24 Μαΐ 2011

Η επανάληψη της Ιστορίας


Λέγεται πως όταν η ιστορία επαναλαμβάνεται, η επανάληψη της θυμίζει φάρσα. Έχουμε την ψευδαίσθηση ότι η τωρινή χρεοκοπία είναι κάτι το πρωτοφανέρωτο από σύστασης νεοελληνικού κράτους. Και όμως, το φαινόμενο έχει ξαναεμφανιστεί με καταπληκτική συχνότητα: χρεοκοπία το 1827, το 1843, το 1893, το 1932 και τελικώς σήμερα. Αν εξετάσει κανείς τις συνθήκες του κάθε γεγονότος θα βρει αξιοπερίεργες ομοιότητες. Και ως γνωστών, επαναλαμβανόμενες ομοιότητες παύουν να αποτελούν συμπτώσεις. Αναλωνόμαστε συνεχώς σε κυνήγι μαγισσών στη χώρα μας για το ποιος ή τι έφταιξε, αν ήταν οι προηγούμενοι, οι επόμενοι ή οι υποχθόνιες ξένες δυνάμεις και οι ανίεροι δανειστές μας που επιβουλεύονται το μεγαλείο του έθνους μας. Αναζητούμε συνεχώς  τον «κακό» του παραμυθιού και με μεγάλη ευκολία παραβλέπουμε τυχόν δικά μας λάθη ή παραλήψεις. Καλώς ή κακώς η Ελλάδα από συστάσεως της ανήκει σε ένα σύστημα κρατών, τη λειτουργία του οποίου διέπουν μερικοί απλοί κανόνες:

·        Το διεθνές σύστημα είναι άναρχο δηλαδή δεν υπάρχει ανώτατη αρχή που να επιλύει τις διαφορές μεταξύ των κρατών στη βάση ενός δικαιϊκού συστήματος.  
·        Το διεθνές σύστημα είναι ανταγωνιστικό, δηλαδή το κάθε κράτος βρίσκεται σε ένα διαρκή ανταγωνισμό απόκτησης ισχύος με πρώτο στόχο την επιβίωση του και απώτατο στόχο την ηγεμονία
·        Το διεθνές σύστημα είναι ένα σύστημα αυτοβοήθειας, δηλαδή το κάθε κράτος οφείλει να προβεί σε όλες εκείνες τις ενέργειες που θα το καταστήσουν ικανό από μόνο του να επιβιώσει.

Στις σχέσεις μεταξύ των κρατών δεν υπάρχει δίκαιο ή άδικο, δεν υπάρχουν εχθροί και φίλοι αλλά υπάρχουν εθνικά συμφέροντα και ισχύς. Κανόνες όπως το διεθνές δίκαιο είναι χρήσιμοι να υπάρχουν και αποτελούν ένα κανονιστικό πλαίσιο εντός του οποίου συνήθως, άλλα όχι πάντα, κινείται η συμπεριφορά των κρατών. Σε κάθε περίπτωση το διεθνές δίκαιο ή διεθνείς οργανισμοί συλλογικής ασφάλειας (ΟΗΕ) δεν αποτελούν δεσμευτικό περιορισμό των εθνικών συμφερόντων. Αντίθετα, σύμφωνα με τα γραφόμενα του John J. Mearsheimer (The Tragedy of Great Power Politics), όλη αυτή η προσπάθεια μεταφοράς της διαπροσωπικής ηθικής στις σχέσεις μεταξύ των κρατών δεν αποτελεί παρά ένα φύλο συκής ή όπως λέει ο ίδιος “liberalization of realist policies”.

