in 1945, the Soviet Union, in accordance with provisions agreed in the Yalta conference[2], invaded and swiftly secured the northern part of the region. As elsewhere in the world, the rising tensions between the two superpowers quickly led to the dissolution of the inter-allied trustee council and eventually, to the formation of two separate states of which only the southern one was internationally recognized. In 1950 the northern invasion of the south quickly escalated into what is now known as the Korean War (1950 – 1953), a brutal conflict which led to over a million dead, featured the involvement of all major powers of the era (USA, USSR, China) and brought us to the brink of nuclear weapons use. The 1953 armistice put an uneasy, temporary end to the conflict. It must be pointed out that no formal peace treaty has ever been signed between the two nations which technically, are still at war with each other.

This, in effect, is a brief history of the region which gives us a useful basis upon which we can base our current analysis. We will begin by trying to paint a picture of North Korea as an actor of the international stage. Using existing tools of analysis, we will begin by stating that North Korea is governed by a personality-cult dictatorship. Communism and Marxism as ideologies have absolutely nothing to do with the God-like cult which continuously impresses the divine nature of the leading dynasty. To make a rough approximation, imagine combining the teachings of Confucius which emphasize obedience of the individual and conformity with the reign of fear, paranoia and terror that Stalin indulged. The closest analogy that we ever had in Europe would be that of Nicolae Ceausescu who tried to emulate the personality cults of Mao Zedong and Kim-Il-sung.

If we were to analyze North Korea under this perspective we would see that the leader cannot actually escape this divine image that he has inherited. He has to either play along or perish. Running a dictatorship translates in a situation where constantly the chips are all in on the table. There is no going home after an election. Fail and your head will be served on a platter. To this one might add that the North Korean elite is bound to have noticed the end that befell upon Hussein and Gadhafi, who both abolished their WMD programs only to meet their deaths by direct or indirect US intervention. Therefore, the North Korean ballistic and nuclear program should ultimately be seen as regime insurance. Or, in other words, “try to topple me and I’ll push the button”. Yes, the North Koreans have used their nuclear program in the past to bargain for food and oil but these are merely positive side-effects. The real nature of the program is to ensure the survival of the ruling dynasty. In this sense, the rhetoric being used by the regime is just for internal propaganda purposes. The leadership is not only rational but hell-bent upon its survival. Leaving aside events of chance which always play a role in history, North Korea will not be the one to attack first because they know full well that this will be the end of the regime. Instead they are signaling their capabilities as insurance. And it should be noted that the North Koreans have a redundant insurance regime in place. Should the US go forward and pre-emptively surgically strike against nuclear and other facilities the North can go ahead and obliterate Seoul, the capital of South Korea with a population of millions which happens to be within range of thousands of pieces of rocket and barrel artillery. To this we should add their intermediate-mobile based ballistic missiles which can pop a nuclear warhead in Tokyo in less than five minutes time. North Korea’s backup insurance plan is anchored upon the huge cost that it can inflict should its primary insurance plan be tampered with.

Moving along the border, we find China, North Korea’s biggest benefactor and backer. Some analysts naively believe that North Korea is merely a puppet, used by the Chinese at will as a thorn with which to prickle the USA. Historically speaking, if it wasn’t for the millions of Chinese soldiers which Mao poured in to stave off the northern collapse, the North Korean regime wouldn’t be here today. Currently, China is by far the largest trading partner of North Korea, accounting for 85% of its imports and exports and providing most (in not all) of its oil and vital hard currency reserves. Without China, North Korea would be dead in the water within weeks. The North Koreans know full well that China, as a rising contender to the US hegemony, is deeply annoyed by the presence of American military installations in South Korea and to a lesser extent Japan. They know that China is alarmed by the prospect of a unified Korea, friendly to the USA. They know that they, North Korea, are useful to the Chinese as a buffer state.

One should note however that all these facts do not mean that the Chinese are either entirely happy with the way things have proceeded with the North Korean nuclear and ballistic program or that they are fully in control as puppet masters. China would have preferred to keep things at a quieter level because North Korea can potentially become a source of major embarrassment for them. The brazen way with which North Korea has brushed aside public Chinese statements which urge for caution and restraint are a potential signal towards other actors that China is just as powerless over North Korea as they are, causing an embarrassing loss of face for the Chinese. If on the other hand they were to cut off oil supplies (through a pipeline which runs from Manchuria to North Korea) and trade relations, this might destabilize the north to a very dangerous extent. And one does not want destabilized neighbors armed with hydrogen bombs at their doorstep. At the very least, a Chinese pull of the plug would create a humanitarian crisis with potentially millions of refugees. In the end, although China is annoyed with what North Korea is doing, although they might have wanted lesser tensions in the region, they’re not necessarily losing any sleep about it for the time being. North Korea is a severe annoyance for South Korea, Japan and the USA, not for them. What could complicate matters in the near future would be a move from South Korea and Japan to secure nuclear deterrents of their own. Should this happen, this would not only be enormously destabilizing for the region but it would also be damaging for China’s aspirations towards regional hegemony.

On the other side of the Pacific Ocean we have the United States of America, currently serving as the resident regional hegemon. The United States are at the moment faced with the following dilemma. North Korea has repeatedly called Trump’s bluff and continued on with rocket launches and hydrogen bomb tests in defiance of the high end rhetoric being used. As is often the case, bombastic and populist rhetoric, while useful in temporarily boosting the leader’s approval ratings, can only cause trouble when executing state policy. As things stand now, the United States has to either use pre-emptive force to punish North Korea for its defiance or find a diplomatic pretext (for example a UN resolution) behind which it will attempt to back down. If the aggressive stance wins ground then the US is faced with a series of extremely costly options. First of all, there is no surgical strike which can guarantee the complete destruction of North Korea’s strategic assets. Should any such assets survive, it is certain that North Korea will operate on the basis of “use them or lose them”. This might mean a nuclear mushroom on a city of the west coast, an eventuality that no one would even want to contemplate in the US establishment. But even if no mushroom clouds materialize, as I’ve stated earlier, North Korea has Seoul surrounded by thousands of conventional artillery pieces and can obliterate that city within seconds. That translates into the death toll potentially rising up to staggering six figure numbers. Therefore, although the US might end up not paying any direct cost, the potential damages to its allies (South Korea and Japan) can be horrendous. The diplomatic solution will certainly mean loss of face for the administration and that’s the price that one has to pay when constricting policy options with tweets and hollow words. My personal analysis is that the USA will let the matter slide because they cannot afford the cost that a pre-emptive strike can potentially entail. My only cause for concern here is the erratic and irrational behavior of its commander in chief. As is well documented in history, major wars have erupted in the past due to chance events and leadership miscalculations. As Bismarck had once prophesized, world war one began because of a “silly thing in the Balkans”.

