4 Δεκ 2013

Παιδείας το Ανάγνωσμα

Με αφορμή ένα ενδιαφέρον άρθρο του Guardian[1] είχα την ευκαιρία να μάθω ότι εδώ και λίγες μέρες βγήκαν τα στατιστικά αποτελέσματα του PISA report του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OECD). Το PISA report είναι μια μελέτη ως προς την αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος που διεξάγεται ανά τριετία, τόσο στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ όσο και σε άλλες χώρες που επιθυμούν να συμμετάσχουν. Διεξάγεται σε αντιπροσωπευτικό δείγμα δεκαπεντάχρονων μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης οι οποίοι διαγωνίζονται σε εξετάσεις ευστροφίας άνευ ύλης. Η θεματολογία έχει να κάνει με κατανόηση κειμένου, γενική μαθηματική γνώση και γενική κατανόηση θετικών επιστημών. Όλες οι ερωτήσεις απευθύνονται στη μητρική γλώσσα του μαθητή και υπάρχει χρονικός περιορισμός ως προς την απάντηση. Οι ερωτήσεις χωρίζονται σε έξι πακέτα αυξανόμενης δυσκολίας (1 πολύ εύκολες,6 πολύ δύσκολες). Το δείγμα από την κάθε χώρα είναι τέτοιο ώστε να λαμβάνεται υπόψη η αναλογία μαθητικού πληθυσμού ως προς τον συνολικό πληθυσμό, η αναλογία αγοριών/κοριτσιών, η οικονομική διαστρωμάτωση των μαθητών καθώς και άλλοι παράμετροι. Ο σκοπός είναι η όσο το δυνατόν ακριβέστερη σύγκριση της αποτελεσματικότητας της εκπαιδευτικής διαδικασίας τόσο με ποιοτικούς όσο και με ποσοτικούς δείκτες. Τα αποτελέσματα της έρευνας μπορείτε να τα δείτε στο παρακάτω σύνδεσμο:


Δείγμα των ερωτήσεων μπορείτε να δείτε εδώ:


Από περιέργεια δοκίμασα τις ερωτήσεις του δείγματος και μπορώ να πω ότι απευθύνονται στη λογική και την ευστροφία των μαθητών και όχι στην αποστήθιση κάποιας πληροφορίας. Σας προτρέπω να το δοκιμάσετε για να δείτε σε τι δεν μπορούν να απαντήσουν οι Έλληνες μαθητές.

Οι επιδόσεις της χώρας μας είναι μάλλον απογοητευτικές (4η από το τέλος στη γενική κατάταξη ανάμεσα στις χώρες μέλη) και ενδεικτικές της ένδειας του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Δεν είναι μόνο οι επιδόσεις που απογοητεύουν αλλά κυρίως, η κατανομή της μαθητικής κοινότητας αυτή που ανησυχεί περισσότερο. Η Ελλάδα έχει μεγάλο αριθμό μαθητών που δεν μπορούν να απαντήσουν ούτε τις εύκολες ερωτήσεις (36% του δείγματος μαθητών) και είμαστε κάτω από το μέσο όρο των χωρών μελών. Αλλά ακόμα και στους αριστούχους μαθητές, ο αριθμός που απάντησε με επιτυχία τις πιο δύσκολες ερωτήσεις είναι ιδιαίτερα χαμηλός (4% απάντησε level 5 και μόλις 1% απάντησε level 6) σε σύγκριση με μαθητές άλλων χωρών. Δηλαδή, έχουμε λίγους καλούς μαθητές οι επιδόσεις των οποίων υπολείπονται αυτές άλλων χωρών. Επαναλαμβάνω ότι οι ερωτήσεις ήταν άνευ εξεταστέας ύλης και απευθύνονταν στην κριτική ικανότητα, την ευστροφία και τη λογική του μαθητή. Από το γράφημα του Guardian μπορούμε να δούμε την πρωτοκαθεδρία των Ασιατικών χώρων (Ιαπωνία, Ν. Κορέα) καθώς και την επιτυχία, σε γενικές γραμμές, του Σκανδιναβικού μοντέλου εκπαίδευσης. Υπάρχουν πάρα πολλά χρήσιμα συμπεράσματα τα οποία μπορούν να εξαχθούν από τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης και για τα οποία θα χρειαζόμουν πάρα πολλές σελίδες για να παραθέσω αναλυτικά.

Η στατιστική αυτή είναι χρήσιμη γιατί καταρρίπτει μια σειρά από μύθους που συνοδεύουν το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.

Μύθος πρώτος: Οι έλληνες μαθητές είναι «έξυπνοι» και τα καταφέρνουν καλύτερα από τους άλλους. Δείτε πόσα μυαλά έχουμε στο εξωτερικό, πόσες νίκες έχουμε σε μαθητικές Ολυμπιάδες κ.λ.π.

Δεν είμαστε εξυπνότεροι από τους άλλους. Οι καλύτεροι μας μαθητές είναι λιγότεροι και με χειρότερες επιδόσεις από αυτές άλλων κρατών. Οι καλύτεροι μας δεν παραμένουν στην Ελλάδα αλλά μεταναστεύουν μαζικά στο εξωτερικό όπου με την παρουσίας τους κοσμούν ξένα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή προσφέρουν τις πολύτιμες γνώσεις και υπηρεσίες τους σε αυτούς που τις αναγνωρίζουν και τις αμείβουν αντίστοιχα.

Μύθος δεύτερος: Φταίει το μνημόνιο για αυτή την κατάντια

Κάτι τέτοιο δεν ισχύει και σίγουρα δεν έχει αποτυπωθεί στατιστικά ακόμα. Από το 2003 έως το 2012 αποδεικνύεται στατιστικά ότι η οικονομική διαστρωμάτωση των μαθητών δεν είναι στατιστικά σημαντική ως προς την επίδοση τους στην Ελλάδα. Ιδιωτικά ή δημόσια σχολεία, όλοι θα περάσουν από την λογική αποστήθισης που επιβάλλει το φροντιστήριο και το εξεταστικό σύστημα. Όσοι έχουν περισσότερα χρήματα μπορούν ενδεχομένως να δώσουν περισσότερες ευκαιρίες στα παιδιά τους, αλλά το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο: η παπαγαλία ζει και βασιλεύει.

Η αποσάθρωση του δημόσιου σχολίου είναι μια μακροχρόνια διαδικασία που ξεκίνησε τη δεκαετία του 80 και που τώρα θα δρέψουμε τους καρπούς των κόπων μας. Το πιο λυπηρό είναι ότι ακόμα και οι λιγοστοί πόροι που διαθέτουμε για το μέλλον των παιδιών μας έχουν εξαιρετικά χαμηλή αποδοτικότητα.

Εν κατακλείδι, υπό ιδανικές συνθήκες θα θέλαμε έναν μαθητικό πληθυσμό ως εξής: κανονική κατανομή μαθητών (σχήμα καμπάνας) με μεγάλο πληθυσμό μαθητών στα μεσαία στρώματα επιδόσεων και μικρές αποκλείσεις ανάμεσα στο χειρότερο 20% των μαθητών και το αντίστοιχο καλύτερο 20%. Εμείς έχουμε αυτή τη στιγμή μεγάλο αριθμό μαθητών στις χειρότερες επιδόσεις, μια αδύναμη σχετικά μέση κατάσταση και μικρό αριθμό εξαιρετικών μαθητών με χαώδη διαφορά από τους υπόλοιπους. Αυτό σημαίνει ότι το σχολείο όπως λειτουργεί σήμερα έχει αποτύχει στην παραγωγή ορθολογικά σκεπτόμενων πολιτών με εφόδια τέτοια, που να τους επιτρέπουν να συνεισφέρουν θετικά στο σύνολο στο οποίο μετέχουν. Ο ρόλος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δεν είναι να λειτουργήσει ως προθάλαμος της τριτοβάθμιας, αλλά να προσφέρει εφόδια στο μαθητή για να λειτουργήσει ως λογικά και κριτικά σκεπτόμενος πολίτης με δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η ζοφερή πραγματικότητα σήμερα λέει ότι τα παιδιά στοιβάζονται κατά κανόνα σε άθλια σχολεία με απαράδεκτα και απαρχαιωμένα εκπαιδευτικά βοηθήματα κα με καθηγητές είτε αδιάφορους είτε σε απόγνωση. Όσοι γονείς διαθέτουν χρήματα, στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία και φροντιστήρια όχι για να εκπαιδευτούν, αλλά αφενός για να είναι σίγουροι ότι γίνονται μαθήματα και αφετέρου για να κατορθώσουν να υπερνικήσουν με καλύτερες πιθανότητες τις πανελλαδικές εξετάσεις. Οι πραγματικά άριστοι θα κοιτάξουν να φύγουν στο εξωτερικό όπου και θα παραμείνουν χωρίς να επιστρέψουν ποτέ. Μια χώρα η οποία ουδέποτε θέλησε να λειτουργήσει υπό το καθεστώς αριστείας, που δεν ανταμείβει την αριστεία αλλά αντίθετα τη φθονεί και της βάζει εμπόδια, πράγματι τρώει τα παιδιά της. Και εμείς, θα μείνουμε πίσω να καμαρώνουμε αυτούς που έφυγαν και διαφημίζουν το «ελληνικό πνεύμα» βαυκαλιζόμενοι για τη δήθεν ανωτερότητα μας.  