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο καλείται διαχρονικά να λειτουργήσει η Ελλάδα. Προκειμένου ένα κράτος όπως η χώρα μας να επιβιώσει θα πρέπει πρωτίστως να συνειδητοποιήσει τη θέση της στο διεθνές σύστημα όπου λειτουργεί. Δηλαδή, ποιο είναι το φορτίο ισχύος της, ποια κράτη συνιστούν απειλή για τα συμφέροντα της και με ποιά κράτη μπορεί να υπάρξει συνεταιρισμός συμφερόντων. Η ισχύς ενός κράτους είναι μια αρκετά σύνθετη έννοια η οποία επηρεάζεται από πολλές μεταβλητές και σταθερές. Για λόγους απλότητας, θεωρούμε ότι η ισχύς ενός κράτους αντικατοπτρίζεται από τη στρατιωτική και την οικονομική του ισχύ σε μια σχέση μεταξύ τους αλληλεξάρτησης. Χωρίς στρατιωτική ισχύ δεν μπορεί να υπάρχει οικονομική ισχύ και το αντίστροφο. Η στρατιωτική ισχύς είναι ο ακρογωνιαίος λίθος στην προσπάθεια ενός κράτους να επιβιώσει και να εξασφαλίσει ικανοποιητική ασφάλεια για το ίδιο. Η οικονομική ισχύς είναι το απαραίτητο όχημα βάση του οποίου πραγματοποιείται η εθνική πολιτική («Δει Δη χρημάτων ω άνδρες Αθηναίοι και άνευ τούτων…», Δημοσθένης , Α΄ Ολυνθιακός). Η απουσία χρημάτων, όπως λέει και ο Δημοσθένης, οδηγεί αναγκαστικά σε περιορισμό των επιλογών ενός κράτους και κατ’ επέκταση, υπονομεύει την ασφάλεια και επιβίωση του.