Moving on towards the other players in the scene, we make our first stop in Russia which happens to share a tiny part of its borders with North Korea. Russia is more than happy to watch this entertaining scuffle as it provides a source of annoyance towards the American hegemon. It must be noted that immediately after the second world war, the Soviets where the biggest patrons of the newly formed state providing extensive supplies in equipment and specialized personnel. Although nowadays Russian influence within North Korea is nowhere near where it was during the days of Stalin, the Russians are nonetheless eager to exploit this thorn in the American side. With bilateral relations with the US sliding down the drain, the Russians are more than eager to utilize such events for public relations gains. And, as with the Chinese, they have very little skin of their own in the game. North Korea is targeting Japan, South Korea and the US, not Russia.

Finally, we have South Korea and Japan. Both countries stand to face enormous costs should military options be engaged and this is especially true of South Korea. The problem that they are facing is one that no nation wishes to face. If they continue appeasing the North Koreans, they will continue to extort more and more “humanitarian” resources which everyone knows are used to prop up the military and the ruling elite. If they confront the North Koreans or if others (China, USA) do this in their steed, they are the ones who potentially face the complete destruction of their countries and economies. Right now, South Korea and Japan are betting their chips on the military alliance they have with the US. They are hoping that the North Koreans realize that if they were to be harmed, the full military might of the US would come crashing upon them. This notion is not particularly comforting for the both of them as it is well known that it is not prudent for a state to base its security and survival upon the actions of a third actor. The most destabilizing policy action that they could undertake would be to begin plans to acquire nuclear weapons of their own. This would open the Pandora’s Box of nuclear proliferation with unimaginative consequences for our world.

My belief is that North Korea will forever alter the status quo by successfully completing an ICBM rocket launch thus offering verifiable proof of their nuclear deterrent capabilities. Once that milestone has been achieved it becomes pointless for the US to undertake any pre-emptive strikes as even the slightest chance of failure on their part can translate into enormous direct costs for them. Once the news fade from the public scene everyone will be more than happy to let China handle the problem in the usual way, i.e. providing oil and supplies to prop up the regime in exchange for peace and quiet. This scenario can be destabilized by random events such as famine and crop failure in the North, or a decision to bomb their nuclear and ballistic installations by a bellicose US administration. The most dangerous situation of all would be a destabilized nuclear armed North Korean regime with warrying factions vying for power. As it is right now, it is assumed that the current Kim is keeping an iron grip upon the higher echelons of power but this is just that; an assumption. It is assumed that “the button” is held firmly within his grip but were it not to be the case things could get extremely dangerous very quickly. A war in the Korean peninsula could potentially involve all major powers (China, Russia, US) and cause untold damage and destruction.


[1] Morris Errol. The Fog of War: Eleven Lessons from the Life of Robert S. McNamara (2003) - IMDb. (2003).
[2] The Yalta conference provided for a four power trusteeship over the Korean Peninsula

3 Φεβ 2017

America First

“No nation’s security and well-being can be lastingly achieved in isolation but only in effective cooperation with fellow-nations” – Dwight D. Eisenhower

Σε προηγούμενη ανάρτηση μου (http://tasos0079.blogspot.gr/2016/11/its-morning-again-in-america.html), εξέτασα κυρίως το «γιατί» της εκλογής του Donald Trump. Στο παρόν κείμενο, θα επιχειρήσω να αναλύσω εκτενέστερα τις επιπτώσεις σε παγκόσμιο επίπεδο από τη διαφαινόμενη διολίσθηση των Η.Π.Α. προς τον απομονωτισμό.

Στο κείμενο – σταθμός του Kenneth Waltz Man, The State, And War γίνεται ανάλυση του διεθνούς φαινομένου μέσα από τρία επίπεδα: το ατομικό (man), το επίπεδο του κράτους (state) και τέλος, το επίπεδο του διεθνούς συστήματος (war). Εν συντομία, αναφερόμενοι στα τρία επίπεδα του Waltz θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο πρώτο επίπεδο η εμφάνιση του πολεμικού φαινομένου έχει να κάνει με την προσωπικότητα του ηγέτη. Παραδείγματα εδώ ο Ναπολέων Βοναπάρτης, ο Σαντάμ Χουσεΐν κλπ. Στο δεύτερο επίπεδο, αυτό του κράτους, το πολεμικό φαινόμενο εξηγείται ως αποτέλεσμα της δομής του κράτους, των γραφειοκρατικών δομών του και του πολιτεύματος του. Κλασσικό παράδειγμα εδώ, η θεωρία περί ιμπεριαλισμού του Λένιν, ο οποίος διατυπώνει την άποψη ότι τα καπιταλιστικά κράτη οδηγούνται σε πολεμικές συγκρούσεις εξαιτίας του αδυσώπητου ανταγωνισμού τους ως προς τη διεκδίκηση νέων αγορών. Επίσης, ένα νεότερο παράδειγμα εδώ έχει να κάνει με το ότι μη δημοκρατικά κράτη ρέπουν ευκολότερα προς πολεμικές συγκρούσεις εξαιτίας της αυταρχικής δομής τους που επιτρέπει ευκολότερα τη λήψη αποφάσεων από ολιγομελής ομάδες ή, εν τέλει, από τον απολυταρχικό ηγέτη. Στο τρίτο πρίσμα, το οποίο ο Waltz δέχεται ως το πιο σημαντικό χωρίς όμως να παραγνωρίζει τη σημασία των άλλων δύο, οι αποφάσεις των κρατών καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από το διεθνές σύστημα εντός του οποίου διαβιούν. Δηλαδή, είναι οι περιορισμοί του διεθνούς συστήματος και οι εξωγενείς παράγοντες που αυτοί ασκούν σε μια κρατική οντότητα οι οποίοι εν τέλει καθορίζουν τη συμπεριφορά του. Είναι η άναρχη και ανταγωνιστική φύση του διεθνούς συστήματος αυτή η οποία καθορίζει τη συμπεριφορά των κρατών. Άναρχη, διότι δεν υπάρχει καμία ανώτατη αρχή πάνω από τα κράτη που να επιβάλλει αποφάσεις δυνάμει ενός κοινά αποδεκτού αξιακού κώδικα. Ανταγωνιστική, διότι όλα τα κράτη ανταγωνίζονται μεταξύ τους ως προς την επιβίωση τους. Όσο πιο ισχυρό είναι ένα κράτος, τόσο πιο ασφαλές είναι, με οριστικό έπαθλο την επίτευξη ηγεμονίας. Για να το πούμε αλλιώς, όταν στο σπίτι μας πραγματοποιείται μια διάρρηξη εμείς έχουμε τη βεβαιότητα της ύπαρξης του «100», για τα κράτη δεν υπάρχει μια τέτοια βεβαιότητα.