Έχουμε μετατρέψει την εκπαιδευτική διαδικασία σε προετοιμασία για τη μια και μοναδική σημαντική εξέταση στη ζωή μας. Αφού περάσαμε τις πανελλαδικές, θέλουμε σίγουρα επαγγελματικά δικαιώματα, θέλουμε σίγουρη δουλεία μέχρι τη σύνταξη χωρίς ποτέ ξανά να κριθούμε. Πέρασε, για παράδειγμα, κάποιος στην ιατρική σχολή και αυτό σημαίνει ότι κάποτε, όποτε, θα γίνει ειδικός γιατρός. Κανείς ποτέ δεν θα απορριφθεί από το σύστημα «γιατί το παιδί διάβασε και κόπιασε για να περάσει». Δεχόμαστε αδιαμαρτύρητα τον γιατρό που έκανε δεκαετία για να πάρει το πτυχίο του. Δεχόμαστε αδιαμαρτύρητα να γίνει ειδικευόμενος βάσει αρχαιότητας και όχι βάσει αριστείας. Και κατόπιν αυτός ο άνθρωπος θα γίνει ειδικός χωρίς να περάσει ουσιαστικές εξετάσεις (σας προκαλώ να μου βρείτε ΕΝΑΝ ειδικευόμενο ο οποίος κόπηκε οριστικά από το να γίνει ειδικός), χωρίς κάποιος να ελέγχει αργότερα σε τακτά διαστήματα τις ικανότητες του και το αν εξελίσσεται η επιστημονική του κατάρτιση. Και αυτό ισχύει παντού σε όλα τα επαγγέλματα και σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής μας δραστηριότητας.

Η μελέτη αυτή του ΟΟΣΑ αποτελεί ένα δυνατό καμπανάκι κινδύνου και για έναν ακόμα σημαντικό λόγο: ένας απαίδευτος πολίτης αποτελεί εύκολα έρμαιο δημαγωγίας, λαϊκισμού και χειραγώγησης από ανθρώπους ή ομάδες με ταπεινά κίνητρα. Όλοι πέφτουν από τα σύννεφα για την άνοδο ενός νεοναζιστικού μορφώματος στη χώρα μας. Πως θα αντισταθεί ο πολίτης στις σειρήνες της δημαγωγίας όταν δεν διαθέτει τα πνευματικά εφόδια για να το κάνει αυτό; Σε τελική ανάλυση παιδεία σημαίνει ελευθερία, ελευθερία της άποψης και της γνώμης, ελευθερία της επιλογής.       

31 Οκτ 2013

Zollverein

Μια Σύντομη Αναδρομή της Γερμανικής Ιστορίας

Zollverein: Γερμανική Τελωνιακή Ένωση. Υλοποιήθηκε επίσημα το 1833 – 1834 και ουσιαστικά αφορούσε στην ελεύθερη διακίνηση αγαθών μεταξύ των γερμανικών κρατιδίων της εποχής. Κυρίαρχη και κινητήρια δύναμη πίσω από τη συμφωνία τελωνιακής ένωσης υπήρξε η Πρωσία, οι εδαφικές εκτάσεις της οποίας τέμνονταν από μια πλειάδα παρεμβαλλόμενων κρατιδίων. Αποτελεί ένα από τα σπάνια ιστορικά παραδείγματα όπου η οικονομική ενοποίηση προηγήθηκε της πολιτικής.

Σε πρόσφατη επίσκεψη μου στη γερμανική πόλη του Essen είχα την ευκαιρία να δω ένα μουσειακό χώρο της βιομηχανικής επανάστασης ο οποίος ταυτόχρονα έχει ανακηρυχτεί μνημείο πολιτιστικής κληρονομίας της UNESCO. Πρόκειται για ένα τεράστιο ορυχείο άνθρακα με τα αντίστοιχα εργοστάσια διαχωρισμού και παραγωγής μεταλλουργικού οπτάνθρακα (για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να δείτε εδώ: http://www.zollverein.de/#/service/english-page ) το οποίο εγκαινιάσθηκε το 1847 και τερμάτισε τις εξορυκτικές του δραστηριότητες το 1986. Το βιομηχανικό αυτό σύμπλεγμα φέρει το όνομα “Zollverein” όνομα το οποίο ήμουν σίγουρος ότι είχα ξαναδεί σε κάποιο από τα βιβλία της ιστορίας. Και πράγματι, μετά από μια σύντομη αναζήτηση η αρχική μου εντύπωση επιβεβαιώθηκε: το ορυχείο αυτό είχε ονομασθεί έτσι προς τιμήν της τελωνιακής ένωσης των γερμανικών κρατών του 19ου αιώνα. Αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες τόσο για το ορυχείο όσο και για την τελωνιακή ένωση διαπίστωσα ορισμένες καταπληκτικές ομοιότητες  με την σημερινή Ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Πριν αναφερθώ σε αυτές τις ομοιότητες είναι χρήσιμο να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή ως προς την ιστορία του γερμανικού χώρου.

Η γεωγραφική θέση του χώρου που σήμερα ονομάζουμε Γερμανία ήταν, από την εποχή ακόμα των Ρωμαίων, καίριας σημασίας ως προς την επίτευξη ηγεμονίας επί της Ευρωπαϊκής ηπείρου. Η Ρώμη προσπάθησε να επιβληθεί και να επεκταθεί εκεί αλλά η καταστροφή τριών λεγεώνων στην μάχη του Teutoburg Forest το 9 μ.Χ. έβαλε ουσιαστικό τέλος στην, ανατολικά του Ρήνου, επέκταση τους. Η συνένωση της Δυτικής Ευρώπης υπό τη βασιλεία του Καρλομάγνου στα τέλη του 8ου αιώνα μ.Χ. αποδείχθηκε εξαιρετικά βραχύβια και διαλύθηκε σύντομα μετά το θάνατο του. Μετέπειτα γερμανοί αυτοκράτορες έφεραν τον τίτλο του ρωμαίου αυτοκράτορα ενώ το βασίλειο τους έφερε την ονομασία «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους». Οι Αψβούργοι του 16ου αιώνα προσπάθησαν αλλά απέτυχαν να επιτύχουν την ηγεμονία στην Ευρώπη παρότι οι κτήσεις τους εκτίνονταν στην Ιβηρική και Ιταλική χερσόνησο, στις Κάτω Χώρες και στη Γερμανία μέσω του ελέγχου της αυτοκρατορίας. Βλέπουμε λοιπόν ότι όλες οι προσπάθειες επίτευξης ηγεμονίας στην Ευρώπη μέσω στρατιωτικής ισχύος περνούσαν μέσα από τον έλεγχο του γερμανικού χώρου αλλά όλες, για διάφορους λόγους απέτυχαν. Η συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648 ουσιαστικά διέλυσε και τα τελευταία ψήγματα αυτοκρατορικής ισχύος και κατέστησε στην πράξη ανεξάρτητα τα γερμανικά κρατίδια. Η Γερμανία κατέστη κενός χώρος την οικειοποίηση του οποίου επιχείρησαν όλες οι γειτονικές μεγάλες δυνάμεις. Οι  ηγεμονικές προσπάθειες της Γαλλίας κατά τον 17ο και 18ο αιώνα (Λουδοβίκος, Ναπολέοντας) είχαν ως πρωταρχικό στόχο τον έλεγχο του γερμανικού χώρου. Οι συνθήκες του 1815 προσπάθησαν να επιτύχουν την απόλυτη ισορροπία εντός της Ευρώπης κυρίως μέσω της ισχυροποίησης της Πρωσίας ως αντίβαρο στις αυστριακές και γαλλικές επιδιώξεις επί της Γερμανίας.

