21 Ιουλ 2016

The sick man of Europe?

 Με ιδιαίτερη ανησυχία παρακολουθούμε όλοι τις καταιγιστικές εξελίξεις στη γειτονική μας Τουρκία. Θα ήθελα να τονίσω και πάλι με έμφαση τη λέξη «ανησυχία» διότι για εμάς ως Έλληνες, τα γεγονότα που διαδραματίζονται στη γείτονα χώρα μπορούν να παραλληλιστούν με αυτά που βιώνουν οι κάτοικοι ενός χωριού που ζει στις παρυφές ενός ηφαιστείου το οποίο ξαφνικά εμφανίζει καπνούς στην κορυφή του.

Τις τελευταίες ημέρες αναπτύχθηκε μια έντονη φιλολογία σχετικά με το πώς πραγματοποιήθηκε το πραξικόπημα και υπό ποιες συνθήκες. Ο διαφαινόμενος ερασιτεχνισμός στην εκτέλεση του μας κάνει να πιστεύουμε ότι είτε πρόκειται για μια κίνηση – δόλωμα από πλευράς του Ερντογάν (false flag operation), είτε πρόκειται για ένα πραξικόπημα το οποίο σχεδιαζόταν για αργότερα και επισπεύστηκε διότι είχε ήδη διαρρεύσει. Σε κάθε περίπτωση αυτό πλέον ελάχιστα ενδιαφέρει. Δε θα πρέπει εδώ να παραγνωρίζουμε ότι, εάν πρόκειται για κίνηση – δόλωμα από πλευράς Ερντογάν, κάτι τέτοιο δεν είναι πρωτοφανέρωτο στην ανθρώπινη ιστορία. Τέτοιες πρακτικές είχε χρησιμοποιήσει με μεγάλη επιτυχία ο Αδόλφος Χίτλερ, τόσο με τον εμπρησμό του Reichstag[1] όσο και κατά την επονομαζόμενη «νύχτα των μεγάλων μαχαιριών»[2], προκειμένου να επιβάλλει την απολυταρχική ατζέντα του και να ξεπαστρέψει τους εχθρούς του. Το πραγματικό ερώτημα που πρέπει να τίθεται σε τέτοιες καταστάσεις είναι αυτό που εύγλωττα διατύπωναν οι Λατίνοι με δύο λέξεις: “Cui Bono?”, δηλαδή, σε ποιόν τα οφέλη;

Τα οφέλη στην προκειμένη περίπτωση φαίνεται να τα δρέπει ο Ερντογάν ο οποίος με κινηματογραφική ταχύτητα προχωράει σε μια μεθοδική εκκαθάριση της Τουρκικής κρατικής μηχανής που παρόμοια της είχε πραγματοποιήσει μόνο ο Στάλιν κατά τη διάρκεια της «μεγάλης εκκαθάρισης» (1936 – 1938)[3]. Η φυλάκιση και ο εξευτελισμός χιλιάδων ανώτατων στρατιωτικών, η απόλυση δικαστών και ακαδημαϊκών, η λογοκρισία στο διαδίκτυο και η απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, δείχνουν μια πολύ καλά σχεδιασμένη και μελετημένη αντίδραση. Φαίνεται ως το καθεστώς να προετοιμαζόταν εδώ και καιρό για κάτι τέτοιο και το ψευδό – πραξικόπημα να ήταν η κατάλληλη αφορμή που ζητούσαν.

Η κατάσταση στη γειτονική χώρα είναι εξαιρετικά περίπλοκη και δύναται να αποτελέσει πηγή εξαιρετικών κινδύνων για την Ελλάδα. Καταρχήν είναι ιστορικά γνωστό ότι αυταρχικά καθεστώτα επιχειρούν εξαγωγή των προβλημάτων τους όταν αυτά αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Η Τουρκία στο άμεσο μέλλον έχει να αντιμετωπίσει μια πλειάδα προκλήσεων, ξεκινώντας από τον Συριακό εμφύλιο ο οποίος έχει άμεση συσχέτιση με το Κουρδικό πρόβλημα. Ο Ερντογάν, παρά τις πρόσφατες κινήσεις κατευνασμού, έχει κατορθώσει να διαρρήξει τις σχέσεις της χώρας του με τις Η.Π.Α., το Ισραήλ και τη Ρωσία, ακολουθώντας μια νέο-Οθωμανική πολιτική επεκτατισμού. Η πρόσφατη αναταραχή με το «παραλίγο» πραξικόπημα δημιουργεί κλίμα αστάθειας και αβεβαιότητας, διώχνοντας ξένες επενδύσεις και τουρίστες ενώ δημιουργούνται έντονες υποτιμητικές πιέσεις στην τουρκική λίρα. Καθώς τα προβλήματα αυτά θα αρχίσουν να κάνουν ολοένα και πιο αισθητή την παρουσία τους, το καθεστώς Ερντογάν ίσως επιχειρήσει μια φυγή μέσω κάποιου θερμού επεισοδίου τύπου Ιμίων. Βέβαια, η εκκαθάριση του στρατεύματος καθώς και η δημόσια διαπόμπευση ανώτατων στρατιωτικών δημιουργεί ερωτηματικά ως προς την αποτελεσματικότητα των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Όμως για ένα θερμό επεισόδιο μικρής κλίμακας δεν απαιτείται μεγάλη κινητοποίηση.

Ένα πολύ πιο επικίνδυνο όπλο στα χέρια του Ερντογάν αποτελούν οι μεταναστευτικές ροές. Η συμφωνία Ε.Ε. – Τουρκίας ποτέ δεν είχε ιδιαίτερα υψηλές πιθανότητες επιτυχίας. Εάν με πρόσχημα την επαναφορά της θανατικής ποινής στην Τουρκία η συμφωνία καταρρεύσει, τότε τίποτα δεν εμποδίζει την Τουρκία να πλημμυρίσει τη χώρα μας με δεκάδες χιλιάδες μετανάστες. Η Ελλάδα, ήδη αντιμετωπίζει μεγάλο πρόβλημα με τους υπάρχοντες μετανάστες εξαιτίας και δικής της αβελτηρίας και λαθών. Οι τουριστικές ροές προς ορισμένα νησιά (π.χ. Μυτιλήνη) έχουν εξασθενίσει σημαντικά παρότι φέτος θα μπορούσε να είναι μια χρυσή ευκαιρία να εκμεταλλευτούμε τα προβλήματα της Τουρκίας και της Αιγύπτου. Η εικόνα αποσύνθεσης και ανομίας που παρουσίασε η χώρα, με κλειστούς σιδηρόδρομούς, μετανάστες περιφερόμενους από εγκαταλελειμμένα εργοστάσια σε λιμάνια και από λιμάνια σε «κλειστές δομές», μόνο καλό δεν έκανε στην εικόνα της χώρας. Και όλα αυτά συνέβησαν με έναν, θεωρητικά, ελεγχόμενο αριθμό μεταναστών. Στην Τουρκία αυτή τη στιγμή, εικάζεται ότι διαβιούν περί τα δυόμιση εκατομμύρια Σύριων προσφύγων. Δεν απαιτεί κάποιο ιδιαίτερο άλμα φαντασίας για να βρεθούν μερικές δεκάδες χιλιάδες εξ’ αυτών στη χώρα μας, ειδικά εάν αυτό αποτελεί επίσημη τουρκική πολιτική.

Τέλος, το χειρότερο δυνατό σενάριο θα μπορούσε να ήταν μια διολίσθηση της Τουρκίας προς εμφύλιές συγκρούσεις, με έξαρση του Κουρδικού προβλήματος ή μέσω κάποιου νέου πραξικοπήματος. Η Μέση Ανατολή γενικότερα, διέρχεται μιας έντονης αναταραχής εξ’ αιτίας της ευρύτερης τεκτονικής σύγκρουσης μεταξύ σουνιτών και σιιτών. Ήδη το Ιράκ και η Συρία αποτελούν “failed states”, δηλαδή κρατικές οντότητες μόνο κατ’ όνομα. Η Αίγυπτος αντιμετωπίζει τα δικά της προβλήματα, το Παλαιστινιακό είναι πάντα παρόν, ενώ Σαουδική Αραβία και Ιράν βρίσκονται σε θανάσιμο ανταγωνισμό μεταξύ τους. Εάν σε αυτό το μείγμα προστεθεί μια Τουρκία εκτός ελέγχου, τότε τα πράγματα λαμβάνουν επικίνδυνη τροπή για τη χώρα μας.

Ο Ερντογάν, ο οποίος δείχνει ολοένα και πιο συχνά δείγματα δημιουργίας προσωποκεντρικού καθεστώτος, ήδη εκμεταλλεύτηκε το συμβάν για τη μεθοδική και ταχύτατη εκκαθάριση των όποιων εν δυνάμει αντίρροπων δυνάμεων στο εσωτερικό. Τίποτα δεν τον εμποδίζει να επικαλεσθεί το πραξικόπημα ή άλλα συναφή γεγονότα, όπως για παράδειγμα αυτό της αυτομόλησης των οκτώ Τούρκων αξιωματικών στη χώρα μας, για να επικαλεσθεί «εμπλοκή ξένων δυνάμεων» στο εσωτερικό της Τουρκίας και να δημιουργεί συνθήκες έντασης κατά το δοκούν. Είναι δε ιδιαίτερα ανησυχητική η άνοδος του ισλαμικού φονταμενταλισμού και η χρήση αυτού από τον Ερντογάν για τις δικές του μεθοδεύσεις.

Είναι επομένως κατανοητό ότι το γειτνιάζον περιβάλλον ασφαλείας της Ελλάδας γίνεται ολοένα και πιο επικίνδυνο. Η χώρα διαθέτει το πλεονέκτημα να είναι μέλος ευρώ-ατλαντικών δομών οι οποίες όμως, όπως κατέδειξαν οι τελευταίες εξελίξεις στο μεταναστατευτικό, εν μέρει μόνο διασφαλίζουν την ασφάλεια της χώρας. Η ιστορία έχει αποδείξει ότι οι πολιτικές κατευνασμού ποτέ δε σταματούν μια αντίπαλη δύναμη αποφασισμένη να κάνει χρήση ισχύος ειδικά αν το ισοζύγιο ισχύος είναι υπέρ της. Η Ελλάδα επένδυσε τα πάντα στην ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας και μέσω αυτής στην επίλυση των διμερών προβλημάτων. Αποδεικνύεται όμως οδυνηρώς, πόσο λανθασμένη ήταν αυτή η πρακτική. Η χώρα μας χρησιμοποιήθηκε από τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις ως ο αποδιοπομπαίος τράγος όταν η Ελλάδα πρόβαλε αντιρρήσεις ως προς την Τουρκία και κατόπιν, όταν επί Σημίτη συναινέσαμε στην ενταξιακή προοπτική, αποδείχτηκε στην πράξη ότι ουδεμία χώρα δεν ήθελε να δείξει αλληλεγγύη επί των εθνικών μας θεμάτων. Φυσικά, μια τέτοια εξέλιξη θα έπρεπε να αποτελεί αυτονόητη αλήθεια, αφού η Ε.Ε. δεν αποτελεί πάρα έναν συνεταιρισμό συμφερόντων και τίποτα περισσότερο. Κανένα κράτος δεν επρόκειτο να διακινδυνεύσει τις εμπορικές του σχέσεις με την αγορά της Τουρκίας εξ’ αφορμής της Ελλάδας ή της Κύπρου. Κανένα κράτος δε επρόκειτο να σταθεί αλληλέγγυο στην Ελλάδα όταν αυτή πλημμύρησε από μετανάστες, τους οποίους η ίδια η Τουρκία δημιούργησε μέσω της ενεργής εμπλοκής της στον Συριακό εμφύλιο.