Αναλύοντας λοιπόν τις Η.Π.Α. του Donald Trump από το πρώτο πρίσμα θα πρέπει σαφώς να αναγνωρίσουμε την επικινδυνότητα της κατάστασης. Έχουμε να κάνουμε με ένα, στην καλύτερη των περιπτώσεων, εξαιρετικά εγωπαθές και ναρκισσιστικό άτομο το οποίο αντιλαμβάνεται τις διεθνείς σχέσεις με «γηπεδική» διάθεση. Ή για να το θέσουμε με αγγλοσαξονικούς όρους, ως ένα “pissing contest”. Ο άνθρωπος αυτός πιστεύει βαθύτατα ότι είναι πιο έξυπνος, πιο κατάλληλος και ότι εκείνος μόνο έχει όλες τις λύσεις για κάθε εμπόδιο που θα του παρουσιαστεί. Πιστεύει ακράδαντα ότι οι Η.Π.Α. έχουν αδικηθεί από την παγκοσμιοποίηση χωρίς να αναγνωρίζει ότι αυτή είναι απότοκο της ηγεμονίας τους και ταυτόχρονα πηγή ισχύος για αυτές. Ο λόγος του είναι έτσι δομημένος ώστε να αγγίζει τις ευαίσθητες χορδές της αδικημένης μεσαίας λευκής τάξης, μιας τάξης η οποία βλέπει την αγοραστική της δύναμη να φθίνει διαρκώς ενόσω αυτή απασχολείται σε ανασφαλείς εργασίες άνευ προοπτικής. Διότι μπορεί οι υπέρμαχοι της παγκοσμιοποίησης να διακηρύσσουν, ορθώς, ότι ο παγκόσμιος πλούτος αυξήθηκε επί των ημερών της και εκατομμύρια πολίτες χωρών του τρίτου κόσμου να εξήλθαν των τεχνικών ορίων της φτώχειας, πλην όμως οποιαδήποτε τέτοια διακήρυξη ηχεί κενή στα αυτιά της προαναφερθείσας λευκής μεσαίας τάξης. Μιας μεσαίας τάξης, η οποία σε τελική ανάλυση αισθάνεται έντονα τον φόβο των κυοφορούμενων τεκτονικών αλλαγών που επιφέρει η μαζική μετανάστευση πληθυσμών. Σε ένα τέτοιο καθεστώς, ο δημαγωγικός λόγος του Trump, δηλαδή το σύνθημα του “America First” βρίσκει εύφορο έδαφος, όσο διχαστική και αν είναι η πολιτική του πρόταση. Τα αποτελέσματα πρόσφατων δημοσκοπήσεων που διενεργήθηκαν επί της έκδοσης του προεδρικού διατάγματος περί περιορισμού, στην πράξη, της μουσουλμανικής μετανάστευσης βρίσκουν σύμφωνη τη σχετική πλειοψηφία. Σε τελική ανάλυση ο Donald Trump είναι ένας showman της reality TV. Ξέρει καλά ότι για να κάνεις νούμερα πρέπει ο λόγος σου να είναι ακραίος και διχαστικός. Έτσι πουλάς καλύτερα και αυτό φάνηκε περίτρανα, τόσο στις αρχαιρεσίες ανάδειξης του υποψηφίου του ρεπουμπλικανικού κόμματος όσο και στην προεκλογική προεδρική εκστρατεία.

Αναλύοντας το φαινόμενο Trump σε επίπεδο κρατικής οντότητας, θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι η πολιτική συγκυρία είναι ανησυχητικά ευνοϊκή υπέρ του. Το πολίτευμα των Η.Π.Α. όταν σχεδιάστηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 18ου αιώνα, προέβλεπε ξεκάθαρο διαχωρισμό των εξουσιών καθώς και πληθώρα αντίβαρων ούτως ώστε να μη δύναται η μια εξουσία (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική) να λάβει το πάνω χέρι σε σχέση με κάποια άλλη. Στην πράξη όμως και κυρίως από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, η ισχύς της εκτελεστικής εξουσίας όπως αυτή εκφράζεται από το πρόσωπο του προέδρου έχει ενισχυθεί σημαντικά. Εφόσον το εν λόγω πρόσωπο έχει τη θέληση να κυβερνήσει απολυταρχικά διαθέτει πλέον τα εργαλεία για να το πράξει. Εδώ, δε θα πρέπει να παραγνωρίζουμε την πολιτική συγκυρία της στιγμής. Αυτή το διάστημα, το σημαντικότερο αντίβαρο ως προς τις αποφάσεις του, δηλαδή η νομοθετική εξουσία όπως αυτή εκφράζεται από το Κογκρέσο και την πολύ ισχυρότερη Γερουσία, είναι στα χέρια ενός, αδύναμου να αντισταθεί στις προθέσεις του, ρεπουμπλικανικού κόμματος. Αλλά και η δημοκρατική μειοψηφία βρίσκεται σε εξαιρετικά δυσχερής θέση, αφού στις εκλογές ανανέωσης της Γερουσίας του 2018, από τις 33 εκλογικές αναμετρήσεις, οι 23 αφορούν δημοκρατικούς, οι δύο ανεξάρτητους που συμπορεύονται με τους δημοκρατικούς και μόνο οι 8 αφορούν ρεπουμπλικάνους γερουσιαστές. Και, από την ανάγνωση δημοσκοπήσεων και στατιστικών ευρημάτων από τις πρόσφατες προεδρικές εκλογές, οι συσχετισμοί ισχύος δεν αναμένεται να αλλάξουν υπέρ των δημοκρατικών.

