4 Φεβ 2011

Δεν Πληρώνω, Δεν πληρώνω



Με αφορμή τη μεγάλη δημοσιότητα που έχει λάβει εσχάτως το κίνημα της γενικευμένης άρνησης πληρωμών για δημόσια αγαθά, είναι νομίζω σκόπιμο να αναφερθούν κάποιες αλήθειες σχετικά με αυτά. Το όλο πρόβλημα ξεκίνησε με τα διόδια των εθνικών οδών και έχει επεκταθεί στα μέσα μαζικής μεταφοράς αλλά και αλλού. Η όλη αυτή αναταραχή επιτείνεται από τη σύγχυση που επικρατεί σχετικά με τα δημόσια αγαθά, σχετικά με τα οποία κυριαρχεί η άποψη ότι είναι «δωρεάν». Παραφράζοντας γνωστό αξίωμα της οικονομικής επιστήμης, «δωρεάν» είναι μόνο το τυρί στη φάκα. Ας δούμε το γιατί:

Απλουστευμένα, δημόσια θεωρούνται τα αγαθά τα οποία είτε ο ιδιωτικός τομέας δεν δύναται να παράγει, είτε η παροχή τους από ιδιώτες δημιουργεί προβλήματα ως προς την πρόσβαση όλων των πολιτών σε αυτά. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν αγαθά όπως η εθνική άμυνα και η δημόσια ασφάλεια (παρότι υπάρχουν ιδιωτικές εταιρείες παροχής ασφάλειας εν τούτοις το κράτος διατηρεί το μονοπώλιο στη νόμιμη χρήση βίας) όπου αφενός το κόστος που απαιτείται είναι δυσθεώρητο και άνευ κέρδους για τον ιδιώτη επενδυτή και αφετέρου, δεν είναι σκόπιμο από μεριάς του κράτους να εκχωρήσει την παραγωγή τους στους ιδιώτες. Για αυτά τα αγαθά, πληρώνουν όλοι οι πολίτες αναλογικά με την οικονομική δυνατότητα τους μέσω άμεσης και έμμεσης φορολογίας. Είναι θεμιτό, οι πολίτες να πληρώνουν γενικά για τα δημόσια αγαθά περισσότερο μέσω άμεσης φορολογίας και λιγότερο μέσω έμμεσης. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν αγαθά όπως η υγεία, η παιδεία, οι υποδομές, τα ταχυδρομεία και λοιπές παροχές κοινής ωφελείας. Εδώ το κράτος επιτρέπει την παροχή δημοσίων αγαθών και από ιδιώτες καθορίζοντας νομοθετικά το πλαίσιο λειτουργίας της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Ταυτόχρονα, φροντίζει για την ίση πρόσβαση στα αγαθά αυτά σε όλους τους πολίτες του, ανεξάρτητα των οικονομικών δυνατοτήτων τους. Η δεύτερη αυτή κατηγορία περιλαμβάνει αγαθά η χρήση των οποίων πραγματοποιείται από μερίδα μόνο πολιτών και ως εκ τούτου θεωρείται άδικο να βαρύνει φορολογικά το σύνολο. Για δημόσια αγαθά όπως οι αυτοκινητόδρομοι, τα ταχυδρομεία και τα μέσα μαζικής μεταφοράς, το κόστος χρήσης βαρύνει τον χρήστη. Εδώ έρχεται η συμβολή του κράτους όπου είτε φροντίζει να παρέχει το ίδιο υπηρεσίες στο κόστος (δηλαδή άνευ κέρδους) είτε επιδοτεί ιδιωτικές εταιρείες προκειμένου να παράσχουν στο καταναλωτικό κοινό δημόσια αγαθά μειωμένης τελικής τιμής. Γενικά για τα δημόσια αγαθά, ανά μονάδα, ισχύει η παρακάτω εξίσωση:

Τιμή χρήσης αγαθού = Κόστος Παραγωγής του Αγαθού – Κρατική Επιδότηση

Κάπου εδώ λοιπόν είναι που αρχίζουν οι παρανοήσεις σχετικά με τα δημόσια αγαθά. Στην Ελλάδα είναι βαθιά ριζωμένη η άποψη ότι δημόσιο αγαθό σημαίνει δωρεάν αγαθό (δηλαδή Τιμή Αγαθού = Κρατική Επιδότηση) και πραγματικά αυτή είναι μια αντίληψη πέρα για πέρα λάθος. Όταν δεν πληρώνεις διόδια στην Εγνατία Οδό, επιβαρύνεις το κόστος συντήρησης της στο κάτοικο των νησιών του Αιγαίου που ουδέποτε θα κάνουν χρήση της. Όταν δεν πληρώνεις εισιτήριο στα μέσα μαζικής μεταφοράς επιβαρύνεις φορολογικά τον κάτοικο της επαρχίας που δεν τα χρησιμοποιεί. Είναι πέρα για πέρα άδικη κοινωνικά συμπεριφορά να επιρρίπτεις το κόστος χρήσης ενός δημοσίου αγαθού σε κάποιον που δεν το χρησιμοποιεί.

Για να κάνουμε όμως και τον συνήγορο του διαβόλου, είναι απαράδεκτη και ανεύθυνη η στάση όλων των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων στην Ελλάδα, όπου συσσώρευσαν μέσω κακοδιαχείρισης και σπατάλης τεράστια ελλείμματα στους οργανισμούς διαχείρισης κοινής ωφελείας. Τα ελλείμματα στις αστικές μεταφορές δεν δημιουργήθηκαν λόγω χαμηλού κόμιστρου, αλλά επειδή συσσωρεύτηκαν μυθώδη ποσά χρέους λόγω υπέρογκου κόστους παραγωγής του μεταφορικού έργου. Έτσι όπως είναι δομημένα τα μέσα μαζικής μεταφοράς στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, μόνο για να ισοσκελιστεί το κόστος μισθοδοσίας των οργανισμών αστικών συγκοινωνιών το κόμιστρο θα έπρεπε να είναι πολλαπλάσιο ακόμα και του σημερινού. Όμως ο πολίτης δεν φταίει σε τίποτα να πληρώνει 2 € εισιτήριο λεωφορείου επειδή στην κάθε ΔΕΚΟ έχουν διορισθεί εκατοντάδες αργόμισθοι. Σε σχέση με την παραπάνω εξίσωση, όσο περισσότερο ανεβαίνει το κόστος παραγωγής ενός δημοσίου αγαθού, τόσο πρέπει να αυξάνεται και το ύψος της κρατικής επιδότησης προκειμένου το κόμιστρο να παραμένει σταθερό. Επιπλέον, όσο περισσότεροι δεν πληρώνουν το κόμιστρο, τόσο πρέπει να αυξάνει η κρατική επιδότηση επιβαρύνοντας ολοένα και περισσότερο πολίτες που δεν χρησιμοποιούν το αγαθό.

Τα προβλήματα σε σχέση με τα δημόσια ξεπήδησαν μέσω των αναθέσεων συμβάσεων κατασκευής μεγάλων δημοσίων έργων σε ιδιώτες, χωρίς τη συμμετοχή του κράτους με μετρητά. Αυτές οι συμπράξεις δημοσίου – ιδιωτικού τομέα είναι θεμιτές εφόσον είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένοι οι κανόνες του παιχνιδιού. Είναι αδιανόητο να επιβάλλεις διόδια σε ημιτελείς, παλαιούς, επικίνδυνους οδικούς άξονες πριν τους ολοκληρώσεις. Είναι αδιανόητο να μην φροντίζεις για τη διευκόλυνση στις μετακινήσεις γειτονικών περιοχών. Είναι αδιανόητο να κρύβεσαι πίσω από ιδιωτικές εταιρείες για την είσπραξη εσόδων του δημοσίου σε ποσοστό έως και 90% επί του κομίστρου.

