1 Δεκ 2010

Μαθήματα Οικονομικής Ιστορίας


Μετά τις τελευταίες εξελίξεις και την είσοδο της Ιρλανδίας στο μηχανισμό στήριξης, έχουν αναθερμανθεί όλες εκείνες οι θεωρίες συνομωσίας που θέλουν την πτωχή πλην τίμια Ελλάς να αποτελεί έρμαιο σκοτεινών ξένων συμφερόντων τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα να βρεθούμε στα σημερινά οικονομικά Τάρταρα. Θα κάνουμε μια σύντομη ιστορική οικονομική αναδρομή προκειμένου να διαλευκανθούν ορισμένα θέματα.

Δημόσιο Χρέος (% επί του ΑΕΠ) =  Χρέος / ΑΕΠ


Στο παραπάνω γράφημα, βλέπουμε την εξέλιξη του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Ως Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν νοείται κατά τρόπο πολύ απλοϊκό το σύνολο της «αγοραστικής δύναμης» (το σύνολο του οικονομικού κύκλου εργασιών) ενός κράτους για ένα χρόνο. Στο ΑΕΠ περιλαμβάνεται η ιδιωτική κατανάλωση, οι επενδύσεις ενώ ένα μέρος του μόνο είναι οι κρατικές δαπάνες. Με άλλα λόγια, οι κυβερνώντες μας διαχρονικά έβαζαν ενέχυρο το σύνολο της ετήσιας οικονομικής μας δραστηριότητας (ΠΡΟΣΟΧΗ: δεν πρέπει να συγχέεται με τα έσοδα του δημοσίου) προκειμένου να εξασφαλίζουν δάνεια. Ο κρατικός δανεισμός είναι ένα απόλυτα θεμιτό οικονομικό εργαλείο το οποίο προσφέρει πολύτιμες λύσεις αναθέρμανσης και ανάπτυξης της οικονομίας σε περιόδους ύφεσης. Είναι κοινά αποδεκτό πως ένα υγιές επίπεδο δημοσίου χρέους κυμαίνεται σε επίπεδα 60 – 100% του ΑΕΠ μιας χώρας, σε συνάρτηση πάντοτε με την ικανότητα και την ευκολία μελλοντικής αποπληρωμής.  Υπεραπλουστεύοντας, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι το ποσοστό του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ αποτελεί έναν από τους δείκτες πιστοληπτικής ικανότητας ενός κράτους.

Μεταπολεμικά, στην Ελληνική οικονομία στήθηκε ένα αδιαπέραστο τείχος προστατευτισμού απαρτιζόμενο από δασμούς, φόρους και πλήρη έλεγχο στην κίνηση κεφαλαίων. Ο προστατευτισμός αυτός σε συνδυασμό με κρατικά μονοπώλια και επιλεκτικές επιδοτήσεις οδήγησε στην άνθηση της Ελληνικής Οικονομίας τη δεκαετία του 60. Η Χούντα επένδυσε στη μαγιά που είχε βρει έτοιμη και ξεκίνησε δειλά – δειλά τα πρώτα βήματα δημόσιου εξωτερικού δανεισμού. Το 1974 ο Καραμανλής παραλαμβάνει μια σχετικά υγιής οικονομία, με δημόσιο χρέος στο 22% του ΑΕΠ ήτοι 330 εκατομμύρια € με σημερινές τιμές. Αντί να προετοιμαστεί η μεταστροφή της οικονομίας από κλειστού τύπου σε οικονομία της ελεύθερης αγοράς (με δεδομένη και τη βούληση εισόδου στην ΕΟΚ), ο Καραμανλής στράφηκε προς έναν άκρατο κρατισμό, ξεπερνώντας σε ζήλο ακόμα και αριστερές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις της εποχής. Κρατικοποίηση Ολυμπιακής, κρατικοποίηση Αθηναϊκής χαρτοποιίας, κρατικοποίηση Πειραϊκής – Πατραϊκής, κρατικοποίηση ναυπηγείων Σκαραμαγκά, κρατικοποίηση διυλιστηρίων Ελευσίνας και η λίστα συνεχίζεται. Ο Καραμανλής παραδίδει στον Παπανδρέου ένα χρέος γύρω στο 31% του ΑΕΠ και σε απόλυτους αριθμούς, γύρω στα 8 δις € σε σημερινές τιμές.