Ακόμα και αυτοί, που με μειδίαμα αναφέρουν ότι «θα τον ελέγξει το κατεστημένο» δεν μπορούν να αναφέρουν συγκεκριμένα ποιο είναι αυτό το περίφημο κατεστημένο. O Donald Trump έχει κινηθεί εξαιρετικά έξυπνα, θα πρέπει να παραδεχθούμε. Έχει δώσει δημαγωγικό θέαμα για το κοινό του υποσχόμενος με υψηλών τόνων ρητορική το τοίχος με το Μεξικό, τον πόλεμο με το Ισλάμ, την τιθάσευση της μετανάστευσης και την ανάσταση της αμερικανικής μεταποίησης μέσω εμπορικού προστατευτισμού ενώ από την άλλη έχει τοποθετήσει ανθρώπους – εκφραστές του κατεστημένου και της Wall Street σε όλες τις θέσεις κλειδιά του υπουργικού του συμβουλίου. Πρόσφατα το χρηματιστήριο αξιών έσπασε κάθε ρεκόρ ξεπερνώντας τις 20.000 μονάδες, επομένως για πιο κατεστημένο ομιλούμε; Σε κάθε περίπτωση, κουραστικά θα επαναλάβω ότι και το γερμανικό βιομηχανικό κατεστημένο νόμιζε ότι μπορούσε να ελέγξει τον Χίτλερ. Η ιστορία βέβαια απέδειξε το αντίθετο με επώδυνο τρόπο. Συμπερασματικά λοιπόν, αυτή τη στιγμή η συντριπτική πλειοψηφία της κρατικής μηχανής των Η.Π.Α. καθώς και λοιποί μηχανισμοί ισχύος εντός της συντάσσονται ή δεν αντιτίθενται με τους σχεδιασμούς του προέδρου.

Πηγαίνοντας τώρα στο τρίτο πρίσμα, αυτό δηλαδή του διεθνούς συστήματος, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η περίοδος όπου οι Η.Π.Α. διατηρούσαν ανεπιφύλακτα τη θέση του ηγέτη του Δυτικού Κόσμου καθώς και αυτή του περιφερειακού ηγεμόνα σταδιακά πλησιάζει προς το τέλος της. Από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά, οι Η.Π.Α. επωμίστηκαν ένα κόστος σε χρήμα, αίμα και ανθρωποπροσπάθεια έτσι ώστε να ηγηθούν ορισμένων σχημάτων (regimes) τα οποία προσθέτουν μια κανονικότητα στις σχέσεις μεταξύ των κρατών. Οι Η.Π.Α. έχουν υπάρξει ο μεγαλύτερος χρηματοδότης του Ο.Η.Ε., ο βασικός και μεγαλύτερος μέτοχος του Δ.Ν.Τ., βασικός παίκτης της παγκόσμιας τράπεζα, του παγκόσμιου οργανισμού εμπορίου, ενώ σε επίπεδο ασφαλείας έχουν επωμισθεί το μεγαλύτερο μέρος του κόστους λειτουργίας του ΝΑΤΟ και διατηρούν σημαντικότατες αμυντικές δομές σε Ιαπωνία και Νότια Κορέα ως εγγύηση ασφαλείας των χωρών αυτών. Όπως έχω ξαναπεί, εάν το δούμε καθαρά σε ελληνικό επίπεδο, οι Η.Π.Α. έχουν παράσχει στη χώρα μας χρήματα (σχέδιο Μάρσαλ) όσο και άφθονο πολεμικό υλικό. Το ίδιο έχουν πράξει και για πάρα πολλές άλλες χώρες. Ήδη από την προεδρία του Obama είχε διαφανεί η διστακτικότητα των Η.Π.Α. να αναλάβουν μόνες τους το κόστος επεμβατικών διαδικασιών (π.χ. Συρία) με παρουσία στρατευμάτων στο έδαφος. Πλέον, με τον Donald Trump μια περεταίρω στροφή προς τον απομονωτισμό θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Καθώς οι Η.Π.Α. θα οχυρώνονται πίσω από τη θέση του “America First” θα ανακαλύπτονται συνεχώς νέοι εχθροί και νέα μέτωπα. Πιστεύω ότι το βασικό πεδίο ανταγωνισμού από εδώ και στο εξής θα είναι η Κίνα και δευτερευόντως το Ισλάμ γενικώς και αορίστως. Αυτή η θεώρηση είναι που θα οδηγήσει στην αναδιάταξη σχέσεων με τη Ρωσία προκειμένου αυτή να χρησιμοποιηθεί ως ανάχωμα στις Κινεζικές επιδιώξεις.

Καθώς οι Η.Π.Α. σταδιακά αποσύρονται από το ρόλο του ηγέτη του δυτικού κόσμου, το διεθνές σύστημα οδηγείται προς μια πολύ-πολική κατάσταση. Θα πρέπει και πάλι εδώ να τονισθεί ότι η σχετική σταθερότητα που βίωσε ο δυτικός κόσμος μέσω του διπολισμού είναι μια σπάνια, για τα δεδομένα της ανθρώπινης ιστορίας, παρένθεση σταθερότητας. Τα πολύ-πολικά συστήματα είναι ο κανόνας και αυτά είναι από τη φύση τους ασταθέστερα ενώ γενούν κρίσεις και εντάσεις μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Θα υπάρξει δηλαδή ένα κενό εξουσίας και καθώς οι Μεγάλες Δυνάμεις ανταγωνίζονται για την κάλυψη του αυτό θα δημιουργήσει τις κρίσεις και τις συγκρούσεις του μέλλοντος. Η θεωρία των διεθνών σχέσεων δεν είναι μελλοντολογική επιστήμη για να μπορεί να προβλέψει τα μελλούμενα. Πλην όμως, μπορεί να απαντήσει με σαφήνεια στο ότι η φύση των κρατών δεν πρόκειται να αλλάξει. Πράγμα που σημαίνει ότι η σύγκρουση μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων είναι κάτι που δύναται να επαναληφθεί. Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα όπως έλεγε και ο Κλάουσεβιτς. Κανένας πόλεμος δεν ξεκίνησε ποτέ επειδή αυτοί που τον αποφάσισαν ήξεραν εκ των προτέρων το αποτέλεσμα. Υπάρχει η προσδοκία ότι η ύπαρξη πυρηνικών όπλων καθιστά την επιλογή του πολέμου απαγορευτική μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. Δε χρειάζεται εδώ παρά να μελετήσει κανείς την πυραυλική κρίση της Κούβας για να καταλάβει το πόσο κοντά έφθασε ο κόσμος σε μια πυρηνική ανταλλαγή. Στο ερώτημα “who wants to be the king of a parking lot?” (ότι δηλαδή η ανταλλαγή πυρηνικών θα μετατρέψει τις χώρες σε απέραντα, ισοπεδωμένα πάρκινγκ) η απάντηση είναι ότι αν τα κράτη κινούνταν αποκλειστικά με γνώμονα το ρεαλισμό και με μηδενική αβεβαιότητα στη λήψη των αποφάσεων τους τότε δε θα υπήρχε η ανάγκη μελέτης, ούτε της ιστορίας ούτε των διεθνών σχέσεων.