Το ερώτημα λοιπόν είναι ποια θα πρέπει να είναι η στρατηγική της Ελλάδος μέσα σε ένα διαρκώς επιδεινούμενο διεθνές περιβάλλον. Καταρχήν, δε θα πρέπει να εγκλωβίζεται η διπλωματική προσπάθεια της χώρας με δημόσιες τοποθετήσεις από τις οποίες είναι πολύ δύσκολο αργότερα να απαγκιστρωθεί. Θα πρέπει να γίνει μια προσπάθεια αύξησης της αποτρεπτικής μας ισχύος. Είναι πολύ σημαντικό να περάσουμε προς τα έξω το μήνυμα ότι είμαστε μια οργανωμένη χώρα και όχι ξέφραγο αμπέλι όπου ο καθένας μπορεί να εισέλθει όπως θέλει και να καταλάβει όποιον δημόσιο χώρο επιθυμεί. Είναι επίσης πολύ σημαντικό να προσπαθήσουμε να συγκεράσουμε τα εθνικά μας συμφέροντα με αυτά άλλων μεγάλων δυνάμεων. Για παράδειγμα, τι είναι αυτό που προσφέρει η Τουρκία στις Η.Π.Α.; Μήπως μπορούμε να το προσφέρουμε εμείς ως πόλος σταθερότητας στην περιοχή; Η Γερμανία εν μέσω προεκλογικής περιόδου, αλλά και η υπόλοιπη Ευρώπη συνολικά φοβάται τις μεταναστευτικές ροές. Αν καταρρεύσει η συμφωνία με την Τουρκία, τι μπορούμε να λάβουμε ως αντιστάθμισμα; Μπορούμε να προωθήσουμε μια Ευρωπαϊκή Ακτοφυλακή; Αυτά τα 6 δις ευρώ που είναι να λάβει η Τουρκία, μήπως θα μπορούσαμε ένα μέρος τους να τα καρπωθούμε εμείς; Αντί να χρηματοδοτούνται ΜΚΟ αμφιβόλου αποτελεσματικότητας και προθέσεων γιατί τα χρήματα αυτά να μη διατίθενται απευθείας στο ελληνικό κράτος; Αυτές είναι μερικές πολύ απλές σκέψεις που θα μπορούσε κάποιος να κάνει στην προσπάθεια χάραξης πολιτικής.

Το μακροπρόθεσμο πρόβλημα της Ελλάδος είναι μια ιδιότυπη δορυφοροποίηση της από την Τουρκία, όπως προφητικά είχε περιγράψει ο Παναγιώτης Κονδύλης στη «Θεωρία του Πολέμου». Είναι δηλαδή η ικανότητα που έχει η Τουρκία να σέρνει την Ελλάδα σε αποφάσεις προς το συμφέρον της εκμεταλλευόμενη τη διαρκώς επιδεινούμενη ανισορροπία ισχύος υπέρ της. Οι μοχλοί άσκησης πιέσεων είναι πολλοί και ξεκινούν από την εκμετάλλευση της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη, από την αμφισβήτηση πάσης φύσεως κυριαρχικών δικαιωμάτων, από τις μεταναστευτικές ροές και φτάνουν έως τη δημιουργία θερμών επεισοδίων και την εκμετάλλευση γεγονότων. Για παράδειγμα, το θέμα των οκτώ αξιωματικών μπορεί τώρα να ξεχαστεί για να χρησιμοποιηθεί αργότερα από την Τουρκία κατά το δοκούν. Ένα απολυταρχικό, προσωποκεντρικό καθεστώς στην Τουρκία, στο οποίο δεν υπάρχουν αντίρροπες δυνάμεις ελέγχου είναι μια πολύ σκοτεινή και επικίνδυνη εξέλιξη για τη χώρα μας.  Ο δε συνδυασμός προσωπολατρίας με ισλαμικό φονταμενταλισμό καθιστά το μείγμα εκρηκτικό. Η διεθνής συγκυρία δεν είναι θετική για την Ελλάδα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι βυθισμένη στο οικονομικό τέλμα της λιτότητας και στη δίνη που δημιουργεί το Brexit. Οι Η.Π.Α. βρίσκονται σε μια ιδιότυπη φάση απομονωτισμού που ξεκίνησε επί Obama και εν τέλει δείχνουν πλέον απρόθυμες να επέμβουν εάν δεν διακυβεύεται ζωτικό εθνικό συμφέρον. Δεν θα πρέπει επομένως να υπολογίζουμε σε ξένους σωτήρες και επιδιαιτητές. Άλλωστε η πρόσφατη ιστορία μας, τόσο στην περίπτωση των Ιμίων όσο και στην περίπτωση της Κύπρου αυτό μας έχει διδάξει.

Κλείνοντας θα ήθελα να επαναλάβω το σκεπτικό του Μακιαβέλλι που έλεγε ότι η αδιάκοπη επέκταση της Ρώμης οφειλόταν εν πολλοίς στις συνεχείς διενέξεις μεταξύ πατρικίων και πληβείων στο εσωτερικό της. Αυτό δηλαδή που εξωτερικοί παρατηρητές θα θεωρούσαν ως αδυναμία, η Ρώμη το εκμεταλλεύτηκε εξάγοντας το προς τα έξω. Η διένεξη μεταξύ Κεμαλισμού και συντηρητικού ισλαμισμού που λαμβάνει χώρα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εφαλτήριο και όχι ως τροχοπέδη για την Τουρκία. Κατά τη γνώμη μου, τα σύννεφα στην περιοχή είναι μαύρα και είναι ώριμη η ώρα να λάβουμε τα μέτρα μας.



[1] Η φωτιά στο Γερμανικό κοινοβούλιο εκδηλώθηκε στις 27 Φεβρουαρίου του 1933. Ένας νεαρός Ολλανδός κομμουνιστής συνελήφθη επ’ αυτοφώρω και μαζί με άλλα τρία άτομα τους αποδόθηκαν κατηγορίες εμπρησμού. Ποτέ δεν αποδείχθηκε με ακρίβεια εάν όντως αυτά τα τέσσερα άτομα ήταν υπεύθυνα για τον εμπρησμό. Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η φωτιά εκδηλώθηκε σκόπιμα από το ναζιστικό κόμμα ως αφορμή για να αρχίσει την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Σε κάθε περίπτωση αυτό τελικά και έγινε.   
[2] Η «νύχτα των μεγάλων μαχαιριών» έλαβε χώρα από τις 30 Ιουνίου του 1934 έως τις 2 Ιουλίου του 1934. Με χρήση προκατασκευασμένων στοιχείων κατηγορίας, τάγματα εφόδου πιστά στον Χίτλερ συνέλαβαν και εκτέλεσαν δυνητικούς δελφίνους και αντιπάλους του καθεστώτος.
[3] Κατά το χρονικό αυτό διάστημα εκτιμάται ότι ο Στάλιν, χρησιμοποιώντας ψεύτικες κατηγορίες και με συνοπτικές διαδικασίες εκτέλεσε, κατ’ εκτίμηση,  από 600.000 έως 1.200.000 ανθρώπους τους οποίους η μυστική αστυνομία του θεωρούσε ως εχθρούς του καθεστώτος. Οι εκτοπισμοί και οι εξορισμοί ανέρχονται σε πολλά εκατομμύρια ανθρώπους. 

27 Ιουν 2016

Brexit, Eurexit, or…?

Now that the initial shockwaves brought by the recent referendum in the UK have rippled through, I’d like to offer my own perspective upon the unfolding events. Truth be told, it will be a perspective of a person who doesn’t have real skin in the issue in the sense that I don’t reside in the UK. On the other hand, this gives me the advantage of not being directly involved and thus having a clearer sense of the unfolding events. My analysis will focus upon both the economic repercussions and the implications within the realm of international relations.

I would like to start out by saying that I don’t believe in the democratic value of referendums. I know that this statement alone will generate hate and may prompt readers to exit this text, but allow me to explain. It has been proven time and again that when people vote for referendums they tend to vote with respect to who is posing the question and not about the question itself. During an especially ugly campaign, where the quality of public discourse was low and where the “leave” campaigners appealed to the voters’ most basal instincts, one cannot possibly hope for voters to come to a rational result. As has been the case with the referendum in Greece, people voted with respect to who represented each side of the argument. To make a long story short, my take of this is that a lot of people voted to leave the EU as a giant “up yours” towards the Westminster establishment.

Another major reason why I dislike referendums is because both within nature and the human environment the duality of bipolar arguments is very rare. In International Relations theory we often joke that you should be extremely happy when a certain problem only has two faucets to it because that is very rarely the case. The nature of problems that states face is often non-linear, full of complexities and constraints and they’re rarely if ever solved or even alleviated by answering a simple binary argument. And there is yet another problem; black and white arguments are highly divisive in nature. The manichaeistic nature of a referendum often translates as “you’re either with me or you’re my enemy”. Such an absolutist line of thought is never productive and hardly ever leads to better equilibria. The losing side is bound to be hurt or alienated especially during such a brutal, propaganda ridden campaign. These short of confrontations lead to long lasting fractures and divisions within societies, the consequences of which are neither easy to heal nor can the damage be readily evaluated.

Historically, referendums and plebiscites have been used by dictatorships and other such absolutist regimes in order to baptize their decisions within the so called “people’s free will”. Again, as I mentioned earlier, it is extremely easy by playing upon the people’s fears and basal instincts to incite the result that one wishes to see. As Goebbels wrote in his extensive memoir on propaganda, the success of a propaganda initiative depends upon the perception that the people have of the person or organization delivering the said propaganda. In the UK case, the voters’ confidence upon both the prime-minister and the Labour party leader appeared to be especially low hence the lack of traction for the delivery of their “stay” message. Let us not forget finally, that very recently, Vladimir Putin used a referendum to “sanitize” his annexation of Crimea.

I also do not like referendums because they tend to be used to absolve leaders of their responsibilities. A leader is there not to provide soft spoken words of comfort for his voters, not for naysaying and handwringing, not for cheap tactical manipulations. A leader is there to provide vision, leadership and grand strategy. Being a leader is a crushing burden few people can undertake. It is therefore unethical to push that problem off one’s plate, to wash his hands like Pontius Pilate and thrust an extremely complex problem upon the hands of his people.