Στο παραπάνω γράφημα βλέπετε την πορεία του χρέους σε απόλυτους αριθμούς. Βλέπετε δηλαδή την πορεία του αριθμητή του κλάσματος. Ο Α. Παπανδρέου επιδίδεται σε μια άνευ προηγουμένου αύξηση του δημοσίου χρέους. Ο κόσμος «τρώει ψωμί» για πρώτη φορά και όλοι πίνουν νερό στο όνομα του. Εν τω μεταξύ, έχουμε εισέλθει σε ένα οικονομικό κλαμπ ανταγωνιστικό (ΕΟΚ), όπου κυριαρχεί η ελεύθερη αγορά, ο ελεύθερος ανταγωνισμός και η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και ανθρώπων. Και ενώ τα τείχη  προστατευτισμού αποσύρονται σταδιακά, δεν γίνεται ΤΙΠΟΤΑ απολύτως για την αναμόρφωση και τον εκσυγχρονισμό της παραγωγικής βάσης της χώρας. Έτσι οι βιομηχανίες και η αγροτική παραγωγή, όντας μαθημένες σε περιβάλλον κρατισμού και προστατευτισμού, δέχονται αλύπητα το σοκ της ελεύθερης αγοράς και απροετοίμαστες όπως είναι φθίνουν. Οι αλόγιστες όμως παροχές, το «Τσοβόλα δώστα όλα», αυξάνουν συνεχώς το δημόσιο χρέος.

Ακολουθούν οι οικουμενικές και η κυβέρνηση Μητσοτάκη, όπου η αύξηση του δημοσίου χρέους γίνεται με αχαλίνωτους ρυθμούς. Θα παρατηρήσει κανείς ότι στο πρώτο γράφημα, μετά το 1993, αρχίζει σταδιακή αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστού. Όμως αν δει κανείς το δεύτερο γράφημα θα παρατηρήσει ότι στη  δεύτερη κυβέρνηση Α. Παπανδρέου και επί κυβερνήσεων Σημίτη, σημειώθηκε αστρονομική εκτίναξη του δημοσίου χρέους ως απόλυτο ποσό. Τι έχει συμβεί; Ο ρυθμός αύξησης του παρονομαστή (ΑΕΠ) ήταν μεγαλύτερος από το ρυθμό αύξησης του αριθμητή (Δημόσιο Χρέος). Οι λόγοι που συνέβη αυτό είναι η οικονομική ανάπτυξη της περιόδου λόγω των τεράστιων κοινοτικών πλαισίων στήριξης καθώς και η δημιουργική λογιστική (κρύψιμο χρέους με χρήση σύνθετων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, στατιστικά μαγειρέματα κ.ο.κ). Θα παρατηρήσετε στο δεύτερο γράφημα, ότι μετά την είσοδο μας στη ζώνη του ευρώ και ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων, το ποσό του δημοσίου χρέους (ο αριθμητής) αυξάνει με εκρηκτικό ρυθμό.


Στο παραπάνω γράφημα βλέπετε την πορεία του ελλείμματος του προϋπολογισμού ως ποσοστό του ΑΕΠ. Το ποσοστό του ελλείμματος θα μπορούσαμε απλοϊκά να πούμε ότι αποτελεί το ρυθμό αύξησης του αριθμητή, δηλαδή του δημοσίου χρέους.


Εδώ βλέπουμε το ρυθμό αύξησης του παρονομαστή, δηλαδή την ετήσια αύξηση του ΑΕΠ. Τα στοιχεία αυτά είναι ήδη παρωχημένα και αναθεωρημένα επί τα χείρω μετά την οριστική αποδοχή των ελληνικών στατιστικών στοιχείων από τη Eurostat. Μετά την είσοδο μας στο Ευρώ, οι κυβερνήσεις Σημίτη και Καραμανλή επιδόθηκαν σε ένα όργιο δανεισμού και πλαστογραφίας των στοιχείων. Η μεν κυβέρνηση Σημίτη χρησιμοποίησε την προεξόφληση μελλοντικών εσόδων του δημοσίου καθώς και το λογιστικό/χρηματοοικονομικό κρύψιμο κάτω από το χαλί χρεών (δεν ήταν ο μόνος που το έκανε, και η Ιταλία έκανε ακριβώς τα ίδια για να εισέλθει στο Ευρώ). Η κυβέρνηση Καραμανλή έκανε δε το εξής καταπληκτικό: φούσκωσε τεχνητά τον παρονομαστή (αναθεώρηση ΑΕΠ με προσθήκη μαύρης παραοικονομίας), μαγείρεψε τεχνητά και τον αριθμητή (αποθεματικά ταμείων ή αλλιώς «λευκή τρύπα») και έτσι παρουσίασε μια ειδυλλιακή εικόνα μειωμένου δημοσίου χρέους (πάντα ως ποσοστό του ΑΕΠ). Άρα, μπορούμε να δανειστούμε περεταίρω!