Υπάρχουν επομένως οι εξής άξονες πολιτικής που θα καθορίσουν τη μοίρα του κόσμου μας στο μέλλον. Είναι οι σχέσεις Κίνας – Η.Π.Α., είναι οι σχέσεις Ρωσίας – Η.Π.Α. και είναι οι σχέσεις Ευρώπης  - Η.Π.Α. Στις σχέσεις Κίνας – Η.Π.Α. υπάρχουν διάφορα αγκάθια αυτή τη στιγμή, το μεγαλύτερο εκ των οποίων είναι το τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας ύψους πέριξ των 370 δις δολαρίων (στοιχεία του 2015). Ο Trump έχει υποσχεθεί να ανατρέψει αυτή την κατάσταση την οποία θεωρεί απαράδεκτη. Από την άλλη μεριά, η Κίνα κατέχει χρεόγραφα του αμερικανικού δημοσίου ύψους τρισεκατομμυρίων, γεγονός που της δίνει ένα αρκετά ισχυρό όπλο. Υπάρχει πάντα και το χαρτί της Ταϊβάν ενώ η Κίνα μπορεί σιωπηρώς να υποστηρίξει την Βόρεια Κορέα ως αντιπερισπασμό στις αμερικανικές επιδιώξεις. Καθώς η Κίνα θα αρχίσει να μετασχηματίζει την οικονομική της ισχύ σε σκληρή στρατιωτική ισχύ με δυνατότητα παγκόσμιας προβολής, οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο αυτές δυνάμεις θα διέρχονται ολοένα και συχνότερα από εντάσεις και κρίσεις.

Ως προς την Ευρώπη, ο Trump έχει διακηρύξει την απέχθεια του ως προς το ευρωπαϊκό μοντέλο το οποίο μεταξύ άλλων θεωρεί ότι τρέφεται εις βάρος των Η.Π.Α. τόσο σε εμπορικό επίπεδο όσο και σε θέματα ασφαλείας. Είναι γεγονός ότι χώρες όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία ευεργετήθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό τόσο από την ανοχή των Η.Π.Α. σε εμπορικά ελλείματα εις βάρος των, όσο και από την ανάληψη του κόστους ασφαλείας τους έναντι της Ε.Σ.Σ.Δ. Ο Trump θεωρεί ότι μπορεί ο ίδιος να συνεννοηθεί με τη Ρωσία του Putin, ενώ θέλει να εξαλείψει το εμπορικό πλεόνασμα της Ε.Ε. εις βάρος των Η.Π.Α. Αυτό συνεπάγεται μια τεράστια αναταραχή για την Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία ήδη κλυδωνίζεται από την αποχώρηση από το άρμα της, του Ηνωμένου Βασιλείου. Ταυτόχρονα, η διάθεση των Η.Π.Α. για προσέγγιση με τη Ρωσία δημιουργεί και θέμα ασφαλείας για την ΕΕ καθώς οι Η.Π.Α. του Trump έχουν δηλώσει σε όλους τους τόνους ότι θεωρούν το ΝΑΤΟ παρωχημένο και ότι οι ευρωπαίοι θα πρέπει να κάνουν περισσότερα για την ασφάλεια τους. Η προσέγγιση αυτή ή θα οδηγήσει προς μια περεταίρω εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή θα οδηγήσει προς την πλήρη διάλυση με ότι αυτό συνεπάγεται. Προσωπικά δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος ως προς την πρώτη εκδοχή καθώς οι αντίρροπες δυνάμεις που έχουν τεθεί σε ισχύ είναι σημαντικά ισχυρότερες από την, ούτως ή άλλως, βραδεία ικανότητα αντίδραση της ΕΕ ως προς τις εξελίξεις.


Κινούμαστε λοιπόν σε ένα περιβάλλον αυξανόμενης μεταβλητότητας και αβεβαιότητας όπου οι δεδομένες σταθερές του παρελθόντος σταδιακά εξαφανίζονται. Σε πρόσφατη συζήτηση που είχα, μου τέθηκε το ερώτημα: «μα καλά, ο πόλεμος έχει κόστος, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει κάτι τέτοιο στην Ευρώπη.» Η απάντηση μου ήταν ότι και στη Συρία το 2010 ένας πόλεμος θα ήταν αδιανόητος αν το έλεγες σε κάποιον Σύριο. Δε θα μπορούσε να το διανοηθεί. Τώρα όμως, εν έτη 2017, η Συρία είναι ένα διαλυμένο κράτος (failed state) με τρομακτικό κόστος σε ανθρώπινο πόνο και δυστυχία. Στο πολύ-πολικό σύστημα προς το οποίο μεταβαίνουμε δεν υπάρχουν ασφαλείς γειτονιές (safe havens) και σταθερές, υπάρχουν μόνο αβεβαιότητα και αυξημένες τριβές. Σε ένα τέτοιο καθεστώς, τα λάθη πληρώνονται και πολύ ακριβά και με ιδιαίτερα αυξημένο κόστος από τις μικρότερες δυνάμεις. Για να αποδειχθεί επομένως για άλλη μια φορά περίτρανα η ρήση του Θουκυδίδη ότι: «οι ισχυροί θα πάρουν αυτά που μπορούν και οι αδύναμοι θα υποστούν αυτά που πρέπει».      

10 Νοε 2016

It’s morning again in America

It’s morning again in America[1]

Οι εκλογές στις Η.Π.Α. είναι ήδη ιστορία και η εκλογή του Donald Trump ως 45ου προέδρου, γεγονός. Κόντρα σε κάθε προγνωστικό, δημοσκόπηση και ανάλυση ο Donald Trump κατόρθωσε να εκλεγεί αν και είναι μόλις ο πέμπτος πρόεδρος στην ιστορία των Η.Π.Α. που εκλέγεται έχοντας λάβει λιγότερες ψήφους από την αντίπαλο του[2]. Ο προηγούμενος πρόεδρος που είχε εκλεγεί κατ’ αυτόν τον τρόπο ήταν ο George Bush ο νεότερος. Πως όμως κατόρθωσε να εκλεγεί ένας υποψήφιος με ασαφέστατο πρόγραμμα, χρήση ακατάσχετης δημαγωγίας, υπόθαλψη των πιο ταπεινών ενστίκτων των ψηφοφόρων και χρήση λάσπης και ρατσιστικών/υποτιμητικών σχολίων; Απέναντι σε μια υποψήφια η οποία είχε τεράστια πολιτική εμπειρία, ήταν η πρώτη γυναίκα υποψήφιος και είχε τη μαζική στήριξη αυτού που ονομάζεται «κατεστημένο»; Επιπρόσθετα, σε αυτή την πρώτη ανάλυση θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε, εκτός από τα παραπάνω ερωτήματα και τις πιθανές επιπτώσεις της εκλογής Trump.  