In David Cameron’s case, the referendum was used for purely political and tactical reasons in order for him to win the general elections. He thought that it would never come to this, or foolishly enough, that he would be able to tame the genie once it got out of the bottle. Alas it would appear that he will join a string of other conservative leaders in the UK, like the Iron Lady or John Major who have had their fingers burnt upon the question of Europe.

Now, as far as economic repercussions are concerned, I believe that the short term volatility of the markets will be contained, although as we say in international relations, we are scientists and not prophets. There will be some short term economic pain which will materialize due to the increased uncertainty and loss of investment prompting perhaps some sort of recession or slump. But that is just looking at the tree and forgetting about the forest. The UK is a member of a giant common market of nearly 500 million people. This common market functions as a unit when delegating with other major powers about trade relationships. One can easily understand that one has much more clout when bargaining a trade treaty as the EU than the UK on its own. The EU is the UK’s major trade partner. More than 40% of UK exports find their way to European Markets. The assumption that the UK is going to be granted Norway’s or Switzerland’s status “just because” is entirely unfounded. First of all, both Norway and Switzerland follow about 70-80% of EU regulation in order to be able to participate in the common market. They do so without having the benefit of a vote upon the decision making. I strongly believe that the leading powers within the EU will not wish to grant a “favored nation” status upon the UK with respect to trade. If the UK wishes to participate in the common market they’ll have to follow the regulations that the “leave” campaigners so vehemently said they’ll kick to the curb. This is just not going to happen. If France and Germany where to allow such behavior, then the EU would crumble overnight.

The UK enjoyed considerable economic benefits within the EU which are not always depicted within the ledgers and accounts. First off, numerous corporations from other countries opted to use London as their European HQs because of the ability to have the best of both worlds: being based in one of the Meccas of the financial world which also happens to offer access to one of the world’s largest common markets. If this duality is broken, London loses the ability to offer immediate access to the EU. This in turn makes it less appealing as a destination for direct foreign investment. Other major financial markets (Frankfurt, Paris and Dublin) will be more than happy to try to steal London’s meal and they will push for a no-frills, no-benefits severance.

As far as the so called immigration issue is concerned, one cannot help but laugh at the frivolity of some of the “leave” campaign’s claims. The UK has profited enormously from the so-called brain drain which has been taking place for some years now. Highly educated and specialized young people are leaving the poorer countries of the EU (especially those of the south) and they have been populating the UK’s universities, research institutions and other such establishments which require intense human capital accumulation in order to function. When a fully qualified medical specialist (consultant) leaves his home country to work for the NHS, the UK immediately pockets upwards of half a million pounds in human capital investment. It does so because that is what it costs to fully train a doctor from the time he enters the university until the time he becomes a consultant. These individuals, such as the example I offered above, are young, dynamic and intelligent professionals, they’re not beggars or benefit tourists. They bring along their savings and their young families thus further denuding their home countries of resources. And their next break-through publication or patent, who’s that going to benefit? Their home country or maybe the UK? Yes, you also might have the Polish plumber and the Lithuanian fruit-picker, or the benefit tourist. But that is truly a tiny price to pay compared to the benefits that the UK reaps out of the common market. You cannot choose to join a club without respecting the rules of the club or abiding to only those which you deem favorable. That’s just not how it works. The UK’s immigration problem is centered mainly around non-EU immigrants. In a booming economy with nearly full employment status (5%) it is only natural that people will seek their future there.

Last, but not least, the UK has benefited enormously by projecting an image of a free, tolerant, open, ethnically diverse society. Historically, the English people profited because of the unparalleled prowess of their traders and financiers and not because of its protectionism and closed borders. The very notion of a free market was born and bred in the UK. The smear tactics and the fear campaign used prior to this referendum has cast a dark shadow upon the core values of the British as a nation. The potential utilization of border controls and restrictions in employment of EU nationals casts uncertainty upon prospective talents migrating to the UK. Nobody wants to live someplace where he feels he’s not wanted and in general, when labour mobility is hindered the economy stands to suffer.  

But the UK stands to suffer more than purely economic losses. Its participation within the power structures of the EU allowed it to act as the voice and conduit of other powers (most notably the USA) within the European decision making bodies. The UK also functioned as the focal point of those states which are opposed to the Franco-German dominance within the EU. The UK gained influence by acting as a moderating counterweight within the EU. Now, all this indirect power will be lost, as already, the US has hinted that, special relationship or not, it will have to look elsewhere for its strategic partner within the EU (most notably Germany).   

Then of course, there are internal issues which have sprung up, the most notable of which is the Scottish problem. Scotland voted overwhelmingly to remain (66%) and this puts them at odds with their English brethren. This is a serious issue which will not easily go away. Scotland represents 10% of the UK economy and within its territory lie important military installations. A new Scottish referendum for independence would only serve to increase uncertainty and instability further adding stresses upon the UK economy. But there are implications which go beyond the British Isles. The case of Scotland acts as an example and already Spain has hinted that it will veto any automatic EU membership for Scotland as this presents a grave threat to its own integrity.
With the termination of the Second World War, Europe emerged deeply traumatized out of the ruins and devastation of the war. The post-war free world was fortunate enough to be led by visionary stewards such as Churchill, Roosevelt, Adenauer and Schuman who helped create the international structures which secured peace and prosperity within Europe and the western world in general. Organizations such as the World Bank, the IMF, the UN, NATO and the EU where created by such visionaries in order to ensure that problems where resolved by cooperation and agreement and not by resorting to armed force. Within Europe specifically, the creation of the European Coal and Steel Community as early as 1952, helped to heal war wounds and to eradicate the divisiveness and friction caused by national borders of the past. The firm establishment of peace and collective security as well as the abolishment of national barriers and unnecessary antagonisms served as the foundation of an unprecedented economic rebirth and prosperity. The post-war generation lived within a climate of hope, where in general every new year was better than the next and where opportunities for one’s betterment steadily increased.

This steadily increasing wealth led to the establishment of extensive welfare states. The offered benefits however, where based upon the assumption of steadily increasing populations and wealth. The uninterrupted explosive economic growth of the post war years was thought to be a naturally and rightfully occurring phenomenon, where in fact it was an unprecedented economic and historic rarity. From the 70s and onwards however, the income of the middle class started stagnating. In order to keep up the standard of living, two major shifts occurred: public and private spending exploded and the birth rate declined. Nowadays, we live in a world where it is not a given that our children will surpass their parents’ wellbeing and where working until our very old age is thought of as the norm. Europe’s population is getting older and much less vibrant. This gerontocracy so to speak is putting enormous pressure upon welfare budgets at a moment in time when states are already heavily laden with debt after the recent hugely expensive salvaging of the financial sector. The general populace witnesses the erosion of its wealth and the extensive changes brought upon its traditional way of life by an increasingly globalized and interdependent world economy. Taking as a given the post-war prosperity, voters, especially those of lower education and income brackets, fall prey to the notion that by creating a national safe haven they will guard what has been left of that era.   

This line of thinking is wrong for many reasons. First of all, it is incredibly difficult to grasp the complex interdependence of today’s economies. As the very recent economic crisis has shown, the Lehman Brothers bankruptcy was enough to trigger enormous economic shockwaves throughout the world. We should always keep in mind the lessons from the 1929 economic crisis where the ensuing depression was greatly aggravated by the then followed policies of trade barriers, tariffs and closed national borders. Should all states follow such protectionist policies then everyone stands to lose. There is no such thing as “splendid isolation” in today’s world unless we’re talking about North Korea.

There is no doubt that the referendum result has acted as a giant slap in the face for the European edifice and sadly, it provides further proof of a worldwide rise of populism and fear politics worldwide. As has been said above, David Cameron bears a considerable amount of blame because he thought he could control the situation after opening the Pandora’s Box. As always however, it takes two to tango. The European Union as it stands today is a deeply flawed organization where kicking the can down the road and procrastination about problems is the rule. The vision and ideals of the past have started fading fast as the Union has failed to take action in order to secure a minimum level of economic growth for all its member states. The EU as it is today lacks a risk-sharing mechanism and above the people lack faith in the EU being a key aspect within their lives. The voters of member states lack the commonality of destiny between them and that is what is eating the roots upon which the tree stands. More importantly, today’s world is destitute of statesmen. We live in a world where Donald Trump and Boris Johnson have serious chances of becoming their respective countries’ leaders where once the likes of Roosevelt and Churchill where at the helm. The western world today needs more than ever a positive reset, much like the Marshal Plan did for post-war Europe. I’m afraid however, that such a positive shock is not in the cards at the moment.

The people are constantly being bombarded about costly salvages of banking wrecks. They keep on hearing about difficult to understand European stimulus packages whose effects rarely trickle down to the common folk. And, as is well known, people tend to have a very short historical memory and future horizon. It is often claimed that globalization took away the blue collar jobs of low income, low education white people in the west and repositioned them in the developing world. The proverbial populist snake offers an image of a blemish free national paradise, where protectionism and national borders are going to re-open the steel mills and the coal mines. Unfortunately, this is but a chimera; as is well known there is no static equilibrium in nature or human societies for that matter. There is no magic wand which can make things go back where they were. We cannot just enjoy the benefits that a free market offers and reject those aspects that we don’t like. When a state projects its own national particularities and enforces protectionism and border controls, other states are going to follow suit.

The EU as it is now is deeply flawed. One must think the following however: how are we better off? By staying inside a union of states and trying to slowly fix the problem or by jumping into the unknown? Europe is a geographical area which enjoys far greater global wealth than its aging population is entitled to. Europe is an area surrounded by billions of youthful, poverty stricken populaces. Europe’s share in the world economy is declining as other powers are emerging. How can a state best defend its national interests? By going at it alone, believing that it is safe and secure behind the waves? Or by sticking together with others as a block, increasing our bargaining power in today’s turbulent world? 

16 Νοε 2015

Η Βία Γεννάει Βία

Παρακολουθήσαμε τις τελευταίες ημέρες ένα λουτρό αίματος και τυφλής βίας να εξελίσσεται στην καρδία της Ευρώπης, στο Παρίσι. Άγνωστος αριθμός βομβιστών αυτοκτονίας και άλλων ενόπλων χτύπησε στα τυφλά σκοτώνοντας αδιάκριτα αθώους. Το γεγονός αυτό συγκλόνισε τη Γαλλία και τον υπόλοιπο κόσμο και είναι σίγουρο ότι θα πυροδοτήσει εξελίξεις ο αντίκτυπος των οποίων είναι ακόμα δύσκολο να προσδιορισθεί.

Οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου αναδεικνύουν με βίαιο τρόπο το πρόβλημα του Συριακού εμφυλίου καθώς και την αποσπασματική και συχνά αντικρουόμενη αντιμετώπιση του προβλήματος από τις μεγάλες δυνάμεις. Σε προηγούμενο άρθρο μου (http://tasos0079.blogspot.gr/2013/09/syria-and-resurfacing-of-eastern.html) είχα αναδείξει το τότε αδιέξοδο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής σε σχέση με το πρόβλημα. Τα πρόσφατα γεγονότα καταδεικνύουν, αν μη τι άλλο, την ακόμα πιο σύνθετη και περίπλοκη φύση του προβλήματος. Σε κάθε περίπτωση, θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε το γεγονός υπό το πρίσμα της θεωρίας των διεθνών σχέσεων. Δηλαδή, τι επιδιώκεται, ποιος ωφελείται, πως επιχειρεί να επιτύχει τους στόχους του, που είναι το πεδίο δράσης των εμπλεκομένων.

Θα ξεκινήσουμε λοιπόν με ένα μάθημα της πρόσφατης ιστορίας το οποίο δεν έγινε αντιληπτό από τους δυτικούς. Ο εξτρεμισμός και δει ο μουσουλμανικός φονταμενταλισμός δεν μπορεί να ελεγχθεί. Μπορεί βραχυπρόθεσμα και περιστασιακά να φαντάζει χρήσιμος για την επίτευξη στόχων εξωτερικής πολιτικής, μακροπρόθεσμα όμως τα προβλήματα που δημιουργούνται είναι πολλαπλάσια από τα όποια οφέλη. Το μάθημα του Αφγανιστάν τη δεκαετία του 80 ξεχάστηκε πάρα πολύ γρήγορα. Τότε, οι Η.Π.Α. σε πλήρη συνεργασία με τη Σαουδική Αραβία, ενίσχυσαν με εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια τους τζιχαντιστές μαχητές ενάντια στη Σοβιετική εισβολή. Ο βραχυπρόθεσμος ψυχροπολεμικός στόχος ήταν η ταπείνωση του κόκκινου εισβολέα. Όταν πράγματι οι Σοβιετικοί πέταξαν λευκή πετσέτα το 1988 και τα μάζεψαν κακήν κακώς, οι Αμερικανοί ταχύτατα ξέχασαν την υπόθεση του Αφγανιστάν. Όλοι αυτοί οι μαχητές όμως είχαν πάρει ένα σπουδαίο μάθημα. Αφενός είχαν αποκτήσει πολύτιμη τεχνογνωσία στον ασύμμετρο πόλεμο, αφετέρου είχαν ταπεινώσει μια μεγάλη δύναμη. Αφού τα κατάφεραν με τους Σοβιετικούς γιατί να μη μπορέσουν να τα καταφέρουν και με άλλους απίστους (μουσουλμάνους ή μη) που καταπατούσαν την ιερή γη και τους κανόνες του Ισλάμ;

Η τεράστια κινητοποίηση των δυτικών κατά των πόλεμο του Κόλπου (1989 – 1991) περεταίρω ενίσχυσε την ριζοσπαστικοποίηση του μουσουλμανικού κόσμου. Με ηγέτιδα δύναμη τις Η.Π.Α. ο δυτικός κόσμος καθώς και οι μουσουλμάνοι κοσμικοί σύμμαχοι τους συγκέντρωσαν μια τεράστια στρατιωτική δύναμη, υποτίθεται για την απελευθέρωση του μικροσκοπικού Κουβέιτ[1], στην πράξη όμως για την προστασία της δυτικότροπης συμμαχικής μοναρχίας των Σαούντ στη Σαουδική Αραβία. Η πλειοψηφία του μουσουλμανικού κόσμου κατάλαβε ότι οι Η.Π.Α. και οι δυτικοί δεν ενδιαφέρονταν ούτε για τη δημοκρατία ούτε για την απελευθέρωση του Κουβέιτ. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν τα συμφέροντα τους στην περιοχή. Η παρουσία εκατοντάδων χιλιάδων «απίστων» στα ιερά χώματα των μουσουλμάνων δεν πέρασε απαρατήρητη από τους μουσουλμάνους φονταμενταλιστές. Μια από τις πρώτες απαιτήσεις του Οσάμα μπιν Λάντεν κατά τη δεκαετία του 90 ήταν ακριβώς αυτή: η αποχώρηση των στρατευμάτων των «απίστων» από τη Σαουδική Αραβία.

Ερχόμαστε λοιπόν στον πόλεμο του Κόλπου νο.2 (2003). Εκεί, οι Η.Π.Α. υπό την ηγεσία ανθρώπων που αντιλαμβάνονταν την εξωτερική πολιτική υπό ένα ασπρόμαυρο πρίσμα, επιχειρήθηκε η εισβολή του Ιράκ ως απόδειξη της ικανότητας των Η.Π.Α. να επέμβουν οπουδήποτε και οποτεδήποτε το επιθυμούν. Επιχειρήθηκε μια σαθρή διασύνδεση της Αλ-Κάιντα με την κοσμική δικτατορία του Χουσεΐν ως ένα από τα άλλοθι για την επέμβαση. Πραγματοποιήθηκε μια στρατιωτική εκστρατεία χωρίς να υπάρχει ουδεμία πρόνοια για την μετά-Σαντάμ εποχή. Έγινε μια παρέμβαση χωρίς να έχουν μελετηθεί οι επιπτώσεις και χωρίς να υπάρχει μέσο-μακροπρόθεσμη στρατηγική είτε εξόδου, είτε για το μέλλον του Ιράκ και της περιοχής. Τα αποτελέσματα φυσικά τα πληρώνουμε ακόμα και σήμερα. Δαπανήθηκαν τεράστιες ποσότητες χρήματος και αίματος στο όνομα της δημοκρατίας και το μόνο που επιτεύχθηκε ήταν η δημιουργία ενός ακόμα αποτυχημένου κράτους (failed state), ενός γεωγραφικού χώρου ώριμου να αποτελέσει θερμοκήπιο κάθε λογής ακραίων. Εδώ δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τις εικόνες φρίκης που βίωσε ο ισλαμικός κόσμος από τα «χειρουργικά» χτυπήματα της δύσης, από τις αποτρόπαιες πράξεις βίας στις ιρακινές φυλακές (Abu Ghraib) και τη γενικότερη ασυδοσία που προκάλεσε η αμερικανική κατοχή.

Όλα αυτά τα γεγονότα λοιπόν, σε συνδυασμό με την «Αραβική Άνοιξη» οδήγησαν στη μετάσταση του καρκινώματος του Ιράκ στη γειτονική Συρία. Η Συρία, όπως και το Ιράκ (καθώς και άλλα κράτη της πρώην Οθωμανικής αυτοκρατορίας) αποτελούν τεχνητά μορφώματα της ύστερης αποικιοκρατικής περιόδου. Μετά την ήττα των Οθωμανών στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία πήραν, στην κυριολεξία, έναν χάρακα και τράβηξαν γραμμές πάνω στο χάρτη της Μέσης Ανατολής τεμαχίζοντας την περιοχή σε προτεκτοράτα. Θεωρητικά, όλα αυτά έγιναν υπό την αιγίδα της νεοσύστατης Κοινωνίας των Εθνών υπό το ευχολόγιο ότι οι μεγάλες δυνάμεις δημιουργούσαν τα προτεκτοράτα αυτά για να «καθοδηγήσουν» μελλοντικά τα κράτη αυτά προς την ανεξαρτησία. Στην πράξη αυτό που έγινε είναι ότι δημιουργήθηκαν τεχνητά μορφώματα, όπου ανόμοιες φυλετικές και θρησκευτικές ομάδες, χωρίς οποιαδήποτε αίσθηση κοινού ιστορικού πεπρωμένου, τσουβαλιάστηκαν εντός μιας τεχνητής κρατικής οντότητας χωρίς να ερωτηθούν. Ένα από τα πιο γνωστά προβλήματα που δημιούργησε αυτή η κατάσταση είναι το Παλαιστινιακό ζήτημα, όπου μεταπολεμικά αναγνωρίστηκε το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση των Εβραίων Ισραηλιτών αλλά όχι αυτό των Παλαιστίνιων.
Η επέμβαση των Αμερικανών κατά τον δεύτερο πόλεμο του Ιράκ δημιούργησε ένα κενό εξουσίας προς όφελος των Ιρανών. Το Ιράκ κυβερνούνταν επί δεκαετίες από μια κοσμική δικτατορία της σουνιτικής μειοψηφίας. Τα δύο τρίτα περίπου του πληθυσμού είναι σιίτες οι οποίοι είναι φυσικό ότι αποζητούν φιλικές σχέσεις με την προστάτιδα δύναμη των σιιτών, το Ιράν. Μετά την πτώση του Σαντάμ, η επιρροή του Ιράν στο Ιράκ αυξήθηκε κατακόρυφα. Αυτό ήταν μια εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη για τη σουνιτική Σαουδική Αραβία για πολλούς λόγους. Αφενός απειλούνταν να δημιουργηθεί ένα συμπαγές σιιτικό τόξο το οποίο θα περιλάμβανε το Ιράκ, την Συρία και το Λίβανο κυκλώνοντας και απομονώνοντας τη Σαουδική Αραβία. Αφετέρου η αύξηση της Ιρανικής επιρροής επί του Ιράκ, της χώρας με τα δεύτερα παγκοσμίως βεβαιωμένα κοιτάσματα πετρελαίου απειλούσε να τινάξει την πρωτοκαθεδρία της Σαουδικής Αραβίας επί του ΟΠΕΚ στον αέρα. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το φόβο που ένιωσε η Σαουδική μοναρχία από την υποστήριξη των Αμερικανών στο κίνημα της Αραβικής Άνοιξης, ώθησε τους Σαούντ να αντιδράσουν. Και το έκαναν με τη τεχνογνωσία και τη μεθοδολογία που είχαν αποκτήσει από το Αφγανιστάν τη δεκαετία του 80. Η λογική των Σαούντ στην κόντρα τους με το Ιράν φαίνεται πως είναι η εξής: από τη στιγμή που εγώ δεν μπορώ να ασκήσω επιρροή επί του Ιράκ και της Συρίας φροντίζω να αποσταθεροποιήσω την περιοχή στο μέγιστο βαθμό, έτσι ώστε να είναι άχρηστη για οποιονδήποτε άλλο (if I cant have it then you cant have it). Είναι μια λογική ασύμμετρου πολέμου δοκιμασμένη, πλην όμως σε μια κατάσταση χάους δεν μπορεί να υπάρξει έλεγχος και άρα πάντα υπάρχει ο φόβος όλο αυτό το πράγμα να γυρίσει εις βάρος σου.