Βρισκόμαστε λοιπόν ήδη στον 19ο αιώνα. Η Πρωσία είναι από τους μεγάλους κερδισμένους των Ναπολεόντειων πολέμων έχοντας κερδίσει σημαντικές κτήσεις στη γερμανική Ρηνανία. Οι κτήσεις τους όμως είναι διάσπαρτες και γενικά ανάμεσα στις δυτικές και ανατολικές επαρχίες τους παρεμβάλλονται αρκετά άλλα κρατίδια. Οι δυτικές επαρχίες βασίζονται στη μεταποίηση αγαθών ενώ οι ανατολικές είναι έντονα αγροτικές – φεουδαρχικές. Τα υπόλοιπα γερμανικά κρατίδια είναι, δικαιολογημένα, έντονα καχύποπτα απέναντι στον πρωσικό επεκτατισμό. Ας μην ξεχνάμε ότι η Πρωσία εθεωρείτο μια τρίτης κατηγορίας δύναμη στο γερμανικό χώρο μετά τη συνθήκη του 1648, έρμαιο των ορέξεων μεγαλύτερων γειτόνων της. Υπό την ηγεσία πεφωτισμένων μοναρχών (Φρειδερίκος ο Μεγάλος Εκλέκτορας, Φρειδερίκος ο Μέγας) κατόρθωσε να αυξήσει εντυπωσιακά την επικράτεια της και να καταστεί μια μεγάλη και υπολογίσιμη ευρωπαϊκή δύναμη.

Εντός αυτού του πλαισίου, η οικονομική ανάπτυξη και η διακίνηση προϊόντων εντός της Γερμανίας ήταν προβληματική. Η Πρωσία αντιμετώπιζε τρία στρατηγικής φύσεως ερωτήματα: α) πως θα επεκταθεί περεταίρω, β) πως θα καταστεί ηγέτιδα δύναμη του γερμανικού χώρου και γ) πως θα αναπτυχθεί οικονομικά. Η απάντηση δόθηκε μέσω της τελωνιακής ένωσης (Zollverein). Μέσα σε 30 χρόνια η Πρωσία πέτυχε την οικονομική συνένωση της Γερμανίας, την εκδίωξη ανεπιθύμητης επιρροής ξένων δυνάμεων (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Αυστρία) και την εκρηκτική βιομηχανική ανάπτυξη που στηρίχθηκε στα πλούσια κοιτάσματα άνθρακα των δυτικών επαρχιών της. Έτσι λοιπόν βλέπουμε ότι μόνο τυχαία δεν ήταν η ονοματοδοσία του συγκεκριμένου ορυχείου. Το μόνο που απέμενε ήταν η πολιτική ένωση η οποία επιτεύχθηκε μέσω διαδοχικών πολεμικών αναμετρήσεων, πρώτα εις βάρος της Αυστρίας (1866) και κατόπιν με θύμα τη Γαλλία (1870 – 1871). Υπό το βάρος της εξωτερικής απειλής (Αυστρία, Γαλλία) τα γερμανικά κρατίδια υποχρεώθηκαν πρώτα να αναγνωρίσουν την πρωτοκαθεδρία της Πρωσίας επί στρατιωτικών θεμάτων και στη συνέχεια την πολιτική ένωση μέσω της σύστασης του δεύτερου ράιχ. Το στέμμα του αυτοκράτορα προσφέρθηκε στον βασιλέα της Πρωσίας η οποία de facto πέτυχε την ενοποίηση της Γερμανίας.

Η ιστορία της Γερμανίας μετά το 1871 υπήρξε συνυφασμένη με τις προσπάθειες επίτευξης ηγεμονίας μέσω στρατιωτικής ισχύος αγνοώντας τους περιορισμούς του διεθνούς συστήματος. Κατά την προσπάθεια ένωσης του γερμανικού χώρου τον 19ο αιώνα, η Πρωσία ευτύχησε να διαθέτει έναν ηγέτη του διαμετρήματος του Βίσμαρκ ο οποίος με συστηματικό τρόπο κατόρθωσε να τιθασεύσει και να βελτιστοποιήσει την πρωσική ισχύ λαμβάνοντας πάντα υπόψη τους περιορισμούς του διεθνούς συστήματος. Οι διάδοχοι του δεν διέθεταν την πνευματική του οξυδέρκεια με αποτέλεσμα τα μαθήματα της γερμανικής ενοποίησης (Zollverein) να ξεχαστούν. Όμως, μεταπολεμικά και ιδιαίτερα μετά την πτώση του τείχους βλέπουμε μια μεθοδική προσπάθεια της Γερμανίας να ηγηθεί του ευρωπαϊκού χώρου χρησιμοποιώντας θεσμικά και οικονομικά εργαλεία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκίνησε ως Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα το 1950. Σταδιακά απέκτησε όργανα διακυβέρνησης τα οποία μοιάζουν εκπληκτικά με αυτά της Γερμανίας. Το Ευρωκοινοβούλιο είναι η κάτω βουλή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μόνιμων αντιπροσώπων είναι η άνω βουλή. Για τις χώρες της ευρωζώνης υπάρχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα η οποία εδρεύει στη Φρανκφούρτη και λειτουργεί καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της γερμανικής κεντρικής τράπεζας. Η κρίση χρέους αποτέλεσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για περεταίρω ενοποίηση η οποία πιθανότατα θα συνεχιστεί μέσω θεσμοθέτησης ενιαίου ευρωπαϊκού χρέους και θα ολοκληρωθεί με την πολιτική ένωση στα πρότυπα της γερμανικής ομοσπονδίας. Οι ομοιότητες με το ιστορικό παρελθόν είναι πολλές και έντονες για να αγνοηθούν. Η Γερμανία εφαρμόζει δοκιμασμένη συνταγή του παρελθόντος προκειμένου να επιτύχει την ηγεμονία του ευρωπαϊκού χώρου. Λόγω του μεγέθους και της πολυπλοκότητας του εγχειρήματος ίσως η ευρωπαϊκή ενοποίηση καθυστερήσει περισσότερο από τη γερμανική (1833 – 1871). Η γερμανική ενοποίηση πραγματοποιήθηκε επί κρατών τα οποία ομιλούσαν την ίδια γλώσσα και μετά από κάποιο σημείο, θεωρούσαν ότι είχαν κοινούς στόχους. Παρά τις όποιες δυσκολίες του εγχειρήματος όμως οι ενδείξεις είναι εδώ: ήδη έχει αφαιρεθεί η νομισματική πολιτική από τα κράτη μέλη του ευρώ, δυνάμεις αντίθετες ως προς το εγχείρημα (Βρετανία) έχουν τεθεί στο περιθώριο των εξελίξεων ενώ για τις χώρες του μνημονίου έχει αφαιρεθεί και η δημοσιονομική πολιτική. Το επόμενο λογικό βήμα είναι η ενοποίηση του χρέους και κατόπιν ένα «ευρωπαϊκό» υπουργείο οικονομικών. Από εκείνο το σημείο, δεν απαιτείται κάποιο ιδιαίτερο άλμα φαντασίας για τον μετασχηματισμό των οργάνων της ευρωπαϊκής ένωσης σε όργανα διακυβέρνησης μιας συνομοσπονδίας. Τα κράτη μέλη θα διατηρήσουν τις εθνικές κυβερνήσεις τους με τις όποιες ιδιαιτερότητες τους (όπως π.χ. η αυτονομία που απολαμβάνει η Βαυαρία εντός της Γερμανίας) ενώ σταδιακά η εξωτερική και οικονομική πολιτική θα περάσουν σε κεντρικό επίπεδο.