Όλα αυτά όμως έγιναν στη σφαίρα των δημοσίων οικονομικών. Αυτό το οποίο έγινε στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά ήταν το εξής: με την είσοδο της χώρας στο ευρώ, οι τράπεζες απέκτησαν τεράστια δυνατότητα άντλησης ρευστότητας σε ένα ισχυρό νόμισμα. Αυτή τη ρευστότητα την έριξαν στην αγορά τροφοδοτώντας μια άνευ προηγούμενου έκρηξη στην ιδιωτική κατανάλωση η οποία οδήγησε στους εκρηκτικούς ρυθμούς αύξησης της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 2000 – 2008. Όμως οι ρυθμοί αυτοί (4 – 5,5%) δεν αντικατοπτρίζουν πραγματική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας, αλλά αφορούν κατανάλωση και οικοδομική δραστηριότητα με δανεικά. Και το χειρότερο είναι ότι όλη αυτή η κατανάλωση αφορούσε εισαγωγές γερμανικών αυτοκινήτων, γαλλικών όπλων, ιταλικών ρούχων και πάει λέγοντας. Άρα δανειζόμασταν για να περνάμε καλά υποθηκεύοντας το μέλλον μας και ταυτόχρονα διαλύοντας τις όποιες δυνατότητες μελλοντικής αποπληρωμής διαθέταμε.


Για να σας δώσω ένα άλλο παράδειγμα, φανταστείτε ότι έχετε ένα ετήσιο εισόδημα 20.000 € και ένα σπίτι αξίας 100.000 €. Δανείζεστε από την τράπεζα 10.000 € για να αγοράσετε ένα αυτοκίνητο εισαγωγής. Στην αρχή η τράπεζα θα πάρει από τις καταθέσεις που έχει και θα σας δανείσει. Αυτά τα 10.000 € θα φύγουν εκτός χώρας γιατί το όχημα είναι εισαγόμενο. Στη συνέχεια θα θελήσετε να αγοράσετε ένα εξοχικό 40.000 €. Όμως πλέον το εισόδημα σας δεν επαρκεί. Η τράπεζα θα βάλει υποθήκη το σπίτι σας (ΑΕΠ) και θα σας δώσει 40.000 €. Σε λίγο οι τόκοι που πληρώνετε για το δάνειο του αυτοκινήτου και του εξοχικού είναι τόσοι πολλοί που δεν τα βγάζετε πέρα και χρειάζεστε νέο δάνειο απλά για να αντεπεξέλθετε. Εδώ είναι η τράπεζα, προσημειώνει στο 100% της αξίας το ακίνητο σας και ορίστε, 60.000 € φρέσκα μετρητά. Έχετε μάθει να καλοπερνάτε με όλο αυτό το «δωρεάν» χρήμα που έρχεται από το πουθενά και με μηδενική προσπάθεια. Παρατάτε τη δουλεία σας (καταστροφή παραγωγικής βάσης), όμως κάπως πρέπει να ζήσετε. Εδώ είναι η τράπεζα! Το ακίνητο σας είναι γωνιακό και δεν αξίζει πλέον 100.000 € όπως στην αρχή αλλά 200.000 €  (αναθεώρηση ΑΕΠ) πράγμα που σημαίνει ότι μπορείτε να δανειστείτε άλλα 100.000 €. Έτσι λοιπόν εσείς χτίζετε πισίνα στο εξοχικό, ζείτε μια μεγάλη ζωή ανέφελη και ευτυχισμένη. Ξαφνικά όμως ένα εξωτερικό σοκ (παγκόσμια οικονομική κρίση) αναγκάζει τις τράπεζες όχι μόνο να κλείσουν την κάνουλα, αλλά να απαιτήσουν πίσω την άμεση επιστροφή των δανεικών. Ξαφνικά αποκαλύπτεται ότι ο πελάτης (Ελλάδα) όχι μόνο δεν ξέρει που χρωστάει (λογιστικά τερτίπια), όχι μόνο δεν έχει δυνατότητα αποπληρωμής (κατεστραμμένη παραγωγική βάση), αλλά και η αξία της υποθήκης του ακινήτου (ΑΕΠ) διαρκώς μειώνεται. Όμως ο πελάτης πνίγεται και χρειάζεται δανεικά απλά και μόνο για να κρατηθεί στην επιφάνεια. Κάπου εκεί εμφανίζεται ο τοκογλύφος (πακέτο διάσωσης ΔΝΤ, ΕΚΤ και ΕΕ) ο οποίος βάζει πλάτες μεν έναντι στους πιστωτές, αλλά όχι με το αζημίωτο.