Η πολιτική της κυβέρνησης Ομπάμα ως προς το μεσανατολικό χαρακτηρίζεται από παλινωδίες και διστακτικότητα. Από τη μια πλευρά υπήρξε έντονη η επιθυμία του προέδρου Ομπάμα για ένα νέο ξεκίνημα καθώς και μια έντονη διάθεση απεμπλοκής από το Ιράκ που είχε αρχίζει να θυμίζει επικίνδυνα το Βιετνάμ στους Αμερικανούς. Η αποδοχή της πρωτοκαθεδρίας των Σιιτών στο Ιράκ σε συνδυασμό με την ένθερμη υποστήριξη του κινήματος της Αραβικής Άνοιξης θορύβησε στο μέγιστο βαθμό τους Σαουδάραβες, εκ των ακρογωνιαίων και παραδοσιακών συμμάχων των Η.Π.Α. στην περιοχή. Η οικογένεια των Σαούντ που κυβερνάει τη Σαουδική Αραβία αποτελείται από χιλιάδες μέλη και στην ουσία πρόκειται για μια διεφθαρμένη απολυταρχία. Δεν υπάρχει καμία δημόσια διαβούλευση ή έλεγχος για το που κατευθύνονται τα έσοδα του πετρελαίου και η κυβέρνηση κρατάει την εξουσία μέσω ενός μείγματος αστυνομοκρατίας και διαμοιρασμού παροχών στους πολίτες. Όταν κάποιος φοβάται τον παραγκωνισμό του κάνει τα πάντα για να ξαναγίνει χρήσιμος στα μάτια του ισχυρού. Αυτό η Σαουδική Αραβία φρόντισε να το κάνει με δύο τρόπους. Ο ένας ήταν μέσω της καταβαράθρωσης των τιμών του πετρελαίου μέσω της υπερπροσφοράς. Αυτό ήταν χρήσιμο για τις Η.Π.Α. γιατί αφενός περιόρισαν τη φούσκα του σχιστολιθικού πετρελαίου στη χώρα τους και αφετέρου, κατάφεραν σημαντικό πλήγμα στη Ρωσία (σε απάντηση του Ουκρανικού ζητήματος), ο προϋπολογισμός της οποίας στηρίζετε σε μεγάλο βαθμό στις τιμές των πρώτων υλών. Η άλλη μέθοδος που επελέγη ήταν μέσω της στήριξης του αντάρτικού στη Συρία. Στην αρχή οι Η.Π.Α. φάνηκαν έτοιμες για στρατιωτική επέμβαση τύπου Ιράκ χρησιμοποιώντας τα γνωστά προσχήματα (προστασία της δημοκρατίας, όπλα μαζικής καταστροφής), στη μνήμη του κοινού όμως ήταν νωπό το φιάσκο του Ιράκ και έτσι κάτι τέτοιο δεν περπάτησε. Η διαφαινόμενη συμφωνία με το Ιράν σχετικά με το πυρηνικό του πρόγραμμα και ακόμα σημαντικότερα, η έξοδος του Ιράν στην αγορά πετρελαίου ώθησε τη Σαουδική Αραβία να εντατικοποιήσει τη στήριξη του στους αντάρτες. Κάπως έτσι γεννήθηκε λοιπόν το Ισλαμικό Χαλιφάτο.

Σε ότι αφορά την Ευρώπη, είναι σαφές ότι το πολυπολιτισμικό μοντέλο που επελέγη έχει αποτύχει. Για να αφομοιώσει κάποιος στο δικό σου αξιακό πολιτισμικό σύστημα θα πρέπει να του δώσεις την ελπίδα ότι μπορεί να βελτιώσει την κατάσταση του. Οι Αμερικανοί το έχουν επιτύχει πολύ καλύτερα αυτό μέσω της προβολής του Αμερικανικού Ονείρου. Στην Ευρώπη της Καλβινιστικής προσήλωσης στη λιτότητα δεν υπάρχει παρόμοιο όραμα. Δεν είναι τυχαία λοιπόν η ριζοσπαστικοποίηση νεαρών ισλαμιστών που ζουν στα γκέτο της εξαθλίωσης στα περίχωρα των Ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων. Για να παρατήσει κάποιος τη μπούρκα και τη μαντίλα πρέπει να περνάει καλά, να βγάζει τα προς το ζην, να έχει ένα σταθερό εισόδημα, να έχει ελπίδα. Και η Ευρώπη αυτή τη στιγμή είναι τελματωμένη, στερούμενη οράματος και κινούμενη με εξαιρετική βραδύτητα έναντι των εξελίξεων όντας έρμαιο αντικρουόμενων κρατικών συμφερόντων.

Όταν λοιπόν σπέρνεις βία ή στηρίζεις τη βία χωρίς να σκέφτεσαι τις πιθανές συνέπειες, είναι λογικό ότι θα θερίσεις θύελλες. Η Γαλλία αφέθηκε να εμπλακεί σε έναν εμφύλιο πόλεμο στη Μέση Ανατολή χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένο σχέδιο ή μακροπρόθεσμη στρατηγική. Οι βομβιστικές επιθέσεις της περασμένης Παρασκευής ήρθαν να θυμίσουν με οδυνηρό τρόπο αυτή την αβλεψία, όχι μόνο της Γαλλίας αλλά και της Δύσης συνολικότερα.  

[1] Το Κουβέιτ αποτελεί ένα κλασσικό δημιούργημα της Βρετανικής διπλωματίας και αποικιοκρατίας. Παρότι επίσημα επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, από το 1756 και έπειτα απολαμβάνει ημιαυτόνομο καθεστώς. Το 1899 οι Βρετανοί πετυχαίνουν τη δημιουργία προτεκτοράτου στην περιοχή. Αυτό που δε γνώριζαν οι τότε αποικιοκράτες είναι ότι τα τεχνητά σύνορα που χάραξαν έτεμναν ένα από τα πλουσιότερα κοιτάσματα πετρελαίου στον κόσμο ανάμεσα στο Κουβέιτ και το Ιράκ. 

3 Ιουλ 2015

Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι


Σας παραθέτω απόσπασμα από τα αρχεία του Αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών από αποχαρακτηρισμένα απόρρητα τηλεγραφήματα του τότε αρχηγού της αμερικανικής οικονομικής αποστολής στην Ελλάδα (Porter) προς υφυπουργό εξωτερικών (Clayton). Η έμφαση και υπογράμμιση είναι δική μου. Έτσι για να βλέπουμε πως η ζωή κάνει κύκλους μερικές φορές. 







Λάθη, Παραλήψεις και Δόλος (;)

Σπάνια στη ζωή, εντός των κρατών αλλά και στις σχέσεις ανάμεσα τους τα προβλήματα έχουν μόνο δύο όψεις. Θα είμασταν ευτυχείς αν τα προβλήματα λύνονταν με τη ρίψη ενός κέρματος. Η συλλογιστική ότι αν δεν είσαι μαζί μου είσαι ο εχθρός μου φανερώνει χαμηλή διαλεκτική ικανότητα και αδυναμία κατανόησης ενός σύνθετου προβλήματος. Υπό αυτό το πρίσμα, ένα δημοψήφισμα με ένα άσπρο ή μαύρο ερώτημα, δεν έχει να προσφέρει καλές υπηρεσίες στην Ελλάδα. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Από δημιουργίας νεοελληνικού κράτους (αλλά και πριν από αυτό) αρεσκόμαστε να αναζητούμε φίλους και εχθρούς στο εξωτερικό μας περιβάλλον. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει φυσικά αφού τα κράτη δεν έχουν φίλους ή εχθρούς παρά μόνο συμφέροντα. Εμείς όμως με μια υπεραπλουστευτική αφέλεια αποδίδουμε όλα μας τα δείνα σε εξωτερικές χίμαιρες αδυνατώντας έτσι να δούμε τα δικά μας σφάλματα. Η Ελλάδα ήταν, είναι και θα είναι μέρος του διεθνούς συστήματος κρατών. Αυτό σημαίνει ότι θα επηρεάζει και θα επηρεάζεται από άλλα κράτη. Αυτό είναι κάτι που πάντα συνέβαινε στην ανθρώπινη ιστορία και πάντα θα συμβαίνει. Είναι εξωγενείς παράγοντες που μπορούμε να επηρεάσουμε μέσω διπλωματίας και ισχύος και άλλοι που αδυνατούμε να επηρεάσουμε. Οφείλουμε να αναπροσαρμόσουμε την πολιτική μας αναλόγως. Αυτό που είναι στο χέρι μας να διαμορφώσουμε είναι η δική μας στρατηγική και η μόχλευση των δικών μας συντελεστών ισχύος. Αν οι δικοί μας συντελεστές υποαποδίδουν αυτό είναι δικό μας πρόβλημα και θα πρέπει να το δούμε. Θα πρέπει να γνωρίζουμε καλά ότι, όταν η πολιτική δε βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα ή βασίζεται σε ιδεολογήματα, αυτό πάντα οδηγεί σε επώδυνα αποτελέσματα.

Ειδικότερα, ως προς την κρίση χρέους της Ελλάδας, έχουν γίνει σωρεία λαθών, εσκεμμένων ή μη. Δε θα εξετάσω το πώς φτάσαμε ως εδώ, αλλά το πώς πορευτήκαμε από την αρχή αυτού του προβλήματος έως σήμερα. Για αρχή, ο κύριος Παπανδρέου παγιδευμένος στην προεκλογική ρητορική του έχασε πολύτιμο χρόνο αμφιταλαντευόμενος και εν τέλει μη πράττοντας κάτι ουσιαστικό. Το 2010, η Ελλάδα είχε όντως το όπλο στο χέρι της διότι το χρέος της ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό ιδιωτικό και εξωτερικό. Αντί να ενημερωθεί υπεύθυνα ο κόσμος για το διακύβευμα και να ακολουθηθεί τότε μια επιθετική πολιτική, αντ’ αυτού ξυπνήσαμε μια μέρα με την ομιλία στο Καστελόριζο. Η κυβέρνηση μέσα στον πανικό της πήρε ένα τσεκούρι και άρχισε χωρίς προγραμματισμό να επιβάλει φόρους (κατά τα 2/3) και να κόβει δαπάνες κατά το (1/3). Για να διαλύσουμε και έναν άλλο αστικό μύθο, είναι λανθασμένο να πιστεύουμε ότι οι «ανάλγητοι» δανειστές μας επέβαλλαν την καταστροφή μας. Καταρχήν, το ΔΝΤ έχει γνωστό πρόγραμμα και γνωστή συνταγή, όπου επεμβαίνει ακολουθεί την ίδια πεπατημένη. Δεν είναι ότι δε ξέραμε τι θα μας ζητήσουν. Αν δεν το ξέραμε αυτό είναι αμέλεια ή ψέματα από όποιον το ισχυρίζεται. Ύστερα, οι δανειστές ζήτησαν πρωτίστως τον τρόπο μέσα από τον οποίο θα αποπληρώνονταν τα χρήματα τους. Όταν είδαν ότι εμείς αδυνατούσαμε να προτείνουμε τεχνοκρατικά κοστολογημένα μέτρα (διότι αντί να έχουμε επαγγελματική δημόσια διοίκηση έχουμε κομματική), μέσα στα ασφυκτικά χρονικά περιθώρια μας πρότειναν αυτοί μέτρα που μπορούσαν να κοστολογηθούν. Για παράδειγμα, την προχειρότητα που εμείς αποκαλούμε «ενιαίο μισθολόγιο» δεν μας την επέβαλαν, εμείς την σκαρφιστήκαμε.