Είναι αυτονόητο ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται και ότι οι συνθήκες και ιδιαιτερότητες του παρελθόντος δεν ισχύουν απαραίτητα στις μέρες μας. Είναι όμως ιδιαίτερα χρήσιμη η γνώση γεγονότων του παρελθόντος αφού έτσι μπορούμε να προβούμε σε καλύτερη εκτίμηση καταστάσεων του σήμερα και έτσι να λάβουμε τις καλύτερες δυνατές αποφάσεις με βάση το εθνικό μας συμφέρον.                 

30 Σεπ 2013

Το Φαινόμενο της Χρυσής Αυγής

Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε είχαμε τη σύλληψη της ηγετικής ομάδας της χρυσής αυγής με κύρια κατηγορία ανάμεσα σε πολλές άλλες, της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης. Είναι πράγματι ένα σημαντικό βήμα προστασίας της ελληνικής δημοκρατίας ενάντια στο φαινόμενο του νεοναζισμού, πλην όμως αυτό το βήμα θα πρέπει να έχει και συνέχεια. Θα πρέπει ως κοινωνία να αναρωτηθούμε πως φθάσαμε ως εδώ και πως μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα σε μόνιμη βάση. Σε κάθε περίπτωση, τώρα δεν είναι η ώρα για πανηγυρισμούς αλλά για περίσκεψη και δράση. Να θυμίσουμε ότι ο Αδόλφος Χίτλερ φυλακίστηκε για το αποτυχημένο πραξικόπημα του 1923 στο Μόναχο. Τη δεκαετία του 1920 οι εθνικοσοσιαλιστές θεωρούνταν γραφικοί και αμελητέα δύναμη, αλλά αυτό ήταν κάτι που άλλαξε πολύ γρήγορα. Συλλαμβάνοντας την ηγετική ομάδα αλλά μη θεραπεύοντας τις ρίζες του κακού απλά αγοράζουμε χρόνο μέχρι την επανεμφάνιση του προβλήματος σε νέα, μεταλλαγμένη και πιο επικίνδυνη εκδοχή.

Το φαινόμενο της χρυσής αυγής μας οδηγεί σε ορισμένες ανησυχητικές διαπιστώσεις και ερωτήματα. Ας δούμε αναλυτικά μερικά από αυτά:

  1. Ανησυχητική διείσδυση και απήχηση εντός των σωμάτων ασφαλείας

Οι πρόσφατες αποκαλύψεις καταδεικνύουν μια ανησυχητική διάβρωση των σωμάτων ασφαλείας (κυρίως της αστυνομίας). Παρουσιάστηκαν περιπτώσεις όπου η αστυνομία είτε, στην καλύτερη περίπτωση, ανέχτηκε τις δραστηριότητες της Χρυσής Αυγής είτε, στη χειρότερη, παρείχε υποστήριξη και πληροφορίες. Ορισμένοι κύκλοι εντός της αστυνομίας ίσως να θεώρησαν ότι η χρυσή αυγή αποτελεί ένα χρήσιμο σύμμαχο για τον έλεγχο (γκετοποίηση) των λαθρομεταναστών ή ως αντίβαρο αναρχικών αριστεριστών. Το πλέον δύσοσμο στοιχείο όμως είναι η ιδεολογική ταύτιση μελών των σωμάτων ασφαλείας (ιδιαίτερα των μονάδων αποκατάστασης της τάξης) με την πρακτική της βίας που ευαγγελίζεται η χρυσή αυγή. Δείγματα αυτής της τάσης είχαν διαφανεί στις τελευταίες εκλογές, όπου σε εκλογικά τμήματα του κέντρου των Αθηνών όπου ψηφίζει μεγάλος αριθμός αστυνομικών, η χρυσή αυγή είχε παρουσιάσει εντυπωσιακά ποσοστά. Γενικότερα είναι εσφαλμένη η τακτική της ελληνικής αστυνομίας στον τομέα της αποκατάστασης τάξης αφού δίνεται βαρύτητα στη χρήση χημικών και στη σωματική βία, ενώ προτεραιότητα θα έπρεπε να είναι η πρόληψη (χρήση έφιππων αστυνομικών, αστυνομικών σκύλων, αντλίες νερού κλπ) και ο εκφοβισμός προκειμένου να αποτραπεί η διασάλευση της τάξης εξ’ αρχής.

  1. Δημιουργία παραστρατιωτικής οργάνωσης και υποκατάσταση λειτουργιών του κράτους

Η φράση «…τώρα θα δείτε τι θα πάθετε, θα φωνάξω τη χρυσή αυγή…» μπορεί να ακούγεται αστεία αλλά δείχνει το μέγεθος της αποσάθρωσης της κρατικής μηχανής. Το κράτος για να λειτουργήσει πρέπει να έχει το μονοπώλιο άσκησης βίας. Όταν άλλοι οργανισμοί εντός της κρατικής οντότητας αρχίζουν να αμφισβητούν αυτό το μονοπώλιο τότε εμφανίζονται προβλήματα. Ιστορικά, ένας από τους κυριότερους λόγους ανόδου των εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία υπήρξε η υπόσχεση επιβολής τάξης και ασφάλειας και η διάθεση κατάλληλων μέσων προς αυτό. Η απόλυτη αποτυχία της κρατικής μηχανής, να ελέγξει το φαινόμενο της λαθρομετανάστευσης και της συνακόλουθης παραβατικότητας προσέφερε πεδίο δόξης λαμπρό στα τάγματα ασφαλείας της χρυσής αυγής που υποκατέστησαν κατ’ αυτόν τον τρόπο καίριες λειτουργίες του κράτους. Στην ουσία, το ίδιο το κράτος υπέσκαψε τα θεμέλια του ανεχόμενο τη χρυσή αυγή να δρα ως υπεργολάβος παροχής ασφάλειας. Από τα πιο απλά μέχρι τα πιο σύνθετα προβλήματα η χρυσή αυγή είχε αποκτήσει τη φήμη, αν όχι και την έννοια στην πράξη, του καταφυγίου τελευταίας επιλογής. Πράγμα εξαιρετικά επικίνδυνο για τη δημοκρατία μας.

  1. Η Ελληνική κοινωνία είναι απαθής και ανέχεται τη βία από όπου και αν αυτή προέρχεται.

Δυστυχώς αυτή είναι και η πιο λυπηρή διαπίστωση. Η χρυσή αυγή δεν προέκυψε από παρθενογένεση. Η ελληνική κοινωνία είναι ανώριμη και θεωρεί τη βία ως μέσο επίλυσης των προβλημάτων που η φτωχή διαλεκτική της ικανότητα αδυνατεί να επιλύσει. Τι εννοώ: είσαι αντίπαλη ομάδα; θα σε δείρουμε. Είσαι μέλος αντίπαλης κομματικής νεολαίας; θα σε δείρουμε. Είσαι έγχρωμος πακιστανός/κινέζος/αθίγγανος/μαύρος/αλβανός; Θα σε δείρουμε. Διεκδικούμε οτιδήποτε; Θα καταλάβουμε ή θα καταστρέψουμε δια της βίας δημόσια περιουσία προκειμένου να επιτύχουμε το αίτημα μας όποιο και αν είναι αυτό. Θα επιβάλουμε τις θέσεις μας μέσω εκβιαστικών διλλημάτων. Ας μη γελιόμαστε: είναι απίστευτος ο βαθμός στον οποίο η κοινωνία μας καταφεύγει στη χρήση βίας, όχι απαραίτητα υπό τη μορφή ξυλοδαρμού, προκειμένου να επιλύσει οποιοδήποτε πρόβλημα προκύπτει. Η μανιχαϊστική προσέγγιση πολλών από εμάς, δηλαδή αν δεν είσαι μαζί μου είσαι εναντίον μου, αναπόφευκτα αποτελεί κοιτίδα επώασης της βίας. Όμως στη φύση και κατ’ επέκταση στην κοινωνία τα προβλήματα είναι πάντα πολυσύνθετα και ποτέ δεν ακλουθούν το δίπολο άσπρο – μαύρο. Όσο πιο ώριμη είναι μια κοινωνία, όσο περισσότερο τα μέλη της αποτελούνται από σκεπτόμενους κριτικά πολίτες, τόσο περισσότερο ανθεί ο διάλογος και η διαπραγμάτευση με ορθολογικούς όρους.