Ιστορικά, από την πρώτη κιόλας πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Σταυροφόρους (Δ’ Σταυροφορία, 1204), η τότε διαμορφούμενη ελληνική εθνική συνείδηση αναζητούσε τους προδότες και τους σωτήρες ανάμεσα στις ξένες δυνάμεις. Ο Έλληνας πίστεψε ότι φταίνε οι δυτικοί σταυροφόροι για το κατάντημα της ελληνοχριστιανικής αυτοκρατορίας παραβλέποντας ότι ήταν η δυναστεία των Αγγέλων αυτή που ουσιαστικά προσκάλεσε τους δυτικούς στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να ανακαταλάβει το θρόνο. Αργότερα, στον 15ο  αιώνα όταν η πτώση της Κωνσταντινούπολης είναι απλά θέμα χρόνου, κατηγορεί τους δυτικούς «εξωμότες» που δεν βοηθούν το προπύργιο του χριστιανισμού στηn Ανατολή. Παραβλέπονται βέβαια οι εμφύλιοι πόλεμοι του 14ου αιώνα που αποδυνάμωσαν σημαντικά την αυτοκρατορία. Αλλά ακόμα και την ύστατη στιγμή όπου προσφέρεται η ένωση των εκκλησιών (υπαγωγή της ορθόδοξης εκκλησίας στην παπική δικαιοδοσία, 1439 – 1443) ως αντάλλαγμα δυτικής βοήθειας, υπάρχουν αρκετοί που αναφωνούν το «καλύτερα το σαρίκι του σουλτάνου από την καλύπτρα του καρδινάλιου». Κατά την Οθωμανική κατοχή είναι αρκετές οι προσπάθειες επανάστασης των υπόδουλων Ελλήνων, κοινό χαρακτηριστικό των οποίων αποτελεί η αναζήτηση του ξένου Μεσσία και η διχογνωμία των επαναστατών. Στην αρχή, Μεσσίες είναι οι Ισπανοί (16ος αιώνας), κατόπιν είναι οι Ρώσοι (18ος – 19ος αιώνας). Μόνο όταν οι Έλληνες συνειδητοποιούν ότι για να επιτύχουν τον εθνικό στόχο πρέπει πρωτίστως να βασιστούν στις δικές τους δυνάμεις (Φιλική Εταιρεία), επιτυγχάνει το εγχείρημα της επανάστασης. Όμως ακόμα και μετά τις πρώτες επιτυχίες του 1821, αρχίζει η συνηθισμένη ιστορία του νεοελληνικού κράτους, δηλαδή εμφύλιοι πόλεμοι και εξωτερικός δανεισμός. Τα πρώτα δάνεια συνάπτονται το 1823 και 1824 με όρους οι οποίοι κάνουν το σημερινό μνημόνιο να φαντάζει ονειρικό. Τα δάνεια ύψους 800.000  και 2.000.000 λιρών συμφωνούνται με επιτόκιο 5%, προμήθεια έκδοσης 3,5%, ασφάλιστρα κινδύνου 1,5% (για όσους πιστεύουν ότι τα CDS και τα hedge funds είναι σύγχρονη πρακτική) ενώ ως υποθήκη πληρωμής των δανείων (διάρκειας 36 χρόνων) τέθηκαν οι «εθνικές γαίες». Όμως τελικά παραχωρήθηκαν σε μετρητά περίπου 500.000 λίρες  αθροιστικά αφού η πραγματική αξία του δανείου ορίστηκε στο ~60% της ονομαστικής! Επιπρόσθετα, παρακρατήθηκαν 80.000 λίρες για τις δύο πρώτες δόσεις του δανείου. Ακόμα όμως και από αυτά τα χρήματα που απέμειναν, αγοράστηκε οπλισμός που παραδόθηκε μερικώς (αντί για 6 πολεμικά ατμόπλοια παραδόθηκε τελικώς ένα, οποιαδήποτε σύγκριση με τη σύμβαση των υποβρυχίων είναι τυχαία), ενώ τελικά εικάζεται ότι κατέληξαν στα ταμεία του ελληνικού κράτους λιγότερα από 80.000 λίρες σε μετρητά! Τελικώς η χώρα βυθίζεται σε εμφύλιο πόλεμο, η επανάσταση φτάνει ένα βήμα από την καταστροφή και μοιραία το 1827 προχωράει σε στάση πληρωμών. Η άφιξη του Καποδίστρια προσπαθεί να βάλει ένα τέλος στον κατήφορο και πράγματι προωθεί σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην προσπάθεια του να μετατρέψει την Ελλάδα σε κράτος. Θίγει όμως σημαντικά τοπικά και συντεχνιακά συμφέροντα, ενώ και οι ξένοι δανειστές μας δε βλέπουν με καλό μάτι την προσπάθεια εθνικής ανάταξης. Τελικώς το 1831 δολοφονείται προκειμένου και πάλι να έρθουν οι ξένοι σωτήρες στο πρόσωπο του Βαυαρού Όθωνα με την εγγύηση και τα νέα δάνεια (μνημόνια) των ξένων  προστάτιδων δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία). Το νέο κράτος είναι τόσο εξαρτημένο από τους δανειστές του που στην Ελλάδα εμφανίζονται κόμματα όχι ιδεολογικά αλλά σχετιζόμενα με τις ξένες προστάτριες δυνάμεις (αγγλικό, γαλλικό και ρωσικό κόμμα). Τα δάνεια του 1833 (60 εκ. γαλλικά φράγκα) κατασπαταλώνται στη βασιλική αυλή, σε στρατιωτικές δαπάνες αμφιβόλου αποτελεσματικότητας, στη συντήρηση γραφειοκρατίας και σε πληρωμή τόκων. Οποιαδήποτε προσπάθεια συγκράτησης και εξορθολογισμού των δαπανών προσκρούει στα συντεχνιακά μικροσυμφέροντα των ομάδων που λυμαίνονται τον κρατικό προϋπολογισμό. Νομοτελειακά, έρχεται η πτώχευση του 1843 όπου η χώρα αδυνατεί να καταβάλει τους τόκους των δανείων που έχει συνάψει. Ο βασιλιάς Όθωνας εκλιπαρεί τις προστάτιδες δυνάμεις για νέα δάνεια τα οποία του χορηγούνται, υπό την προϋπόθεση της αυστηρής περικοπής δαπανών και της επιβολής φόρων (οποιαδήποτε ομοιότητα με την Τρόικα είναι συμπτωματική). Τελικά, οι κλειστές συντεχνίες των συμβούλων και των πολιτικών που ευθύνονται για την κατάσταση μένουν στο απυρόβλητο ενώ ο ελληνικός λαός στενάζει υπό το βάρος των φόρων. Όμως το τελικό αποτέλεσμα ήταν, να επιβληθούν αυστηροί όροι ως προς την αποπληρωμή των ελληνικών δανείων μέσω της δημιουργίας επιτροπής ελέγχου της ελληνικής οικονομίας και της διοχέτευσης των βεβαιωμένων εσόδων του δημοσίου πρωτίστως στην πληρωμή τόκων και χρεολυσίων (Τον επόμενο χρόνο έγινε η στρατιωτική στάση του 1844 που κατέληξε στη μετατροπή του πολιτεύματος σε συνταγματική μοναρχία). 