Ύστερα, ήρθε κατά τη γνώμη μου η γενεσιουργός αιτία της σημερινής τραγωδίας. Αντί με ομοψυχία να βάλλουμε πλάτη για το καλό της χώρας μας και τα δύο μεγάλα κόμματα να ψηφίσουν με ευρεία πλειοψηφία το πρώτο μνημόνιο, ο κύριος Σαμαράς για μικρόψυχους και μικροπολιτικούς του λόγους καταψήφισε ανοίγοντας έτσι την Κερκόπορτα στο δίλλημα μνημόνιο – αντιμνημόνιο. Είναι ο κύριος Σαμαράς ο οποίος έκανε τους Έλληνες να πιστέψουν ότι υπάρχει ένας άλλος, άκοπος δρόμος έξω από αυτόν τον εφιάλτη. Και έτσι, η κυβέρνηση αντιμετωπίζοντας τριβές εντός και εκτός αυτής, σύρονταν από μέτρο σε μέτρο εφαρμόζοντας παρελκυστική τακτική στην προσπάθεια της να ισορροπήσει ανάμεσα στα ασφυκτικά οικονομικά προβλήματα και την πολιτική της επιβίωση.

Κάπως έτσι φτάσαμε στο 2011. Η διαπραγματευτική ισχύς της χώρας, μέσα από τις συνεχείς ταλαντεύσεις του πρωθυπουργού μειώνονταν συνεχώς. Τη μια ζητούσε στήριξη από τον κύριο Σαμαρά για να υπαναχωρήσει μερικές ώρες αργότερα. Την άλλη προανήγγειλε δημοψήφισμα χωρίς να έχει συζητήσει με κανέναν, μόνο για να ανατραπεί από το ίδιο του το κόμμα. Εκεί κάπου ήρθε ο κύριος Παπαδήμας σώζοντας κυριολεκτικά την παρτίδα στο πάρα 1΄. Αντί να πορευτούμε με μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας έως ότου ορθοποδήσουμε, όπως άλλωστε έπραξαν όλες οι χώρες που βγήκαν επιτυχώς από το μνημόνιο, εμείς πάλι πράξαμε το αντίθετο. Ο κύριος Σαμαράς, εγκληματικά αγνοώντας το συμφέρον της χώρας, ζητούσε μετ’ επιτάσεως εκλογές προσπαθώντας να ικανοποιήσει τη δική του ματαιοδοξία, δηλαδή να γίνει πρωθυπουργός. Χρησιμοποιώντας τακτικές φόβου έσυρε τη χώρα σε διπλή εκλογική αναμέτρηση, παγιώνοντας στη συνείδηση του κόσμου το δίλλημα μνημόνιο – αντιμνημόνιο. Ότι δηλαδή υπήρχε ένας άλλος, μαγικός, άκοπος δρόμος προς την οικονομική ευημερία.

Η διακυβέρνηση Σαμαρά χαρακτηρίστηκε από τις συνήθεις παλινωδίες και παρελκυστικές τακτικές. Ένα βήμα εμπρός – δύο βήματα πίσω προσπαθώντας να διασωθούν κεκτημένα μιας προνομιούχας κάστας ενώ η ιδιωτική οικονομία βούλιαζε στην ύφεση και την αβεβαιότητα. Η χρησιμοποίηση ακατάλληλων δημαγωγών σε υπουργεία απλά αποτέλεσε το κερασάκι στην τούρτα μιας ανούσιας και γλυκανάλατης διακυβέρνησης. Με άλλα λόγια, πολύ λίγα πράγματα με πάρα πολύ αργούς ρυθμούς. Όταν η κυβέρνηση Σαμαρά οσμίστηκε τις εθνικές εκλογές του Ιανουαρίου, στήλωσε τα πόδια και σταμάτησε να κυβερνάει περιμένοντας να πετάξει την καυτή πατάτα στον επόμενο.

Ο κύριος Τσίπρας, εκμεταλλευόμενος μια θεσμική ανωμαλία του πολιτεύματος μας, δηλαδή την εκλογή του προέδρου της δημοκρατίας (που ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1986 είχε φροντίσει να ευνουχίσει από αρμοδιότητες και όπου ο Γεώργιος Παπανδρέου ο νεότερος είχε πρώτος χρησιμοποιήσει για να προκαλέσει εθνικές εκλογές) κέρδισε τις εκλογές εκμεταλλευόμενος το αίσθημα τελμάτωσης (no end in sight) του κόσμου ύστερα από 5 συναπτά χρόνια ύφεσης. Και ο κύριος Τσίπρας αγνόησε επιδεικτικά το εθνικό συμφέρον. Η χώρα βρισκόταν, μετά από κόπους και βάσανα, σε μια εξαιρετικά εύθραυστη οικονομική ισορροπία. Η χώρα δεν άντεχε εκλογές και διχαστικό κλίμα πάνω στο γνωστό δίλλημα, μνημόνια – αντιμνημόνια. Ο κύριος Τσίπρας, δημαγωγώντας ξεδιάντροπα επένδυσε τα πάντα σε έναν μαγικό δρόμο χωρίς μνημόνια. Υποσχέθηκε τα πάντα στους πάντες χωρίς να λέει από πού θα βρει τα χρήματα για να πραγματώσει τις υποσχέσεις του. Δεν ήταν ο πρώτος που το έκανε αυτό, αλλά φοβάμαι ότι θα είναι ο μοιραίος. Κανείς δε μπήκε στον κόπο πρώτα να μελετήσει τα δημόσια οικονομικά και μετά να εξηγήσει με απλό και κατανοητό τρόπο τα προβλήματα στο κόσμο.

Μαζεύοντας δίπλα του μια κλίκα ανθρώπων που αποτελούνταν από σκληροπυρηνικούς Σταλινικούς, ιδεολόγους μαρξιστές και φωνασκούντες δημαγωγούς, έλλειψαν οι άνθρωποι οι οποίοι είχαν μια επαφή με την πραγματικότητα. Θα έπρεπε βέβαια να γνωρίζουν ότι ακόμα και ο Λένιν είχε κάνει άνοιγμα προς την ελεύθερη αγορά (Νέα Οικονομική Πολιτική) όταν αντιμετώπισε η Ρωσία το φάσμα του λοιμού το 1922. Όπως επίσης θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι, όπως είχε γράψει και ο Goebbels στα απομνημονεύματα του, η προπαγάνδα που στηρίζεται σε ψέματα και λανθασμένα στοιχεία αποδομείται πάρα πολύ γρήγορα.

Άνθρωποι ανεπαρκής ή άμετρα εγωπαθείς και φιλόδοξοι ανέλαβαν τη διαπραγμάτευση με μόνο εφόδιο το ιδεολόγημα τους, χωρίς κάποιο δεύτερο σχέδιο. Σκόπιμα ή από άγνοια, μέσα από εμπρηστικές δηλώσεις και τοποθετήσεις κόπηκαν γέφυρες και απωλέσθηκαν σύμμαχοι, όταν είναι γνωστό ότι στις διπλωματικές διαπραγματεύσεις και η τελευταία λεπτομέρεια μετράει. Η ευθύνη του κύριου Τσίπρα εδώ συνίσταται στο ότι σκόπιμα ή από άγνοια έβαλε τους λάθος ανθρώπους στις λάθος θέσεις. Ο κύριος Βαρουφάκης αναλώθηκε σε «προτάσεις που δεν υπάρχει ούτε μια στο εκατομμύριο να αρνηθούν» και σε διαλέξεις αμφιθεάτρου απευθυνόμενος σε υπουργούς οικονομικών κυρίαρχων κρατών. Στο εσωτερικό μέτωπο, εμπρηστικές δηλώσεις («θα το κάνουμε Κούγκι») και ακραία δημαγωγία δημιουργούσαν κλίμα ρήξης με τους εταίρους μας. Μια πάγια αρχή της διπλωματίας και των διαπραγματεύσεων είναι ότι οι τόνοι δημόσια πρέπει να κρατούνται σε χαμηλό και πολιτισμένο επίπεδο. Η ανάληψη δημοσίως μαξιμαλιστικών θέσεων εγκλωβίζει τη διπλωματία και κάνει την απαγκίστρωση από αυτές και την επίτευξη συμφωνίας δύσκολη (βλέπε Μακεδονικό). Ύστερα, η κυβέρνηση μέσα από μια κακόφωνη πολυφωνία, όπου ο ένας υπουργός αναιρούσε τον άλλο μέσα σε λίγες ώρες, προκαλούσε σύγχυση στον κόσμο και ερωτηματικά στους ξένους («τι επιτέλους θέλουν οι Έλληνες;») ενώ έδινε την εικόνα ακυβέρνητου σκάφους.

Η παρατεταμένη «διαπραγμάτευση» (;) και η απραξία σε επίπεδο εθνικής οικονομίας μας οδήγησαν στο τέλος του δρόμου με άδεια ταμεία, τραυματισμένη εθνική οικονομία και εν τέλει, ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων. Διαλύοντας εδώ έναν άλλο αστικό μύθο, τους ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων δεν μας την επέβαλλαν οι «ξένοι σατανάδες». Απλά σταμάτησαν τη ροή χρηματοδότησης και η Τράπεζα της Ελλάδος υποχρεώθηκε, προκειμένου να αποφευχθεί η άτακτη κατάρρευση, να προτείνει τους περιορισμούς τους οποίους ο υπουργός οικονομικών αποφάσισε. Εάν η ΕΚΤ ακολουθούσε κατά γράμμα τους κανονισμούς της, θα έπρεπε να είχε σταματήσει τη χρηματοδότηση των τραπεζών μας πολύ νωρίτερα. Δεν το έπραξε, για να μην τραυματίσει τη διαπραγμάτευση αλλά και για να μην αναλάβει εκείνη το κόστος μιας πολιτικής απόφασης.