  1. Το ελληνικό σύστημα διακυβέρνησης νοσεί βαρύτατα

Ιστορικά, από ιδρύσεως νεοελληνικού κράτους η διακυβέρνηση της χώρας είναι στρεβλή σε κάθε έκφανση της. Η ελληνική κοινωνία δεν έχει μετέλθει των απαραίτητων μετασχηματισμών προκειμένου να αποκτήσει την έννοια του συνόλου. Οι πολίτες δεν διαθέτουν την ωριμότητα να αντιληφθούν ότι το προσωπικό τους όφελος μεγιστοποιείται μέσα από την βελτίωση της συνολικής ωφέλειας. Αντ’ αυτού, οι πολίτες αντιμετωπίζουν το κράτος με καχυποψία και την κρατική εξουσία με φόβο. Το κράτος από πλευράς του αντιμετωπίζει τους πολίτες συλλήβδην ως ένοχους και εξαντλεί την αυστηρότητα του επί δικαίων και αδίκων (συνηθέστερα επί αδίκων). Αυτό οδηγεί τους πολίτες να επιθυμούν εκούσια ή ακούσια να καρπωθούν τα μέγιστα δυνατά οφέλη από το ταμείο του συνόλου αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Η επιθυμία αυτή οδήγησε στη δημιουργία ενός παρασιτικού – πελατειακού πολιτικού συστήματος το οποίο προκειμένου να ανέλθει στην εξουσία υποσχόταν τα πάντα. Όσο η πυραμίδα (Ponzi scheme) της ελληνικής οικονομίας ανθούσε και το δανεικό χρήμα μοιραζόταν αφειδώς, το φαινόμενο της χρυσής αυγής καλυπτόταν κάτω από το μανδύα της γραφικότητας. Όταν όμως το πελατειακό σύστημα κατέρρευσε υπό των βάρος των υποσχέσεων που είχε μοιράσει και που δεν μπορούσαν πλέον να εκπληρωθούν, οι πολίτες επαναστάτησαν. Διότι πλέον, δεν υπήρχε η έννοια του δούνε και λαβείν αλλά και οι πολιτικοί δεν ήξεραν πώς να πολιτευτούν χωρίς να δημαγωγούν και να υπόσχονται. Όταν λοιπόν υπάρχει έλλειμμα ορθού λόγου και επιχειρημάτων τότε ανθούν άλλες καταστάσεις. Η χρυσή αυγή δε γεννήθηκε από την όποια οικονομική κρίση. Η οικονομική κρίση αποτελεί αφορμή και τροφή για τη μεγέθυνση της αλλά όχι γενεσιουργό αιτία. Η σαθρότητα του διακυβερνητικού μοντέλου της χώρας σε συνδυασμό με την ανεξέλεγκτη ανοχή μειοψηφιών που επιβάλλονται δια της βίας είναι οι βασικές αιτίες που οδήγησαν στην άνοδο της. Το πολιτικό σύστημα μέχρι και τη δωδέκατη ώρα έπαιζε το παραδοσιακό πελατειακό παιχνίδι διάχυσης ευθυνών και ανεδαφικών υποσχέσεων. Αυτό οδηγούσε στην ολοένα και μεγαλύτερη απαξίωση του στα μάτια των πολιτών οι οποίοι με τη σειρά τους κατέφυγαν στη χρυσή αυγή ως μέσο τιμωρίας του πολιτικού συστήματος. Η χρυσή αυγή έθελξε τις μάζες μέσω του τιμωριτικού της λόγου και όχι διότι προσέφερε κάποια λογική λύση εξόδου από την κρίση. Η λογική που επικράτησε είναι ότι «εγώ καταστράφηκα από τα ψέματα σας και τώρα θα ψηφίσω χρυσή αυγή για να σας τιμωρήσει». Και μόνο τα χαιρέκακα σχόλια που ακολούθησαν του ξυλοδαρμού της κυρίας Κανέλλη από τον κύριο Κασιδιάρη αποτελούν σαφή ένδειξη της συλλογιστικής των ψηφοφόρων. Αγνοεί φυσικά ο ψηφοφόρος – πολίτης τις συνέπειες των δικών του πράξεων και παραλήψεων. Γνωρίζει ο πολίτης – ψηφοφόρος άριστα τα δικαιώματα του και καθόλου τις υποχρεώσεις του. Η πολιτική ηγεσία μιας κοινωνίας αποτελεί καθρέφτη της ίδιας. Αυτοί οι άνθρωποι που μας διοίκησαν και μας διοικούν είναι κομμάτι μας. Δεν είναι ουρανοκατέβατοι και εμείς ως σκεπτόμενοι πολίτες τους ψηφίσαμε. Τους ψηφίσαμε όμως γιατί μας έταξαν κάτι σε βάρος του συνόλου και όχι για τις ιδέες τους ή τις προτάσεις τους. Τώρα που αυτό που μας έταξαν χάθηκε αντιδρούμε και μέσα στην ανωριμότητα μας καταφεύγουμε σε αυτόν που θα βλάψει κατ’ εμάς το πολιτικό σύστημα. Ένα πολιτικό σύστημα που, επαναλαμβάνω, εμείς ψηφίσαμε και επιλέξαμε.

Η σύλληψη της ηγετικής ομάδας της χρυσής αυγής είναι οπωσδήποτε ένα καλό νέο αλλά θα πρέπει να ακολουθήσουν και άλλα βήματα. Θα πρέπει το κράτος από εδώ και στο εξής να είναι το ίδιο άτεγκτο στην εφαρμογή του νόμου προς όλες τις κατευθύνσεις και όχι να υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Αυτό σημαίνει ότι το πολιτικό δυναμικό της χώρας επιβάλλεται να κάνει την αυτοκάθαρση του. Η ηγεσία προκειμένου να είναι αξιόπιστη οφείλει να δρα παραδειγματικά και όχι κατά περίπτωση. Θα πρέπει ο πολίτης να αποκτήσει το περί δικαίου αίσθημα, ότι το κράτος αντιμετωπίζει όλους τους πολίτες ισόνομα και όχι να αισθάνεται την ανάγκη να καταφύγει αλλού για να βρει δικαίωση. Θα πρέπει να παταχθεί η βία από όπου και αν προέρχεται. Η άσκηση δικαιωμάτων είναι θεμιτή αλλά πρέπει να σταματάει εκεί όπου αρχίζουν τα δικαιώματα του άλλου. Η καταχρηστική απεργία είναι βία. Η κατάληψη και καταστροφή δημόσιας περιουσίας είναι βία. Το κλείσιμο ενός δημόσιου δρόμου είναι βία. Οι ξυλοδαρμοί στα γήπεδα είναι βία. Το κατέβασμα του διακόπτη της ΔΕΗ είναι βία. Δεν υπάρχει δικαιολογημένη και αδικαιολόγητη βία. Όσο περισσότερο καταφεύγουμε σε αυτή τόσο περισσότερο εθίζονται και αναισθητοποιούνται οι πολίτες ως προς αυτή. Η βία γεννάει βία μέχρι να φτάσει στο σημείο της αυτοκαταστροφής της.