Σίγουρα υπάρχει πληθώρα άστοχων και εγκληματικών χειρισμών της στιγμής που όμως αποτελούν απλά αφορμές έναρξης της κρίσης. Αν η κρίση δεν χτυπούσε την Ελλάδα το 2009 θα το έκανε το 2010 με πιο βίαιο τρόπο. Όσο πιο απότομη είναι η αποκάλυψη της πραγματικότητας τόσο πιο βίαιη και η προσαρμογή. Αυτό όμως που κανείς δεν εξήγησε στον κόσμο, αυτό που κανείς από τους πολιτικούς δεν θέλησε να εξηγήσει (γιατί θα χαλούσε η μεταπολεμική συνταγή) είναι το εξής πολύ απλό: Η Ελλάδα μετατράπηκε σε ένα κράτος που δεν παράγει τίποτε και που ενώ έχει έσοδα στην καλύτερη των περιπτώσεων 60 δις €, χρειάζεται 90 – 100 δις € για να ζήσει. Εσείς αν λειτουργούσατε με αυτό τον τρόπο τον προϋπολογισμό του σπιτιού σας δεν θα πέφτατε έξω; Το κράτος γιατί να αποτελεί εξαίρεση; Δεν υπάρχει καμιά απολύτως συνωμοσία πίσω από το κερδίζω 60, ξοδεύω 100. Αυτούς τους πολιτικούς επιλέξαμε, αυτή την εικονική πραγματικότητα απαιτήσαμε να μας σερβίρουν. Οι πολιτικοί μας δεν έκαναν τίποτε περισσότερο από αυτό που τους ζητήσαμε. Και αν ορισμένες μειοψηφίες έβλεπαν με όρους λογικής το καράβι να πηγαίνει στα βράχια, πάντοτε εφευρίσκονταν κομψά κοσμητικά επίθετα (φιλελεύθεροι, Θατσεριστές, κοράκια της αγοράς, εκμεταλλευτές των εργατικών κατακτήσεων και άλλα τέτοια φαιδρά) για να τους καταστήσουν γραφικούς και «επικίνδυνους για τα λαϊκά συμφέροντα».

Για να το συνειδητοποιήσουμε μια για πάντα: σήμερα χρωστάμε 350 δις €. Για να ξεχρεώσουμε, το Ελληνικό Δημόσιο δεν πρέπει να πληρώνει τίποτα και κανέναν (στρατός, νοσοκομεία, δικαστήρια κ.ο.κ) για 7 – 8 χρόνια προκειμένου να ξεχρεώσουμε. Επειδή αυτό ανήκει στη σφαίρα της ουτοπίας, υπάρχουν δύο ρεαλιστικές λύσεις μπροστά μας: ή κόβουμε δραστικά τις δαπάνες του δημοσίου με μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, ή κηρύσσουμε επίσημα πτώχευση, και ζητάμε να εκπέσει μέρος του χρέους μας με παράλληλη εισαγωγή της δραχμής (η επιμήκυνση είναι ένα ωραίο τέχνασμα για να σε έχουν στο χέρι για χρόνια). Αν ζητήσουμε τη δεύτερη λύση θα πρέπει να γνωρίζουμε καλά ότι θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τα 30-40 δις € για πολλά χρόνια, ενώ δεν θα μπορέσουμε να δανειστούμε ξανά για τουλάχιστον 20. Αν μπορούμε να αποδεχθούμε ένα βιοτικό επίπεδο Ελλάδας της δεκαετίας του 50, τότε ναι, η πτώχευση είναι ένας ρεαλιστικός δρόμος. Καλό είναι όμως να γνωρίζουμε ποιες είναι οι λύσεις και ποιες οι μελλοντικές πορείες που αυτές συνεπάγονται.