Η ηγεσία της χώρας δεν είναι παιχνίδι, έχει τεράστιες ευθύνες. Αυτό που διαχωρίζει τους ηγέτες μεγάλου διαμετρήματος που άφησαν το στίγμα τους στην ιστορία είναι η ικανότητα να κρίνουν ποια είναι τα όρια εντός των οποίων καλούνται να αποφασίσουν. Πολύ σημαντική ιδιότητα ενός ηγέτη είναι και η επιλογή συνεργατών. Είναι χρήσιμο και ωφέλιμο να υπάρχουν και άνθρωποι γύρω σου που θα σου πουν χωρίς φόβο «κύριε πρόεδρε αυτό που κάνετε είναι λάθος». Όταν όλοι σκέφτονται το ίδιο, τότε όλοι δυνητικά αυτοεπιβεβαιώνουν ένα λάθος. Ο κύριος Τσίπρας αποποιείται των ευθυνών που απορρέουν από τη θέση του και πετάει την καυτή πατάτα στον κόσμο, μέσα από ένα δυσνόητο και τελικά άνευ ουσίας ερωτήματος επί προτάσεων που πλέον δεν υφίστανται. Αν ο κύριος Τσίπρας ήθελε ουσιαστικά να ρωτήσει τον κόσμο θα έπρεπε να το πράξει εντός των χρονικών πλαισίων που ήταν τοις πάση γνωστά. Είναι ανήθικο από πλευράς του λίγο πριν το σφύριγμα της λήξης να πετάει την πετσέτα. Ο κύριος Τσίπρας ασκεί ουσιαστικά αντιπολίτευση στην κυβέρνηση της χώρας και ολοκληρώνει την καταστροφή που ξεκίνησε ο κύριος Σαμαράς μέσα από τον ολοκληρωτικό διχασμό.

Δυστυχώς το δημοψήφισμα αυτό θα τραυματίσει τη χώρα μας. Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα τα συντρίμμια τα όποια καλούμαστε να μαζέψουμε είναι δυστυχώς πάρα πολλά. Το ΝΑΙ προσφέρει μια τελευταία ευκαιρία να προσπαθήσουμε με πολύ κόπο και πολύ προσπάθεια να γυρίσουμε την παρτίδα.  

1 Ιουλ 2015

Διεθνείς Σχέσεις & Οικονομική 101

Fear is the path to the dark side. Fear leads to anger. Anger leads to hate. Hate leads to suffering. I sense much fear in you…Master Yoda, Star Wars, The Phantom Menace

…If you're not with me, then you're my enemy…Anakin Skywalker, Star Wars, The Revenge of the Sith

…In order to ensure our security and continuing stability, the Republic will be reorganized into the first Galactic Empire, for a safe and secure society which I assure you will last for ten thousand years…The emperor, Star Wars, The Revenge of the Sith

Στις κοινωνικές επιστήμες (οικονομικά & διεθνείς σχέσεις) όταν αντιμετωπίζουμε ένα πρόβλημα πάντα ρωτάμε και προσπαθούμε να απαντήσουμε στο πώς, ποιός, πού, πότε και γιατί. Πώς δημιουργήθηκε το πρόβλημα, ποιοί είναι οι εμπλεκόμενοι, πού λαμβάνει χώρα αυτό, σε ποιές χρονικές συγκυρίες και γιατί συμβαίνει. Ποιά τα κίνητρα, ποιά τα αίτια, ποιά η αφορμή και ποιοί κερδίζουν.

Τι είναι ισχύς: Πολύ απλά, η ισχύς συνίσταται στην δυνατότητα που έχει κάποιος να επενεργεί θετικά ή αρνητικά πάνω σε κάποιον ή σε κάτι. Η ισχύς αναλύεται σε τρείς κατηγορίες συντελεστών, οι οποίοι σε γενικές γραμμές είναι οι εξής:


Συντελεστές Ισχύος
Υλικοί Συντελεστές
Λειτουργικοί Συντελεστές
Υποκειμενικοί συντελεστές
Ένοπλες Δυνάμεις
Πλούτος
Πληθυσμός
Γεωγραφική Θέση
Πολιτικό Σύστημα
Διοίκηση του Κράτους
Στρατιωτική Κινητοποίηση
Ηγεσία
Κύρος Χώρας

Όπως βλέπετε, οι ένοπλες δυνάμεις και ο πλούτος ενός κράτος είναι δύο πολύ σημαντικοί και αλληλεξαρτώμενοι συντελεστές αλλά δεν είναι οι μόνοι. Πολύ σημαντικοί παράγοντες είναι το πολιτικό σύστημα μιας χώρας καθώς και η ηγεσία της. Δεν αρκεί να έχεις τα μέσα στη διάθεση σου, πρέπει να έχεις την ικανότητα και τη θέληση να τα χρησιμοποιήσεις επωφελεία σου (able and willing).

Τι είναι στρατηγική: Εδώ κάπου χωράει και ο ρόλος της στρατηγικής. Η στρατηγική είναι ο συνεκτικός κρίκος ανάμεσα στην άσκηση πολιτικής και στην τακτική. Εάν οι πολιτικοί στόχοι που έχουν τεθεί είναι εκτός πραγματικότητας ή στηρίζονται σε λανθασμένη ανάγνωση του διεθνούς περιβάλλοντος τότε και η στρατηγική θα είναι συνεπακόλουθα λανθασμένη. Με άλλα λόγια, μπορεί κάποιος να είναι ικανότατος στο πεδίο της τακτικής αλλά να χάσει τον γενικότερο στόχο. Τρανό παράδειγμα εδώ ο Αννίβας, ο οποίος κέρδισε σχεδόν όλες τις μάχες ενάντια στους Ρωμαίους αλλά έχασε τον πόλεμο.

Τι είναι διεθνές σύστημα κρατών: Το διεθνές σύστημα οικοδομείται πάνω σε δύο βασικές αρχές. Είναι άναρχο και ανταγωνιστικό. Είναι άναρχο γιατί δεν υπάρχει κάποια ανώτερη αρχή πάνω από τα κράτη που να επιβάλλει την τάξη βάσει ενός κοινά αποδεκτού αξιακού συστήματος. Είναι ανταγωνιστικό, γιατί τα κράτη, όπως και οι άνθρωποι που τα απαρτίζουν, έχουν ως πρωταρχικό τους στόχο την επιβίωση. Τα κράτη προκειμένου να επιβιώσουν συσσωρεύουν φορτία ισχύος, γιατί έτσι μόνο μπορούν να μειώσουν την αβεβαιότητα τους και να αισθάνονται ασφάλεια. Η αναζήτηση φορτίων ισχύος τα οδηγεί σε μεταξύ τους συγκρούσεις. Η συσσώρευση ισχύος μπορεί να γίνει είτε με εσωτερική είτε με εξωτερική εξισορρόπηση. Η εξωτερική εξισορρόπηση συνίσταται στις συμμαχίες μεταξύ των κρατών προκειμένου αυτά μαζί να επιτύχουν έναν κοινό σκοπό. Η εσωτερική εξισορρόπηση συνίσταται στις ενέργειες ενός κράτος προκειμένου να αυξήσει την ισχύ του με δικά του μέσα. Γίνεται εύκολα κατανοητό ότι έχει σαφώς λιγότερη αβεβαιότητα για ένα κράτος η διαδικασία εσωτερικής εξισορρόπησης.

Στις διεθνείς σχέσεις υπάρχουν τρεις θεωρήσεις επί των πραγμάτων:

  • Ρεαλιστική Θεώρηση: Το διεθνές σύστημα κρατών είναι άναρχο και ανταγωνιστικό. Το κράτος είναι ο ανώτερος παράγοντας του συστήματος και δεν υπάρχει κάποια αρχή πάνω από αυτό. Πρωταρχικός στόχος του κράτους είναι η επιβίωση. Για να επιτευχθεί η επιβίωση απαιτείται ισχύς, η ισχύς γεννά φόβο, καχυποψία και ανταγωνισμό. Η ασφαλέστερη θέση για κάθε κράτος είναι αυτή του περιφερειακού ηγεμόνα και άρα κάθε κράτος νομοτελειακά προσπαθεί να φτάσει σε αυτό το επίπεδο.
  • Ιδεαλιστική Θεώρηση: Τα κράτη συγκρούονται και υπάρχει φόβος, επιβουλή και καχυποψία μεταξύ τους διότι η φύση των ανθρώπων που τα αποτελούν εμποτίζεται με αυτές τις ιδέες. Εάν επικρατήσουν πανανθρώπινες αξίες (ηθική) και οι άνθρωποι εκπαιδευτούν να μη σκέφτονται έτσι, τότε και μεταξύ των κρατών θα επικρατήσει ειρήνη. Οι δημοκρατικές και ανθρωπιστικές αξίες πρέπει να διαδοθούν για να επικρατήσει η ειρήνη.
  • Επαναστατική Θεώρηση: Τα κράτη συμπεριφέρονται ως κοινοί ληστές επιβουλευόμενα τους πόρους των άλλων. Αυτό γίνεται διότι η φύση του καπιταλιστικού συστήματος ωθεί κράτη και ανθρώπους να συμπεριφέρονται με αυτό τον τρόπο. Με την επιβολή της επαναστατικής θεωρίας με κάθε δυνατό μέσο θα επικρατήσει η παγκόσμια ειρήνη (αυτοκρατορική ειρήνη, pax romana). Η επιβολή γίνεται για το καλό των κρατών και γίνεται είτε ειρηνικά είτε δια της βίας. Κάθε δυνατό μέσο που επιτυγχάνει την επιβολή είναι ανεκτό και επιθυμητό (ο σκοπός αγιάζει τα μέσα). Όποιος δεν είναι υπέρ της «επανάστασης» είναι εχθρός της (quote no.3).

Βέλτιστες Νομισματικές Περιοχές: Μια γεωγραφική περιοχή θεωρείται νομισματικά βέλτιστη όταν η οικονομική της αποδοτικότητα μεγιστοποιείται υπό τη χρήση ενός κοινού νομίσματος. Για να θεωρείται μια γεωγραφική περιοχή νομισματικά βέλτιστη υπάρχουν τα ακόλουθα κριτήρια:

·         Κινητικότητα της Εργασίας: Αυτό επιτρέπει στο εργατικό δυναμικό να μετακινείται από μια περιοχή με φτωχές ευκαιρίες εργασίας και εισοδήματος σε άλλες που έχουν υψηλά επίπεδα ανάπτυξης. Αυτή η μετακίνηση μειώνει την ανεργία στην φτωχή περιοχή ενώ περιορίζει τον πληθωρισμό στην πλούσια.
·         Κινητικότητα του Κεφαλαίου: Ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων εντός της νομισματικής περιοχής επιτρέπει τη βέλτιστη διαχείριση πόρων εκεί όπου αυτοί πραγματικά χρειάζονται.
·         Ευελιξία Τιμών και Μισθών: Προκειμένου να λειτουργήσουν αποτελεσματικά τα δύο παραπάνω κριτήρια είναι εκ των ων ουκ άνευ, η γρήγορη προσαρμοστικότητα τιμών και μισθών στις διαμορφούμενες οικονομικές συνθήκες.
·         Μηχανισμός Διάχυσης Ρίσκου: Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένας μηχανισμός μεταφοράς κεφαλαίων από μια πλούσια περιοχή σε μια άλλη που έχει ανάγκη.
·         Πανομοιότυποι Οικονομικοί Κύκλοι: Όταν μια περιοχή έχει εκρηκτική ανάπτυξη ενώ μια άλλη αντιμετωπίζει ύφεση είναι πολύ δύσκολο έως ακατόρθωτο για τη νομισματική αρχή να επιλέξει μια βέλτιστη πολιτική.
·         Παραγωγική Διαφοροποίηση: Όταν διαφορετικές περιοχές μιας ένωσης παράγουν μια ποικιλία διαφορετικών αγαθών τότε η εισαγωγή κοινού νομίσματος μπορεί να δώσει πολύ μεγάλη ώθηση στις συναλλαγές και το εμπόριο.
·         Ομοιογενείς Προτιμήσεις: Αυτό σημαίνει ότι οι διάφορες περιοχές που απαρτίζουν την ένωση έχουν παρόμοιες απαιτήσεις από τη νομισματική τους αρχή, δηλαδή για παράδειγμα, όλοι επιθυμούν σφιχτή νομισματική πολιτική και χαμηλό πληθωρισμό.
·         Κοινή Πεποίθηση για το Μέλλον: Οι περιοχές που απαρτίζουν την νομισματική ένωση πιστεύουν ότι είναι προσδεμένες μαζί σε έναν κοινό στόχο. Όταν μια περιοχή αντιμετωπίζει πρόβλημα οι άλλες σπεύδουν να βοηθήσουν.