Τις δεκαετίες του 1860 και 1870 με την ανάπτυξη της ναυτιλίας και μιας υποτυπώδους βιομηχανίας, αρχίζει να αναπτύσσεται σταδιακά μια αστική τάξη στη χώρα. Οι «εκσυγχρονιστές» συντάσσονται με το κόμμα του Τρικούπη ενώ οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις και συντεχνίες με το κόμμα του Δηλιγιάννη. Ο Τρικούπης προσπαθεί να καινοτομήσει τόσο σε θέματα οικονομικής ανάπτυξης (ανάπτυξη σιδηρόδρομου, διώρυγα της Κορίνθου) όσο και σε θεσμικά θέματα (αξιοκρατικές προσλήψεις δημοσίων υπαλλήλων, πάταξη φαινομένων δωροδοκίας δικαστικών και εφοριακών, ελεύθερες εκλογές, αρχή της δεδηλωμένης κ.α.). Όμως τα τοπικιστικά και συντεχνιακά συμφέροντα υπό τη δημαγωγική αρχηγεία του Δηλιγιάννη μάχονται λυσσαλέα τις αλλαγές και κερδίζουν έτσι τις εκλογές του 1885. Και ενώ το ελληνικό δημόσιο, παρά το όποιο συμμάζεμα του Τρικούπη, αποδίδει το 40 – 50% των εσόδων του σε τόκους, ο Δηλιγιάννης προχωρεί σε αθρόες προσλήψεις πολιτικών συμμάχων του στο δημόσιο. Ο εξωτερικός δανεισμός αυξάνεται με ιλιγγιώδη ρυθμό με αποτέλεσμα ακόμα και ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ να δυσανασχετήσει. Τελικώς η πρωθυπουργία παραδίδεται στον Τρικούπη το 1891 όπου όμως η κατάσταση είναι πλέον μη αναστρέψιμη και σε συνδυασμό με ένα οικονομικό σοκ (καταστροφή της παραγωγής της σταφίδας) οδηγείται το 1893 να αναφωνήσει το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Τα μέτρα που επιβάλλουν οι δανειστές μας (επιτροπή οικονομικού ελέγχου υπό τον Εδουάρδο Λω) και η δημαγωγία του Δηλιγιάννη (πιστώνει τη χρεοκοπία στον Τρικούπη, οι ομοιότητες με το σημερινό πολιτικό σκηνικό είναι τυχαίες όπως πάντα) οδηγούν στην πτώση του Τρικούπη και τη φυγή του από τη χώρα (θα πεθάνει το 1896 στις Κάννες στη Γαλλία). Ο Δηλιγιάννης επιχειρώντας φυγή από την εσωτερική πραγματικότητα προσπαθεί να εξάγει το πρόβλημα στο εξωτερικό (ανάμιξη με την επανάσταση της Κρήτης το 1896 παρά την αντίθεση των δανειστών μας) με τελική κατάληξη τον πόλεμο Ελλάδος – Τουρκίας το 1897. Ο Τουρκικός στρατός φθάνει τελικώς μέχρι τη Λαμία όπου σταματάει κατόπιν παρέμβασης των δανειστών μας. Στην Ελλάδα επιβάλλονται βαρύτατες πολεμικές αποζημιώσεις προς την Τουρκία ενώ υποχρεώνεται η χώρα μας στη σύναψη νέου δανείου (μνημόνιο 2) προκειμένου να ανταποκριθεί. Η εξουσία της επιτροπής οικονομικού ελέγχου διευρύνεται   και ουσιαστικά ασκεί την οικονομική πολιτική της χώρας με γνώμονα την αποπληρωμή των ξένων ομολογιούχων.  

Μερικές δεκαετίες αργότερα και συγκεκριμένα το 1928 αναλαμβάνει για δεύτερη φορά την πρωθυπουργία της Ελλάδος ο Ελευθέριος Βενιζέλος σε μια συγκυρία όπου η χώρα έχει περάσει κυριολεκτικά από χίλια κύματα. Η χώρα εξέρχεται τραυματισμένη τόσο οικονομικά όσο και θεσμικά (δίκη των έξι, εξορία του βασιλιά, στρατιωτικά πραξικοπήματα) από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Βενιζέλος σταθεροποιεί την οικονομία (εισάγει τη δραχμή στο χρυσό κανόνα, κάτι σαν το ευρώ της εποχής) και επικρατεί μια επίπλαστη αίσθηση ευημερίας, πλην όμως αυτή η ευημερία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε δανεικά. Η κρίση του 1929 βρίσκει τους κυβερνώντες απροετοίμαστους να δηλώνουν δημοσίως την ανθεκτικότητα και τη θωράκιση της οικονομίας έναντι εξωτερικών πιέσεων (οποιαδήποτε ομοιότητα με τις δηλώσεις Αλογοσκούφη αποτελεί απλή σύμπτωση). Τελικώς το 1931, ένας συνδυασμός παραποιημένων στατιστικών στοιχείων και νομισματικών πιέσεων (κερδοσκοπική επίθεση στη δραχμή), οδηγούν σε αδυναμία διατήρησης του χρυσού κανόνα[1]  και τελικώς σε αδυναμία δανεισμού. Το 1932 το χρέος της Ελλάδος ανέρχεται στο 150% του ΑΕΠ όταν και επίσημα προχωράει το ελληνικό δημόσιο σε στάση πληρωμών. Τελικώς η δικτατορία του Μεταξά (μετά το κίνημα της 4ης Αυγούστου του 1935 και την επαναφορά του βασιλιά) θα έρθει σε συμφωνία με τους ξένους ομολογιούχους προχωρώντας σε περικοπή των τόκων άνω του 50%. Όμως εντωμεταξύ έχει εκτιναχθεί η ανεργία, έχουν μειωθεί δραματικά οι μισθοί και το βιοτικό επίπεδο και έχουν χρεοκοπήσει βιομηχανίες και τράπεζες του ιδιωτικού τομέα.