Αν θα έπρεπε να αναλύσουμε την εκλογή Trump με λίγες μόνο λέξεις, θα λέγαμε ότι αποτελεί μια τεράστια σφαλιάρα του εκλογικού σώματος προς το λεγόμενο «σύστημα». Και εξηγούμαι ποιες από τις παρακάτω σκέψεις θα μπορούσε να τρέφει ένας από τους ψηφοφόρους του Trump: «…με εξαπατήσατε, μου είπατε τόνους ψεμάτων, μου πήρατε το σπίτι με πλειστηριασμό, είμαι χρεωμένος μέχρι το λαιμό, κάνω δύο δουλειές ταυτόχρονα απλά για να επιβιώσω/δεν έχω δουλειά γιατί το εργοστάσιο μου πήγε Κίνα/Μεξικό, βλέπω τον λαμπερό σας κόσμο και εγώ δε μπορώ ούτε το πιάτο να γλύψω! Μου κλέψατε το αμερικανικό όνειρο και τον τρόπο ζωής που εγώ είχα σίγουρο!» Θεωρώ δεδομένο ότι δεν ασπάζονται όλοι οι ψηφοφόροι του Trump τη μισαλλόδοξη και επικίνδυνη ρητορική του πλην όμως, τον ψήφισαν καθαρά από αντίδραση. Ο βομβαρδισμός της πλειοψηφίας των μέσων, ότι δηλαδή, ψηφίστε Clinton γιατί αλλιώς θα έρθει η συντέλεια του κόσμου λειτούργησε ακριβώς όπως και στο Brexit. Τσίγκλησε δηλαδή, τους ψηφοφόρους και έκανε μια κρίσιμη μάζα να σκεφτούν: «ε όχι! Δε θα κάνω αυτό που μου λέτε! Εγώ δεν έχω τίποτα να χάσω πλέον (πάντα έχεις κάτι να χάσεις) εσείς έχετε το άγχος!» Επικράτησε για μια κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων μια τιμωριτική διάθεση και ψήφισαν αυτό που ψήφισαν.

Όμως υπάρχουν και άλλοι λόγοι. Η οικογένεια Clinton είναι αυτό ακριβώς που λέει η λέξη: οικογένεια, δηλαδή τζάκι πολιτικό πλέον. Ο κόσμος δεν τους θεωρεί πλέον ως εκφραστές του, αλλά ως μέρος του συστήματος. Οι Clinton θα μπορούσαν πολύ εύστοχα να χαρακτηριστούν ως “champagne socialists”, δηλαδή λέμε ωραία λογάκια στους απλούς ψηφοφόρους αλλά συγχρωτιζόμαστε, τρώμε από το πιάτο (με ότι αυτό συνεπάγεται) και ακολουθούμε το lifestyle της πλουτοκρατίας. Όταν παγκοσμίως το εισόδημα της μεσαίας τάξης είτε έχει πέσει από γκρεμό είτε, στην καλύτερη των περιπτώσεων, έχει παραμείνει στάσιμο, τότε ο κόσμος όχι μόνο δε θα ακολουθήσει αυτά τα ωραία λογύδρια περί παγκοσμιοποίησης, αλλά θα σε φτύσει κατάμουτρα! Ακόμα και αν αυτό σημαίνει την εκλογή ενός επικίνδυνου δημαγωγού – νάρκισσου στην προεδρία των Η.Π.Α.

Το χάσμα μεταξύ των τάξεων είναι πλέον χαώδες και αυτό είναι πλέον ιδιαίτερα αισθητό στην Μέκκα του καπιταλισμού. Πλέον στις Η.Π.Α., παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα περί του αμερικανικού ονείρου, οι πιθανότητες ένα άτομο γεννημένο σε φτωχή οικογένεια να ξεφύγει της μοίρας του (το λεγόμενο και ως social mobility) είναι σημαντικά χαμηλότερες από το μέσο όρο των χωρών του Ο.Ο.Σ.Α (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας & Ανάπτυξης). Και πλέον, έχει καθιερωθεί και ένα άλλο φαινόμενο, αυτό που ονομάζεται ως “educational aristocracy”. Δηλαδή, όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα να εξασφαλίσουν την φοίτηση τους σε κάποιο από τα κορυφαία Ivy League πανεπιστήμια των Η.Π.Α. και του κόσμου είναι σίγουρο ότι ceteris paribus θα έχουν πολύ υψηλότερο μέσο εισόδημα από τον μέσο απόφοιτο ενός οποιουδήποτε άλλου ιδρύματος. Όταν όμως το κόστος φοίτησης σε ένα τέτοιο επίλεκτο ίδρυμα είναι πολλών μηδενικών πίσω από το πρώτο ψηφίο τότε αντιλαμβάνεται κανείς ότι τα ιδρύματα αυτά απευθύνονται σε ολοένα και λιγότερους και πιο πλούσιους. Η μέση οικογένεια στην Αμερική δε διαθέτει πλέον τους πόρους για να στείλει τα παιδιά της να σπουδάσουν. Η νέα γενιά αναγκάζεται είτε να δουλέψει σε εργασίες άνευ ουδεμίας προοπτικής είτε να χρεωθεί μέχρι το λαιμό με δάνεια για να κυνηγήσει το, ολοένα και πιο φευγαλέο, αμερικανικό όνειρο.

Η έλευση της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας σίγουρα δημιούργησε τεράστιο πλούτο παγκοσμίως, απέτυχε όμως να προτείνει μια, κατά το δυνατόν δίκαιη κατανομή του πλούτου αυτού. Ο ανειδίκευτος λευκός εργάτης του Αμερικανικού rust belt (παραδοσιακά βιομηχανικές πολιτείες δυτικά των Απαλλαχείων) ή των Βρετανικών Midlands γνωρίζει μόνο πως ήταν η ζωή του πριν λίγα μόνο χρόνια και σε τι εξαθλιωμένο επίπεδο έχει φτάσει τώρα. Και φυσικά, του φταίνε όλα: οι μετανάστες που του πήραν τη δουλειά, οι εμπορικές συμφωνίες που του έκλεισαν ή μετέφεραν το εργοστάσιο και οι απόμακρες και απόκοσμες γραφειοκρατίες της Washington, του Westminster ή των Βρυξελλών που επέβαλαν όλα τα παραπάνω στο όνομα πάντα της παγκοσμιοποίησης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον εξαθλίωσης είναι σίγουρο ότι θα βρουν ευήκοα ώτα ο κάθε Trump, Farrage, και Le Pen. Ας μη ξεχνάμε άλλωστε, ότι μέσα από παρόμοιες συνθήκες ξεπήδησαν τα φασιστικά καθεστώτα του μεσοπολέμου στην Ευρώπη.