Επιπρόσθετα, σε κατηγορίες δημοσίων αγαθών όπου παραγωγός του αγαθού είναι και το δημόσιο, η εγκληματική διαχείριση επί του παραγομένου αγαθού τόσο σε θέματα κόστους όσο και σε θέματα ποιότητας (με χαρακτηριστικά παραδείγματα εδώ υγεία και παιδεία) δημιουργούν το εξής εκπληκτικό: ο πολίτης αναγκάζεται να καταφύγει στον ιδιωτικό τομέα για να καλύψει τις ανάγκες του πληρώνοντας και το αντίστοιχο τίμημα, ενώ μέσω φορολογίας και κρατήσεων πληρώνει και για αγαθά τα οποία ξευτελίζονται συνεχώς και που είναι ελάχιστα ανταποδοτικά. Η Ελλάδα, σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες του ΟΑΣΑ (OECD: Organization for Economic Cooperation and Development, 34 χώρες μέλη) διαθέτει το 5,8% του ΑΕΠ της ως δημόσια δαπάνη για την υγεία και ένα 3,8% του ΑΕΠ ως ιδιωτική δαπάνη για την υγεία (http://stats.oecd.org/Index.aspx?QueryId=23072). Έχουμε κάτω του μέσου όρου δημόσιες δαπάνες για την υγεία η αποδοτικότητα των οποίων βαίνει μειούμενη, ενώ ταυτόχρονα η ποιότητα των παροχών υγείας φθίνει συνεχώς. Ταυτόχρονα οι ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία αυξάνουν συνεχώς κατατάσσοντας μας πολύ πάνω του μέσου όρου και πλησίον του πρωταθλητή ιδιωτικών δαπανών υγείας, δηλαδή των Η.Π.Α. Η ίδια εικόνα ισχύει περίπου και για την παιδεία. Έτσι λοιπόν ο πολίτης μπορεί στα χαρτιά να απολαμβάνει δημόσια δωρεάν υγεία και δημόσια δωρεάν παιδεία αλλά ταυτόχρονα παρακολουθεί τη σπατάλη των φόρων του και την αφαίμαξη του πορτοφολιού του κάθε φορά που πληρώνει το φροντιστήριο ή που πηγαίνει σε μια ιδιωτική κλινική.

Λύσεις φυσικά και υπάρχουν και εφαρμόζονται με επιτυχία σε πλείστες χώρες ανά την υφήλιο. Κεντρικό συστατικό των εφαρμοζόμενων λύσεων είναι η ξεκάθαρη τοποθέτηση από μεριάς του κράτους, του ποσού της επιδότησης ανά δημόσιο αγαθό. Ξεκάθαρη και δημόσια τοποθέτηση ότι η τελική τιμή δημοσίων αγαθών διαμορφώνεται κατόπιν Χ ποσού δημόσιας επιδότησης του ανά μονάδα. Για παράδειγμα, σε ένα εισιτήριο αστικών συγκοινωνιών κόστους 1 € πρέπει να αναγράφεται ότι η τελική τιμή προκύπτει ως εξής:

Κόστος Μεταφοράς Επιβάτη: 1,40 €
Κρατική Επιδότηση Κόστους: 0,40 €
Τελική Τιμή Εισιτηρίου: 1 €