Εάν εφαρμόσουμε αυτά τα κριτήρια βαθμολογίας για το Ευρώ, εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι το Ευρώ παίρνει κάτω από τη βάση. Όμως θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι η φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακριβώς επειδή είναι ένας συνεταιρισμός κρατών, είναι να μετασχηματίζεται με αργούς ρυθμούς. Έχει γίνει προσπάθεια να ανεβεί η «βαθμολογία» του κοινού νομίσματος σε σχέση με τα παραπάνω κριτήρια, ίσως όχι όσο γρήγορα θα επιθυμούσαν οι χώρες του Νότου που είχαν συνηθίσει σε μια νομισματική πολιτική πιο επεμβατική.

Θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι: το Ευρώ είναι ένα όχημα πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης. Είναι αφελές να πιστεύουμε ότι σε μια τέτοια ενοποίηση τα κράτη θα έχουν ίσα δικαιώματα και φωνή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένας συνεταιρισμός κρατών όπου επιχειρείται ένας συνεχής συγκερασμός συμφερόντων υπό τους κανόνες που θέτουν οι μεγάλες δυνάμεις. Σε μια πολιτική συνομοσπονδία, όπως μετεξελίσσεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι κανόνες του παιχνιδιού είναι πολύ συγκεκριμένοι. Όταν ένα κράτος θυσιάζει μέρος της ισχύος του (απώλεια άσκησης νομισματικής πολιτικής) θα πρέπει να έχει ξεκάθαρους στόχους: γιατί συμμετέχει στην Ένωση και τι επιδιώκει. Να γνωρίζει πως θα αναπληρώσει τη χαμένη του ισχύ με άλλους τρόπους.

Παρότι είναι ιστορικά σπάνιο να προηγείται η οικονομική και νομισματική ενοποίηση της πολιτικής, εντούτοις υπάρχει ως ιστορικό παράδειγμα με τη Γερμανική ενοποίηση του 19ου αιώνα (Zollverein). Οι Γερμανοί απλά εφαρμόζουν κάτι το οποίο είχε επιτυχία στο παρελθόν για αυτούς.

Το παρόν δημοψήφισμα λοιπόν έχει να κάνει με το που θέλουμε η χώρα μας να βρίσκεται για τα επόμενα χρόνια. Ναι, είμαι ο πρώτος που θα πει ότι το ευρώ έχει ελαττώματα, παρόλα αυτά θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η χώρα μας ωφελήθηκε από τη σχέση της με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το αν η χώρα αξιοποίησε σωστά τα όσα έλαβε είναι δικό μας πρόβλημα και εμείς καλούμαστε να το λύσουμε. Το παρόν δημοψήφισμα έχει να κάνει με τη συμμετοχή μας ή όχι στη Δύση και σε Ευρωατλαντικές δομές στις οποίες η χώρα μας έχει επενδύσει όλη της την μεταπολεμική πορεία. Ναι, η παρούσα λύση είναι μια κακή λύση. Το δημοψήφισμα έτσι όπως παραπλανητικά είναι διατυπωμένο, προσφέρει επιλογές ανάμεσα στην πτώση από την ταράτσα και την κάθοδο με μια πολύ απότομη τσουλήθρα που θα μας σπάσει τα πόδια. Θα πρέπει όμως να θυμόμαστε τα εξής:

·         Το Ευρώ προσφέρει συναλλαγματική ασφάλεια στη χώρα ως προς τις συναλλαγές τις στο εξωτερικό. Συναλλασσόμαστε με ένα ισχυρό νόμισμα το οποίο έχει ελάχιστες αυξομειώσεις και που δε χάνει την αξία του. Οι εισαγωγές μας σε ενέργεια, πετρέλαιο και άλλες πρώτες ύλες είναι πολύ ευκολότερες και διασφαλισμένες.
·         Το Ευρώ είναι το όχημα μέσω του οποίου συμμετέχουμε σε ένα κλειστό κύκλο κρατών σημαντικής ισχύος. Αυτό προσδίδει μεγάλη αξία στη χώρα μας. Δεν είναι τυχαίο ότι Ρωσία και Κίνα επιθυμούν την παραμονή μας εντός του Ευρώ γιατί έτσι, μέσω των επενδύσεων τους, αποκτούν μια ψήφο και μια φωνή στα Ευρωπαϊκά πράγματα. Έξω από το Ευρώ η αξία της χώρας μας αυτόματα μειώνεται.
·         Ας σταματήσουμε να παραμυθιαζόμαστε με «κακούς» ξένους και «πτωχούς πλην τίμιους» Έλληνες. Στις διεθνείς σχέσεις δεν υπάρχει καλός ή κακός, υπάρχουν μόνο συμφέροντα. Ας δεχτούμε τώρα μια κακή συμφωνία και ας προσπαθήσουμε να την ανατρέψουμε στο μέλλον όπως οι Κύπριοι. Αν επιδείξουμε εθνική ομοψυχία όπως έκαναν ΟΛΕΣ οι άλλες χώρες που μπήκαν σε μνημόνιο μπορούμε να τα καταφέρουμε. Αυτό δε θα το πετύχουμε μέσω ενός διχαστικού δημοψηφίσματος.
·         Θα πρέπει πάντα να θυμόμαστε τα λόγια του ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ, διεθνώς αναγνωρισμένου ως «πατέρα» της ιστορίας και των διεθνών σχέσεων: «οι ισχυροί θα πάρουν αυτά που μπορούν και οι αδύναμοι θα υποστούν αυτά που πρέπει». Αυτό σημαίνει ότι όταν είσαι μικρός και αδύναμος φρόντισε να βρεθείς στο κατάλληλο στρατόπεδο, φρόντισε να ισχυροποιήσεις τη θέση σου. Κανένας δεν θα το κάνει αυτό για σένα. Πάρε την κατάσταση στα χέρια σου!
·         Ανήθικο δεν είναι αυτό που σου επιβάλλει ο δανειστής σου, είναι ισχυρός και κοιτάει το συμφέρον του. Ανήθικο είναι οι δικοί σου οι ηγέτες, μέσα από τα λάθη και τις παραλήψεις τους να σε εκθέτουν σε κινδύνους.
·         Η παραμονή στο Ευρώ μας εξασφαλίζει μια δύσκολη πορεία με πολλούς κόπους, πολύ ιδρώτα και πολύ αίμα. Αλλά είναι μια πορεία με λιγότερες αβεβαιότητες και είναι στο χέρι μας να βελτιωθούμε όπως έκαναν Πορτογάλοι, Ιρλανδοί και Κύπριοι πριν από εμάς. Η έξοδος στη Δραχμή είναι μια πορεία στο άγνωστο με πολλούς και μεγάλους κινδύνους.
·         Η Ευρώπη γερνάει και οι μεταπολεμικές υποσχέσεις που έχουν γίνει στο πεδίο του κοινωνικού κράτους δύσκολα μπορούν να εκπληρωθούν ακόμα και από τα ισχυρότερα κράτη. Θα υπάρξουν αναταράξεις για όλα τα κράτη όχι μόνο για την Ελλάδα. Όσο γρηγορότερα αποδεχτούμε αυτή την αλήθεια και τακτοποιήσουμε ΜΟΝΟΙ μας τα του οίκου μας, τόσο το καλύτερο. Είναι προτιμότερο να τα τακτοποιήσουμε εντός του Ευρώ αξιοποιώντας όλα τα εργαλεία στη διάθεση μας (πακέτο Γιούνκερ, νομισματική χαλάρωση ΕΚΤ, κλπ) παρά έξω από αυτή.
·        Η εισαγωγή δραχμής είναι καταφανέστατα άδικη γιατί αποτελεί έμμεση φορολογία επί δικαίων και αδίκων. Εξισώνει το ίδιο προς τα κάτω όλα τα εισοδήματα. Πλήττει το ίδιο τον φτωχό με τον πλούσιο όπως άλλωστε όλοι οι έμμεσοι φόροι. Ποιοι έχουν να κερδίσουν από αυτό; Όσοι έχουν τα χρήματα τους έξω, όσοι έχουν μαύρα λεφτά και όσοι χρωστάνε. Αυτή είναι η κοινωνική δικαιοσύνη που θέλουμε;

Το δημοψήφισμα είναι ένα ερώτημα σχετικά με το αν θέλουμε την Ευρώπη με τους κανόνες της ή αν θέλουμε να πορευθούμε σε μια μοναχική πορεία προς το άγνωστο. Δε ζητήσαμε από κανέναν να θέσει εν’ αμφιβόλω τη θέση της χώρας μας στο διεθνές γίγνεσθαι. Δε ζητήσαμε από κανέναν να παζαρέψει το μέλλον μας. Δε ζητήσαμε από κανέναν να μας καταστρέψει τις όποιες οικονομίες μας και να παίξει το μέλλον των παιδιών μας στα ζάρια μιας ιδεοληψίας. Δε δεχόμαστε τις ταμπέλες των «προδοτών», «Μερκελιστών» και «γερμανοτσολιάδων» που μας προσάπτουν. Η άρνηση διαλόγου και η επιθετική επιβολή των απόψεων σου επί του άλλου συνιστά ακραία μορφή φασισμού. Τα δικαιώματα σου σταματούν εκεί όπου αρχίζουν τα δικά μου. Σεβάσου τη διαφορετική μου άποψη όπως εγώ σέβομαι το δικαίωμα σου να λες εσύ τη δική σου. Εγώ καταθέτω με επιχειρήματα την άποψη μου υπέρ της Ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, κατέθεσε και εσύ τη δική σου, χωρίς λεκτική βία, ταμπέλες και χαρακτηρισμούς. Είμαστε όλοι κάτοικοι αυτής της μικρής χώρας και καλούμαστε να ζήσουμε μαζί και να λύσουμε τα προβλήματα μας και μετά από αυτό το δημοψήφισμα. Ας το θυμόμαστε αυτό όταν αποδίδουμε χαρακτηρισμούς στους άλλους.