Όσο για το τι θα μπορούσε να φέρει η έλευση Trump στην προεδρία των Η.Π.Α. θα έλεγα ότι είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένες οποιεσδήποτε προβλέψεις αυτή τη στιγμή. Όμως μερικές τάσεις διαφάνηκαν ήδη επί προεδρίας Obama και πιστεύω ότι στο μέλλον θα ενταθούν. Καταρχήν να ξεκαθαρίσουμε ότι η βραχυπρόθεσμη μεταβλητότητα των αγορών δεν αποτελεί αξιόπιστο δείκτη μελλοντικών εξελίξεων. Η ίδια καταστροφολογία διακινήθηκε και επί Βρετανικού δημοψηφίσματα και μέχρι στιγμής (γιατί ακόμα δεν έχει γίνει ουσιαστικό Brexit) οι οικονομικές συνέπειες είναι μεν αρνητικές αλλά όχι καταστροφικές. Οι συνέπειες μιας αρνητικής προεδρίας παίρνουν χρόνια, αν όχι δεκαετίες για να φανούν. Η κατάργηση κάθε φραγμού επί της αγοράς (deregulation) ξεκίνησε επί Reagan και συνεχίστηκε από όλους τους επόμενους. Τα αποτελέσματα της φάνηκαν τόσο με τη φούσκα του 2001 όσο και με τον παραλίγο οικονομικό Αρμαγεδδών του 2008. Η άφρων πολιτική του Bush του νεότερου στη Μέση Ανατολή έδρεψε τους καρπούς της μερικά χρόνια αργότερα με την εμφάνιση του ISIS. Αυτό επομένως σημαίνει, ότι δεν είναι απαραίτητο πως θα ανοίξει η γη να μας καταπιεί επί προεδρίας Trump. Το πιθανότερο είναι ότι θα πληρώσουμε παγκοσμίως τα γραμμάτια αρκετά αργότερα. Βέβαια, σε όλους αυτούς που λένε ότι «δε θα κάνει τίποτα, το σύστημα θα τον ελέγξει» κλπ, έχω να απαντήσω τα εξής: και τον Αδόλφο, το Γερμανικό βιομηχανικό κατεστημένο νόμιζε ότι μπορούσε να τον ελέγξει και για αυτό τον άφησαν να γίνει καγκελάριος. Επίσης, φανταστείτε που θα ήμασταν σήμερα αν, κατά την πυραυλική κρίση της Κούβας, πρόεδρος ήταν αντί του Kennedy ο Trump ή ο Bush junior. Άνθρωποι δηλαδή που έχουν μάθει να σκέφτονται δυαδικά, καλό εναντίον κακού, είσαι μαζί μου ή εναντίον μου. Για την ιστορία, αν ο Kennedy άκουγε ορισμένους από τους συμβούλους του (όπως ο Curtis LeMay, αρχηγός της USAF), ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος θα ήταν γεγονός. Μπορεί η Αμερική να είναι ένα εξαιρετικά μεγάλο καράβι και τα μεγάλα καράβια να αργούν να κάνουν αλλαγές, όμως ο καπετάνιος πάντα παίζει ρόλο όσο μεγάλο και να είναι το καράβι.

Η στροφή των Η.Π.Α. προς τον απομονωτισμό, μια διάθεση δηλαδή να απεμπλακούν από έναν ενεργό παρεμβατισμό, ξεκίνησε επί προεδρίας Ομπάμα και αναμένω ότι θα ενταθεί επί προεδρίας Trump. Η μέχρι τώρα ρητορική του (προεκλογική είναι η αλήθεια) έχει δείξει αυτό που εν συντομία λέγεται ως “America First”. Ότι δηλαδή οι Η.Π.Α. δεν πρόκειται να ασχοληθούν ιδιαίτερα με προβλήματα όπου δεν διακυβεύεται ζωτικό αμερικανικό συμφέρον. Ως προς τα εμπορικά θέματα, σαφέστατα αναμένεται κάποια σκλήρυνση της αμερικανικής θέσης. Μια διολίσθηση σε πρακτικές προστατευτισμού θα έχει τεράστιο αρνητικό αντίκτυπο τόσο στην αμερικανική όσο και στην παγκόσμια οικονομία. Η επιβολή για παράδειγμα εμπορικών δασμών επί των Κινεζικών εισαγωγών είναι ένα επικίνδυνο δίκοπο μαχαίρι. Αν οι Η.Π.Α. επιβάλλουν δασμούς τότε και οι Κινέζοι μπορούν να ρίξουν στην αγορά τα δισεκατομμύρια αμερικανικού χρέους που έχουν στη διάθεση τους και να πλήξουν ανεπανόρθωτα την πιστοληπτική ικανότητα της Αμερικής[3]. Ένας εμπορικός πόλεμος δε συμφέρει κανέναν αυτή τη στιγμή και είναι ενδιαφέρον να δει κανείς πως ο Trump θα καταφέρει να τετραγωνίσει τον κύκλο ανάμεσα στις φοροελαφρύνσεις και την δημοσιονομική επέκταση που έχει εξαγγείλει και στον εμπορικό προστατευτισμό έναντι άλλων χωρών.  

Οι πληθυσμοί της Δύσης είχαν την τύχη να απολαύσουν μια σπάνια και άνευ ιστορικού προηγουμένου περίοδο ειρήνης και ευημερίας αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το διπολικό σύστημα, επίσης σπανιότατο ιστορικά φαινόμενο, είναι εξαιρετικά σταθερό και κατά κανόνα δε δημιουργεί σοβαρές κρίσεις. Ο διπολισμός μπόρεσε να προσφέρει πλεονεκτήματα σε χώρες όπως η Ελλάδα, αφού τους εξασφάλισε πλουσιοπάροχα και δυσανάλογα οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα έναντι της συμμετοχής τους στο δυτικό στρατόπεδο. Οι χώρες της Δύσης γενικότερα, απόλαυσαν ειρήνη, ευημερία και σταθερότητα χωρίς να χρειάζονται να πληρώσουν τον λογαριασμό αφού αυτός πληρωνόταν ποικιλοτρόπως από τις Η.Π.Α. Η Αμερική ανέλαβε να σηκώσει το κύριο βάρος των αμυντικών δαπανών του ΝΑΤΟ, βοήθησε την Ευρώπη να σταθεί οικονομικά στα πόδια της (σχέδιο Marshal), παρείχε φθηνό ή δωρεάν αμυντικό υλικό στις χώρες – μέλη και το κυριότερο, δεν έκανε τίποτα για να αποτρέψει ένα τεράστιο εμπορικό έλλειμμα εις βάρος της. Κράτη όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία ευνοήθηκαν υπέρμετρα από αυτή την αμερικανική πολιτική. Καθώς όμως η μονοκρατορία των Η.Π.Α. βαδίζει προς τη δύση της, το σύστημα διολισθαίνει αργά αλλά σταθερά προς ένα πολύ-πολικό σύστημα, δηλαδή προς μια κατάσταση η οποία στην ανθρώπινη ιστορία είναι το σύνηθες. Τα πόλυ-πολικά συστήματα είναι από τη φύση τους πιο ασταθή και γεννούν συγκρούσεις.