Είναι φυσικά αυτονόητο ότι το σύνολο των εσόδων από τα εισιτήρια και την κρατική επιχορήγηση πρέπει να ισοσκελίζεται με το σύνολο των δαπανών. Είναι αδιανόητο δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφελείας να παράγουν σκανδαλωδώς ελλείμματα κατά τον τρόπο που γινόταν αυτό στο παρελθόν. Η ίδια λύση έχει εφαρμοστεί με επιτυχία στον τομέα της παιδείας. Παραθέτω το παράδειγμα της Νέας Ζηλανδίας. Η Νέα Ζηλανδία παρατήρησε στα μέσα της δεκαετίας του 80, ότι οι δαπάνες για την παιδεία συνεχώς αυξάνονταν χωρίς το προσδοκώμενο αποτέλεσμα να βελτιώνεται, ενώ ταυτόχρονα η ιδιωτική δαπάνη για την παιδεία αύξανε εκθετικά. Η εργατική, σοσιαλιστική κυβέρνηση αποφάσισε τότε ένα ρηξικέλευθο μέτρο: τη χορήγηση επιδότησης ανά μαθητή στα σχολεία. Οι μαθητές δικαιούνταν ένα ποσό ανά έτος το οποίο μπορούσαν να διαθέσουν είτε σε δημόσιο είτε σε ιδιωτικό σχολείο κατά βούληση. Στα μεν δημόσια σχολεία το ποσό της επιχορήγησης ήταν και το τελικό ποσό, στα δε ιδιωτικά σχολεία η επιχορήγηση αφαιρούταν από το ύψος των διδάκτρων. Ταυτόχρονα, δόθηκε στα σχολεία πλήρης ελευθερία στην πρόσληψη/απόλυση διδακτικού προσωπικού καθώς και στη διαμόρφωση του ύψους της αμοιβής τους και σχετική ελευθερία ως προς τη διαμόρφωση του συμπληρωματικού διδακτικού υλικού (μαθήματα επιλογής, εξωσχολικές δραστηριότητες κ.α). Παρά τους φόβους για εντυπωσιακή αύξηση της φοίτησης στα ιδιωτικά σχολεία, τα αποτελέσματα κατέπληξαν τους πάντες: η φοίτηση στα ιδιωτικά σχολεία έπεσε από το 25% του μαθητικού πληθυσμού στο 13% με τάσεις διαρκής μείωσης. Τα δημόσια σχολεία ανταγωνίζονταν πιο θα προσελκύσει τους καλύτερους καθηγητές με αποτέλεσμα η ποιότητα της εκπαίδευσης διαρκώς να ανεβαίνει. Τα δημόσια σχολεία με καλή φήμη (όπως παλαιότερα τα πρότυπα/πειραματικά στην Ελλάδα) αναγκάζονται να πραγματοποιούν κληρώσεις για να δεχθούν τους μαθητές λόγω έντονης ζήτησης. Η παραγωγικότητα της δημόσιας δαπάνης για την παιδεία διπλασιάστηκε μέσα σε 10 χρόνια ενώ και η απόδοση των μαθητών σε τεστ δεξιοτήτων και γνώσεων αυξήθηκε σημαντικά. Το εντυπωσιακότερο όμως όλων, είναι ότι μειώθηκε η ψαλίδα ανάμεσα στο 10% των καλύτερων μαθητών και στο 10% των χειρότερων μαθητών, πράγμα που σημαίνει ότι βελτιώθηκε συνολικά η ποιότητα της παιδείας και δεν δημιουργήθηκαν μερικές νησίδες παραγωγής ελίτ.