Τέλος, θα πρέπει όλοι μας σε ατομικό επίπεδο να κάνουμε ότι μπορούμε για το κοινό καλό χωρίς κάποιος να μας το επιβάλλει. Αν όλοι προσπαθήσουμε για την καλυτέρευση του συνόλου, τότε φαινόμενα όπως αυτό της χρυσής αυγής θα τεθούν από μόνα τους στο περιθώριο. Θα πρέπει όσο μπορούμε να διαβάσουμε, να μάθουμε τις αιτίες των πραγμάτων και γιατί αυτά συμβαίνουν και όχι να καταφεύγουμε στη δημαγωγία, την ημιμάθεια και τις θεωρίες συνομωσίας. Ποιοι  ανέχτηκαν την ατιμώρητη άνοδο της χρυσής αυγής; Ποιοί ωφελούνται από την παρουσία της; Ποιοι ωφελούνται από τη θεαματική, πλην όμως επιφανειακή και επικοινωνιακή σύλληψη της ηγεσίας της; Ποία τα αίτια; Απαντώντας όλα αυτά με ορθολογικά επιχειρήματα μπορούμε να προσεγγίσουμε τη λύση του προβλήματος. Με σπασμωδικές, πυροσβεστικές ενέργειες απλά μεταθέτουμε το  πρόβλημα για το μέλλον. Και όταν το πρόβλημα επιστρέψει θα είναι πολύ πιο δύσκολη η αντιμετώπιση του.      

13 Σεπ 2013

Syria and the resurfacing of the Eastern Question

The ongoing civil war in Syria brings to focus the 19th century Eastern Question albeit in a different setting. Then, we had the scramble of the Great Powers over the carcass of what once was the might Ottoman Empire. The vacuum created by the “sick man of Europe” led to all kinds of destabilizing crisis both in the Balkans and in the Middle East, until finally the First World War erupted sparked by “a silly thing in the Balkans” as Bismarck had prophesized. In a more recent light of historical events, the Middle East had been stabilized post World War Two along cold war lines; on one hand we had Israel and US backed Arabic monarchies and on the other hand we had Soviet backed secular “republics” (read dictatorships). Things would occasionally flare up but everything was kept under strict control. Then, after the Yom Kippur war in 1973, the Egyptians threw in the towel and switched sides; from a Soviet bastion in the Middle East they transformed themselves to one of the staunchest US allies. That left Syria rather isolated but everyone was happy with the result. From Morocco to Iran, every nation had a stable pro-US dictatorship (or monarchy, take your pick). Exceptions such as Libya and Syria where in effect sidelined and contained. Even after the 1979 revolution in Iran the US quickly managed to stabilize and contain the situation by adhering to that age old maxim “my enemy’s enemy is my friend” (Iraq).

Everyone was happy with these arrangements; The USSR had its allies (Libya and Syria); the US had its allies (Israel, Egypt, Saudi Arabia, Jordan, Iraq). Iran was successfully contained and engaged by Iraq (under heavy sponsoring from the US). In 1990 Iraq got greedy and invaded Kuwait. Order was promptly restored and the then US administration opted to keep Saddam Hussein in power as a bulwark against Iranian pressures. The administration also came to the conclusion that there was no clear exit strategy or succession should Saddam be ousted from power. Some felt that this constituted unfinished business and that led to the catastrophic Gulf War round two. This sequel provides us with useful insights of what not to do when planning a military operation and in general shows us clearly what happens when the political objectives are out of touch with reality. Under various vague notions of protecting the world from grave danger (Weapons of Mass Destruction, WMD), of uprooting Al Qaeda terrorist cells (completely false accusation) and of promoting freedom and democracy in the Middle East a sovereign state was invaded. The military operations where naturally a cake walk, the end game though proved a different matter altogether. WMDs where never found although the US sponsored dictatorship did harbor and use them during the IranIraq war in the 80s. Al Qaeda was never found to have cells in Iraq despite extensive use of torture (Abu Ghraib prison) which should have been a no-brainer in the first place; Iraq was a secular dictatorship where women enjoyed considerable rights. Baghdad even had a synagogue and there were Christian churches. Civil laws were used instead of the Islamic law practiced in Saudi Arabia. These are features to which Al Qaeda is entirely antithetical to and the assumed linkage between Saddam Hussein and Osama bin Laden is but a figment of imagination. As for those advocating democracy and freedom, the ensuing civil war between the various factions in Iraq proved how difficult it is to promote democracy to a society which hasn't gone through the necessary transformations in order to foster such a change. We also need to keep in mind that Iraq is an artificially created state where highly heterogeneous ethnic and religious groups coexisted uneasily under the tyranny of Saddam Hussein.

Moving fast forward, we stumble upon the events unfolding after the eruption of the “Arabic Spring”. Through seemingly unconnected events beginning with protests in Tunisia (December 2010) a chain reaction started which swept away the cold war secular dictatorships from the region. All of the regimes which fell where, in various degrees, within the US sphere of influence. The Obama administration decided that these cold war relics had overrun their usefulness and went so far as to military intervene in Libya and push Mubarak towards an inglorious exit. While it is certainly true that these regimes had been considerably eroded by decades in power, by extensive corruption and nepotism and by being completely out of touch with the needs of their people, it is also true that the US strategy concerning their succession was flawed. The current administration tried to do the “democratic winds of change” on the cheap without ground forces being involved and failed. Proof of this “change of heart” is the reinstating of a military dictatorship in Egypt, a crucial US ally in the Middle East. This is the price which has to be paid when you try to liberalize realist policy objectives. In Syria however, once again policy objectives are out of touch with reality. US policy has been undermined by conflicting and counterproductive objectives, by ignoring facts on the ground and by basing policy on hopes rather than facts. We find a shocking lack of a long term strategy and the similarities with Iraq are chilling. Again we have a tirade about WMDs, red lines being crossed (does this remind anyone of “smoking guns” as was the case in Iraq?) and the plight of innocent democratic citizens being brutalized by the regime. And I ask you here: since when did the US or any other Great Power for that matter give a damn about human rights violations, dictatorships trampling democratic rights, WMDs and so on? The question is of course rhetoric; these pretexts and beliefs (“the right to protect”) are being used as methods of creating external and internal legitimacy for the achievement of policy objectives. The thing is that these arguments in favor of a military intervention in Syria have rapidly grown stale. The people may have a short attention span and may be subjected to daily doses of propaganda by the mass media, but the fiasco of the Iraq invasion is historically too close to be forgotten. The basic problem with a military intervention in Syria is one of succession. That is, what will happen to the country once Assad has left the scene? Civil wars can be nasty affairs and intervening in one directly can be even nastier. Right now we have the Assad regime which is firmly reliant upon Iranian help in order to survive. Russia merely uses the Syrian problem in order to score some cheap diplomatic points against the US and not because they have any great love for Assad. Their interests would be somewhat hurt should he be gone because weapons customers are always good friends but other than that there is not much of critical strategic value for them there. In short, he’s a useful nuisance towards the US, a customer of their weapons and that’s about it. Should push come to shove, the Russians will not risk their necks offering direct or indirect military aid towards Syria. So, the US wants to depose Syria because they’re the key Iranian ally in the region. Should Assad be deposed what will become of Syria? Will Iranian influence wax or wane? Will there be order or chaos for years to come? Will it be a stable country or will it become a failed state like Iraq, a terrorist playground for all interested. How are US interests best served in the region? To whom the profits from a military intervention?