Η Ιστορία λοιπόν επαναλαμβάνεται με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο συνεχώς στο νεοελληνικό κράτος. Κατά την άποψη μου, το θεμελιώδες σφάλμα τόσο των κυβερνώντων όσο και του πληθυσμού είναι ότι αγνοείται συνεχώς ο κανόνας της αυτοβοήθειας. Σίγουρα υπήρχαν και θα υπάρχουν εξωτερικές πιέσεις και γεγονότα έξω από τον έλεγχο μας, αλλά και αυτό είναι στοιχείο του διεθνούς συστήματος στο οποίο διαβιούμε. Εντούτοις όμως ξεχνάμε το πιο σημαντικό το οποίο είναι ότι αν δεν λάβουμε μόνοι μας σαν έθνος τα κατάλληλα μέτρα ενίσχυσης μας, κανένας άλλος δεν πρόκειται να το κάνει για μας. Τα κράτη δεν έχουν αισθήματα, δεν έχουν φίλους και εχθρούς όπως έχουν οι άνθρωποι. Κανείς δε θέλει να μας καταστρέψει και κανείς δε θα μας βοηθήσει ανιδιοτελώς. Υπάρχουν όμως συμφέροντα και αυτά τα προστατεύουν οι δανειστές και οι ξένες δυνάμεις με κάθε τρόπο. Ανήθικος δεν είναι ο δανεισμός ενός κράτους με ληστρικό επιτόκιο. Ανήθικη είναι η καταπάτηση κάθε έννοιας εθνικού συμφέροντος από τους κυβερνώντες της χώρας που δανείζεται σε εποχές παχαίων αγελάδων μεταθέτοντας το λογαριασμό για το μέλλον. Ανήθικη είναι η υποδούλωση της χώρας προκειμένου να εξυπηρετηθούν συντεχνιακά συμφέροντα. Ανήθικη είναι η αμέλεια της ασφάλειας ενός κράτους το οποίο οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε υπονόμευση της επιβίωσης του (το 1897 φαντάζει τόσο μακρινό πλέον). Ο δανειστής και ο κάθε δανειστής κοιτάει να μεγιστοποιήσει το συμφέρον του και ορθά πράττει. Ο δανειζόμενος, οφείλει να είναι πολύ προσεκτικός και μετρημένος στις κινήσεις του. Οφείλει να γνωρίζει ο δανειζόμενος ότι ο δανειστής δεν ενδιαφέρεται πάντα για την ανάκτηση των χρημάτων του αλλά πολύ συχνά τον ενδιαφέρει ο νόμος του Σάιλοκ, δηλαδή θέλει σαν πληρωμή μια λίβρα από τις σάρκες του δανειστή.      

                 


[1] Χρυσός Κανόνας (Golden Standard) πολύ απλουστευμένα σημαίνει ότι η αξία των δραχμών σε κυκλοφορία συνδεόταν ευθέως με τα διαθέσιμα χρυσού της Tράπεζας της Ελλάδος. Η φράση «Πληρωτέο επί τη εμφανίσει» που έφεραν τα χαρτονομίσματα σήμαινε ότι τυπικά η αξία του χαρτονομίσματος καλυπτόταν πλήρως από διαθέσιμα χρυσού τα οποία ο κομιστής του νομίσματος μπορούσε να ζητήσει ως αντίτιμο από την αρμόδια νομισματική αρχή.