Αλλά και στην υγεία, χώρες με εξαιρετικά ανεπτυγμένα συστήματα δημόσιας υγείας όπως η Γαλλία, ο Καναδάς και η Σουηδία φροντίζουν να κοστολογούν με σαφήνεια την παροχή υπηρεσιών υγείας, δίνοντας έμφαση στην παραγωγικότητα των δαπανών, στην αξιολόγηση των παρεχομένων υπηρεσιών και στη συνεχή εκπαίδευση και αξιολόγηση του προσωπικού, αμείβοντας περισσότερο τους άριστους. Δίνεται έντονη έμφαση στην παροχή υπηρεσιών υγείας πρωτοβάθμιου επιπέδου καθώς και στην προληπτική ιατρική (ετήσιες εξετάσεις, παροχή συμβουλών υγείας κλπ.) πετυχαίνοντας τη βελτίωση της γενικής υγείας του πληθυσμού και την αφοσίωση των νοσοκομειακών μονάδων στα πραγματικά σοβαρά περιστατικά υγείας. Στο NHS της Μεγάλης Βρετανίας δίδεται επιμίσθιο στους ιατρούς οι οποίοι πείθουν τους περισσότερους ασθενείς τους να κόψουν το κάπνισμα. Αντίστοιχη αμοιβή δίδεται εφόσον ικανοποιητικός αριθμός ασθενών βελτιώσει σημαντικούς δείκτες υγείας όπως επίπεδα χοληστερίνης, σακχάρου κλπ. Η παροχή αυτών των υπηρεσιών γίνεται με ένα χαμηλό κόμιστρο, ενώ για ειδικές ομάδες πληθυσμού (άνεργοι, χαμηλά εισοδηματικά στρώματα) δεν υφίσταται καθόλου. Σε αντίθεση, στην Ελλάδα δεν υπάρχει πρωτοβάθμια παροχή υγείας και όπου αυτή υφίσταται είναι κάκιστης ποιότητας και μη ανταποκρινόμενη στις υπέρογκες κρατήσεις (π.χ. παροχή υπηρεσιών υγείας από το ΙΚΑ). Τα νοσοκομεία κυριολεκτικά βουλιάζουν σε κάθε εφημερία όπου στοιβάζονται απλοί πονοκέφαλοι μαζί με θανάσιμα περιστατικά. Η περίπτωση του νοσοκομείου Παπαγεωργίου στη Θεσσαλονίκη είναι χαρακτηριστική: στις εφημερίες του νοσοκομείου συρρέουν περίπου 1500 περιστατικά σε κάθε εφημερία φέρνοντας το σύστημα στα όρια του. Ο λόγος: το νοσοκομείο έχει πολύ καλή φήμη και έτσι μη επείγοντα περιστατικά περιμένουν πότε θα εφημερεύσει για να προσέλθουν (http://www.makthes.gr/news/reportage/68913/). Η πλήρης απουσία πρωτοβάθμιων/προληπτικών υπηρεσιών υγείας αναγκάζει τον κόσμο να κατακλύζει ένα καλό νοσοκομείο. Όσο όμως αυξάνει ο κόσμος τόσο περισσότερη πίεση ασκείται με αποτέλεσμα τελικά την κατάρρευση. Η λύση και εδώ απλή: Χορήγηση από κάθε πάροχο υγείας (ασφαλιστικά ταμεία) ενός ετήσιου ποσού πρωτοβάθμιας/προληπτικής ιατρικής δαπάνης, έστω 1000 € ανά ασφαλισμένο, των οποίων μπορεί να κάνει χρήση οπουδήποτε (ιδιωτικά και δημόσια νοσοκομεία και ιατρεία). Το ποσό αυτό δεν απαιτεί ούτε έλεγχο, ούτε έγκριση από το ταμείο. Ο ασφαλισμένος επιλέγει τον πάροχο υπηρεσιών υγείας και αναλόγως ξοδεύει τα χρήματα του. Θα πρέπει να επιτραπεί στα κρατικά νοσοκομεία να διαμορφώσουν ελεύθερα το κόμιστρο εισόδου ως εξής:

  • Προσέλευση σε ώρες αιχμής/εφημερίας: 10€
  • Προσέλευση σε ώρες χαμηλής ζήτησης: 5 €
  • Μακροχρόνια ασθενείς, ευπαθείς ομάδες, άνεργοι: δωρεάν
  • Εξέταση κατά προτεραιότητα: + 10 €
  • Επιπρόσθετο κόμιστρο βάση αξιολόγησης του νοσοκομείου: + 10% για το καλύτερο κ.ο.κ

Εννοείται φυσικά ότι για σοβαρά περιστατικά θα υπάρχει πλήρης κάλυψη από τον ασφαλιστικό φορέα και σε περίπτωση ευπαθών ομάδων από το κράτος.

Εν κατακλείδι, τα δημόσια αγαθά δεν είναι δωρεάν. Έχουν κόστος παραγωγής όπως όλα τα υπόλοιπα αγαθά και υπηρεσίες και το δέον είναι μέρος αυτού του κόστους να πληρώνεται από τον τελικό χρήστη. Η σωστή κοστολόγηση τους, η αποδοτικότητα της δημόσιας δαπάνης και η ξεκάθαρη πληροφόρηση του κοινού σχετικά με το ύψος της κρατικής επιδότησης αλλά και το κόστος, είναι θεμελιώδη συστατικά για την εύρυθμη λειτουργία τους. Τα εύπεπτα συνθήματα και οι άναρθρες κραυγές απλά επιτρέπουν στους κυβερνώντες να αποσείουν με ευκολία τις τεράστιες ευθύνες τους ως προς την απαξίωση της δημόσιας δαπάνης και των δημοσίων αγαθών. Την επόμενη φορά που δεν θα ακυρώσετε εισιτήριο στο λεωφορείο ή που δεν θα πληρώσετε τα 3 – 5 € στο δημόσιο νοσοκομείο, σκεφτείτε ότι βάζετε το χέρι σας στην τσέπη του συμπολίτη σας. Σας αρέσει να κλέβετε τους άλλους και να ζείτε εις βάρους τους;