Syria is an artificial state just like Iraq is. Different ethnic and religious groups co-exist under an enforced minority dictatorship. Destabilizing the current regime will most certainly open Pandora’s Box. Even Israel is reluctant to see a regime change in Damascus under current circumstances. With Assad what they see is what they get; with a country in an endless civil war no one is in control. And power vacuums are very bad things when it comes to the relations between states. Israel (and any rational thinker for that matter) rightly believes that a destabilized Syria will increase Iranian influence in the region, not decrease it. Assad has every reason to behave rationally when it comes to limiting Iranian influence; he wants to survive so he keeps things under relative control and limit. Without a strong authority and a country descending into faction warfare how will anyone limit the influence of fanatics on all sides? Or does the US believe it can control the fanatics it currently uses as pawns in this civil war? The events in Lybia and Egypt suggest that Muslim fundamentalism is very difficult to control once left out of the box. And there is yet another question; how would a fragile world economy profit from violent fluctuations caused in oil and other markets by a military intervention in Syria? Military interventions are serious events and anyone thinking that a 3 day bombing campaign in Syria will make all problems magically vanish is simply being naïve. During World War Two, the US administration had been planning about the governance of post war Germany two years prior the fall of the Third Reich. Considerable thinking and resources had been poured into this project and the manpower involved was in the thousands. And in both Germany and Japan we’re talking about first world countries with homogenous populations and historical institutions to fall back upon. In Iraq, post war planning was left to about a hundred people (ORHA) with no resources or authority and minimal time to plan ahead. Iraq and Syria are artificial nations created in the twilight of European imperialism, without homogeneity or any common destiny or history of their populace. What does the US wish to achieve by intervening? What is the long term plan and strategy? What are the policy objectives? Personally, I believe that an intervention in Syria opens a very big can of worms leading to yet another failed state in the region. What will happen if all those alleged chemicals find their way towards Hezbollah and are then launched upon Israel via Lebanon? Assad is rational enough never to do such a thing, but should he fear his end is near what will stop him from spreading such weaponry indiscriminately? The military option towards Syria is being pursued in order to preserve the right of the United States to intervene anywhere in the world under liberal-Wilsonian pretexts without the formalities of the UN. I fear however that these Wilsonian pretexts are becoming a purpose in their own right instead of a means to an end. The specter of the Munich agreement (1938) is being used as justification for intervention without prior deliberation. The distortion of facts and the absence of rational policy objectives are much more damaging in the long term than any preemptive intervention.     

19 Μαρ 2013

Ο Δαίδαλος, ο Ίκαρος και η Κύπρος



Ως κεραυνός εν αιθρία έπεσε για τους περισσότερους από εμάς το άκουσμα περί πιθανής χρεοκοπίας εμπορικών τραπεζών της Κύπρου. Η Κύπρος, μετά τα καταστροφικά γεγονότα του 74, είχε κινηθεί μεθοδικά οικοδομώντας έναν οικονομικό παράδεισο. Τα θεμελιώδη μεγέθη της κυπριακής οικονομίας είναι σε πολύ καλύτερη μοίρα από αυτά της Ελλάδος. Για την ακρίβεια, τα δημόσια οικονομικά της Κύπρου δεν έχουν καμία σχέση με αυτά του υπόλοιπου ευρωπαϊκού νότου. Τότε λοιπόν, τι ακριβώς έφταιξε και ξαφνικά εμφανίστηκαν στο προσκήνιο μνημόνια, τρόικα, ΔΝΤ, υποχρεωτική δήμευση καταθέσεων και κατάρρευση τραπεζών; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:

Η Κύπρος επένδυσε πολλά και στήριξε την ευημερία της εν πολλοίς στον τραπεζικό της τομέα, εξελισσόμενη σταδιακά στην «Ελβετία» της ανατολικής Μεσογείου. Οι εμπορικές τράπεζες της Κύπρου εξελίχθηκαν σε ασφαλές καταφύγιο πελατών προερχόμενων από την ανατολική Ευρώπη λόγω του ευνοϊκού φορολογικού καθεστώτος για πρόσωπα και επιχειρήσεις αλλά και της σχετικής ευκολίας με την οποία γίνονταν δεκτές οι καταθέσεις αυτές. Η Κύπρος απέκτησε σχετικά προνομιακή σχέση με τη Ρωσία και απέκτησε σημαντική τεχνογνωσία στην προσέλκυση καταθέσεων από τη χώρα αυτή. Έτσι σταδιακά (και ιδιαίτερα μετά το 2000) ο τραπεζικός τομέας γιγαντώθηκε και έφτασε να είναι οκτώ φορές το μέγεθος της κυπριακής οικονομίας, ένα μέγεθος ανησυχητικά μεγάλο για μια οικονομία χωρίς δικό της νόμισμα.

Η σημερινή κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος της Κύπρου δεν αποτελεί κάτι το ιδιαίτερο ή το πρωτοφανέρωτο. Η βασική οικονομική αρχή που κρύβεται πίσω από τραπεζικές καταρρεύσεις εξακολουθεί και ισχύει. Μια τράπεζα δέχεται βραχυχρόνιες τοποθετήσεις καταθέσεων προκειμένου με τη σειρά της να δανείσει τα χρήματα αυτά. Οι καταθέσεις των πολιτών αποτελούν δάνειο προς την τράπεζα το οποίο είναι έντοκο, άρα η τράπεζα οφείλει να βρει χρήματα να αποζημιώσει τους καταθέτες για την εμπιστοσύνη τους. Οι καταθέσεις των περισσοτέρων από εμάς είναι ανοικτές, δηλαδή ανά πάσα στιγμή μπορεί ο καθένας μας να πάει και να σηκώσει τα χρήματα του, για αυτό και τα επιτόκια καταθέσεων είναι συνήθως χαμηλά. Για να μπορέσει η τράπεζα να πληρώσει τους τόκους καταθέσεων, να καλύψει τις λειτουργικές τις δαπάνες (από 2% έως 6% ενός δανειακού επιτοκίου αφορά στην κάλυψη λειτουργικών δαπανών) και να βγάλει κέρδη για τους μετόχους, χρειάζεται να προβεί σε τοποθετήσεις (δάνεια, αγορά χρεογράφων και άλλων αξιών) που να τις αποφέρουν μεγαλύτερες αποδώσεις από τις καταθέσεις των πελατών. Οι τοποθετήσεις αυτές είναι κατά κανόνα πιο μακροχρόνιες και χαμηλής ρευστότητας (illiquid assets). Οι τράπεζες κατορθώνουν και επιβιώνουν ακολουθώντας συνετή και συντηρητική διαχείριση των χρημάτων που τους εμπιστεύονται οι πελάτες τους, διότι το μέγιστο αγαθό που διαθέτει μια τράπεζα είναι η εμπιστοσύνη των πελατών της και η φήμη της.

Ο μηχανισμός κατάρρευσης των κυπριακών τραπεζών δεν διαφέρει σε κάτι από την κατάρρευση των επενδυτικών τραπεζών των ΗΠΑ που προκάλεσαν το οικονομικό τσουνάμι του 2008. Οι κυπριακές τράπεζες προσέλκυσαν καταθέσεις σε ύψος πολλές φορές μεγαλύτερο από την οικονομία της χώρας. Όλο αυτό το χρήμα κάπου έπρεπε να τοποθετηθεί για να αποδίδει έσοδα για την τράπεζα. Η αγορά κρατικών ομολόγων εθεωρείτο μια συντηρητική τοποθέτηση χαμηλού ρίσκου και υψηλής ρευστότητας. Τα ελληνικά ομόλογα μετά το σοκ του 2008 αλλά πριν την ελληνική χρεοκοπία θεωρούνταν ιδιαιτέρως ελκυστικά διότι έδιδαν υψηλές αποδόσεις και ήταν πλήρως και άμεσα ρευστοποιήσιμα μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Όταν όμως ήρθε το πολύ μεγάλο κούρεμα των ελληνικών ομολόγων τότε ξαφνικά οι κυπριακές τράπεζες βρέθηκαν με τεράστιες υποχρεώσεις ως προς του καταθέτες τους και ταυτόχρονη κατοχή απαξιωμένων και χαμηλής ρευστότητας αξίες (illiquid assets). Και όταν ένα σύστημα είναι μοχλευμένο σε τόσο μεγάλο βαθμό όπως οι κυπριακές τράπεζες (8 φορές το ΑΕΠ της Κύπρου) τότε αρκεί η παραμικρή δόνηση για να σε στείλει στο γκρεμό (βλέπε Lehman Brothers).