Ειδικά στην Ευρώπη, υπάρχουν πολλοί παράγοντες για τους οποίους πιστεύω ότι οι καταστάσεις θα εξελιχθούν χειρότερα στο μέλλον. Καθώς οι Η.Π.Α. αρχίζουν να αποτραβιούνται από τα δρώμενα της γηραιάς ηπείρου, η Ευρώπη θα βιώσει ένα κενό ασφάλειας. Αυτό δε σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι οι Η.Π.Α. θα διαλύσουν το NATO ή κάτι τέτοιο. Αυτό σημαίνει ότι θα είναι απρόθυμες να βοηθήσουν ή να επιλύσουν Ευρωπαϊκά ζητήματα όπως για παράδειγμα το πρόβλημα της Ουκρανίας ή η ασφάλεια των Βαλτικών χωρών. Επίσης, σε ζητήματα όπως αυτό του ελληνικού χρέους παρατηρήσαμε ότι οι Η.Π.Α. περιορίστηκαν σε ευχολόγια ή παρεμβάσεις μέσω του Δ.Ν.Τ. Στο μέλλον δε θα υπάρχουν ούτε καν τα ευχολόγια. Η γραμμή θα είναι «δικό σας το πρόβλημα, βρείτε τα».

Επιπρόσθετα, η Ευρώπη είναι «γηραιά» ήπειρος και πληθυσμιακά. Οι μεταπολεμικοί πληθυσμοί γερνάνε και δεν αντικαθίστανται, διότι η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας υποβάθμισε την αγοραστική δύναμη της μεσαίας τάξης ενώ αύξησε το κόστος ζωής. Επιπλέον, η μεταπολεμική γενιά υποσχέθηκε πάρα πολλά στον εαυτό της μέσω του κοινωνικού κράτους την εποχή των παχαίων, οικονομικά, αγελάδων. Γραμμάτια που τώρα δε μπορούν να εκπληρωθούν. Η Ευρώπη είναι μια ήπειρος με γερασμένους και καλομαθημένους πληθυσμούς που περιβάλλεται από πολυπληθέστατους πεινασμένους, εξαθλιωμένους και νεανικούς πληθυσμούς. Η φυσική τάση των ανθρώπων να προσκολλώνται στις θετικές αναμνήσεις του παρελθόντος τους κάνει ευάλωτους στη δημαγωγία και στις ψεύτικες υποσχέσεις επιστροφής στο ένδοξο παρελθόν. Φαινόμενα όπως του Nigel Farage, του Trump και της Marine Le Pen μόνο να ενταθούν μπορούν στο μέλλον. Φυσικά η δημαγωγία και το ψέμα έχουν περιορισμένο ορίζοντα διότι στη φύση δεν υπάρχει στατικό σημείο ισορροπίας. Φαινόμενα όπως αυτά του μεσοπολέμου εξισορροπούνται συνήθως με τραγικές για την ανθρωπότητα συνέπειες.

Η αποτυχία των ταγών της παγκοσμιοποίησης συνίσταται στο ότι απέτυχαν να επιτύχουν μια ομαλή κατανομή των αναμφισβήτητων οικονομικών ωφελημάτων και του πλούτου που αυτή δημιούργησε. Αυτό, όχι μόνο αποδυναμώνει το μήνυμα τους, αλλά κάνει τον κόσμο να στρέφεται προς άλλες, σκοτεινές και καταστροφικές λύσεις. Η ιστορία ποτέ δεν επαναλαμβάνεται ως καρμπόν. Μην περιμένετε απαραίτητα να δείτε αγκυλωτούς σταυρούς ή μαύρα πουκάμισα να παρελαύνουν στους δρόμους. Όμως δεν θα πρέπει να πιστέψει κανείς ότι επειδή δεν ήρθε η συντέλεια την επαύριο των εκλογών ή του Brexit πως όλα είναι business as usual. Η καταστροφή δεν ήρθε στον κόσμο από τις, εκλογές του 1933 όταν στη Γερμανία εξελέγη ο Χίτλερ. Αυτή ήρθε το 1939 όποτε και ξεκίνησε ο καταστροφικότερος πόλεμος στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω κάτι που διάβασα και μου φάνηκε ανησυχητικά ενδιαφέρον σχετικά με τις αμερικανικές εκλογές. Η λογική ήταν αυτή που ταυτίστηκε με το κατεστημένο στα μάτια των ψηφοφόρων. Και έτσι επέλεξαν κάποιον, που φαινομενικά φαντάζει, ή θα έπρεπε να φαντάζει, ως ένας παράφρων δημαγωγός  - νάρκισσος. Ότι και ο Αδόλφος δηλαδή.                  



[1] Σύνθημα από την προεκλογική εκστρατεία Reagan για τη διεκδίκηση της δεύτερης τετραετίας (δεκαετία του 80)
[2] Το εκλογικό σύστημα των Η.Π.Α. για την εκλογή νέου προέδρου δεν προβλέπει απευθείας ανάδειξη μέσω απόλυτης πλειοψηφίας στην ψήφο. Αντίθετα υπάρχει ένα, μερικές φορές περίπλοκο, σύστημα έμμεσων εκλεκτόρων, όπου κάθε πολιτεία αντιπροσωπεύεται αναλογικά με τον πληθυσμό της. Το σύστημα είναι δυαδικό (δύο υποψήφιοι, δύο κόμματα), ενισχυμένης αναλογικής, όπου ακόμα και με μια ψήφο διαφορά, ο υποψήφιος κερδίζει όλους τους εκλέκτορες της πολιτείας. Έτσι, μπορεί να συμβεί κάποιος υποψήφιος να κερδίσει σε επίπεδο χώρας τη λαϊκή ψήφο αλλά να χάσει ως προς τους εκλέκτορες.
[3] Υπολογίζεται ότι η Κίνα διαθέτει άνω του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων τοποθετημένα σε πάσης φύσεως αμερικανικά χρεόγραφα. Τελευταίες εκτιμήσεις φέρουν το ύψος του ποσού πέριξ του 1,24 τρις δολαρίων μόνο για χρεόγραφα του αμερικανικού δημοσίου.