Φυσικά, το πρόβλημα έχει και άλλες πτυχές. Καταρχήν, θα μπορούσε κάποιος να επισημάνει ότι και άλλες χώρες έχουν επιχειρήσει παρόμοια επέκταση του τραπεζικού τους τομέα χωρίς ποτέ να υφίστανται τέτοιες επιπτώσεις (Ελβετία). Η απάντηση εδώ είναι ότι αφενός υπήρξαν επιπτώσεις, αφού και η Ισλανδία (τράπεζες 10 φορές το ΑΕΠ της χώρας) και η Ιρλανδία (τράπεζες 4 φορές το ΑΕΠ της χώρας, μια μόνο τράπεζα η AngloIrish αντιπροσώπευε το μισό ΑΕΠ της Ιρλανδίας) χρεοκόπησαν.  Η δε Ελβετία διαθέτει δικό της νόμισμα (και άρα έχει στη διάθεση της όλα τα εργαλεία νομισματικής πολιτικής που Ιρλανδία και Κύπρος λόγω ευρώ δεν διαθέτουν) ενώ ιστορικά αποτελεί ασφαλές καταφύγιο όπως περίπου οι τοποθετήσεις σε χρυσό. Επιπρόσθετα, ακόμα και η Ελβετία έχει λάβει μέτρα ελέγχου του ύψους και της προέλευσης των καταθέσεων της μετά τα απανωτά κρούσματα φοροδιαφυγής τα οποία είδαν το φως της δημοσιότητας. Όπως προείπαμε, η φήμη και η εμπιστοσύνη της τράπεζας αποτελούν το ύψιστο εφόδιο της.

Η άσκηση νομισματικής πολιτικής μας φέρνει μπροστά σε ένα άλλο ερώτημα: γιατί η Κύπρος επέλεξε να εισέλθει στη ζώνη του Ευρώ; Πέρα από τους όποιους λόγους άσκησης εξωτερικής πολιτικής, ένα προφανές όφελος για τις κυπριακές τράπεζες υπήρξε η πρόσβαση τους στο χρηματοδοτικό μηχανισμό της ΕΚΤ. Με την είσοδο στο Ευρώ οι κυπριακές τράπεζες απέκτησαν το δικαίωμα προεξόφλησης τρόπον τινά, των κρατικών χρεογράφων που κατείχαν έναντι φρέσκου χρήματος. Επιπρόσθετα, η λειτουργία του τραπεζικού συστήματος με τη χρήση ενός νομίσματος παγκοσμίου εμβελείας ενίσχυσε τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα των κυπριακών τραπεζών. Όμως και σε αυτήν την περίπτωση οι λήπτες της απόφασης αγνόησαν τους κινδύνους που ελλόχευαν από μια τέτοια κίνηση (για περισσότερα σχετικά με το ευρώ δες http://vonfalkenheyn.blogspot.gr/2011/11/eurozone-as-vehicle-towards-german.html ).

Έτσι λοιπόν τα πράγματα εξελίχθηκαν ως εξής: Η Κύπρος επένδυσε πολλά στον τραπεζικό της τομέα ο οποίος προσέλκυσε σημαντικές καταθέσεις από το εξωτερικό. Η είσοδος στο Ευρώ βοήθησε στην περεταίρω μεγέθυνση αυτών των τάσεων. Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δεν έλαβε κάποια πρόνοια για την τιθάσευση αυτής της τάσης και έτσι το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου βρέθηκε επικίνδυνα μοχλευμένο. Αρκούσε ένας τυχαίος εξωγενής τριγμός προκειμένου να αποσταθεροποιηθεί το οικοδόμημα. Το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων συσσώρευσε σημαντικές ζημιές στις κυπριακές τράπεζες οι οποίες ξαφνικά βρέθηκαν να έχουν τεράστιες υποχρεώσεις προς καταθέτες με ταυτόχρονη κατοχή απαξιωμένων και μη ρευστοποιήσιμων αξιών, ενώ δεν διέθεταν το δίχτυ ασφαλείας μιας ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής. Δεν υπάρχει για την Κύπρο, όπως δεν υπήρξε και για την Ελλάδα, ένας δανειστής έκτακτης ανάγκης (lender of last resort) που είναι η κεντρική τράπεζα μιας χώρας.

Εν τέλει, η Κύπρος βρέθηκε μπροστά σε ασφυκτικά διλλήματα. Οι Γερμανοί, έχοντας το πορτοφόλι φαίνεται να είναι διατεθειμένοι να πιέσουν πολύ σκληρά εφαρμόζοντας το νόμο του Shylock. Δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε ότι ενόχλησε ιδιαίτερα το γεγονός πως, η Κύπρος, αν και μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας, έχει αναπτύξει στενούς δεσμούς με τη Ρωσία. Σε ένα παιχνίδι ισχύος μεταξύ μεγάλων δυνάμεων οι μικροί παίκτες θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στις κινήσεις τις οποίες κάνουν. Οι γερμανοί απαιτούν αυτή τη στιγμή ίδια συμμετοχή της Κύπρου στη διάσωση του τραπεζικού της τομέα ύψους 5,8 δις Ευρώ τουλάχιστον (κυκλοφόρησαν νούμερα πλησίον των 7 δις). Αν το ποσό αυτό επιβαλλόταν σε φόρους επί της κυπριακής οικονομίας αυτό θα είχε καταστρεπτικές συνέπειες (το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει από το ¼ έως το 1/3 του κυπριακού ΑΕΠ). Αν το ποσό αυτό επιβληθεί επί δικαίων και αδίκων όπως επιχειρήθηκε στην αρχή, τότε, πέρα από το άδικο της κοινωνικοποίησης του ρίσκου των τραπεζών (τα κέρδη δικά μας, οι ζημιές δίκες σας), είναι βέβαιο ότι θα προκληθεί τραπεζικός πανικός ανυπολόγιστων, αυτή τη στιγμή, συνεπειών. Αν επιβληθεί επί των μεγαλοκαταθετών όπως επιχειρείται τώρα, αυτό θα δυσαρεστήσει τη Ρωσία, θα καταστρέψει μακροπρόθεσμα τον τραπεζικό τομέα της Κύπρου, ενώ δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ρωσία έχει δανείσει 2,5 δις Ευρώ διακρατικά στην Κύπρο.

Σίγουρα είναι πάρα πολύ νωρίς σε σχέση με ένα εξελισσόμενο φαινόμενο να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για το τι μέλει γενέσθαι. Ως επιμύθιο αυτού του κειμένου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο μύθος του Δαίδαλου και του Ίκαρου: Ο Ίκαρος πέταξε πολύ ψηλά, έλιωσαν τα φτερά του από τον ήλιο και έπεσε. Ο Paul Krugman γράφει στο βιβλίο του “The return of depression economics and the crisis of 2008” ότι η παραδοσιακή τραπεζική (commercial banking) είναι (και πρέπει να είναι) κατά κανόνα βαρετή: οι τραπεζίτες επειδή διαχειρίζονται χρήματα καταθετών θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και συντηρητικοί στις τοποθετήσεις τους. Είναι ίσως δύσκολο για τον κόσμο να κατανοήσει πως η ύπαρξη τόσο υψηλών καταθέσεων μπορεί να αποτελέσει πρόβλημα. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι καταθέσεις συνιστούν υποχρέωση της τράπεζας που οφείλει ανά πάσα στιγμή να αποδώσει πίσω. Η Κύπρος, θα περάσει σίγουρα δύσκολες ώρες. Βραχυπρόθεσμα είναι αρκετά πιθανό να προκληθεί κάποιας μορφής απώλεια εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό σύστημα. Ακόμα όμως και όταν αυτό ορθοποδήσει, η τρωθείσα εμπιστοσύνη των αποταμιευτών (εγχώριων και ξένων) θα πάρει σεβαστό χρονικό διάστημα για να αποκατασταθεί, εάν ποτέ αποκατασταθεί πλήρως. Το μερίδιο ευθύνης της Κύπρου συνίσταται στο ότι η κεντρική της τράπεζα δεν προσπάθησε να συγκρατήσει το φαινόμενο πριν αυτό λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις αν και διέθετε και την τεχνογνωσία και τα εργαλεία για να το πράξει. Η Κύπρος επηρεάστηκε από την έκθεση της στην ελληνική οικονομία πλην όμως, το διαφαινόμενο ναυάγιο και το κούρεμα εν τέλει των ελληνικών ομολόγων είχε διαφανεί εγκαίρως. Το μερίδιο ευθύνης της Γερμανίας συνίσταται στο ότι θεωρεί πως μπορεί να ελέγξει τυχόν αποσταθεροποιητικά φαινόμενα που μπορούν να προκληθούν από ενδεχόμενο κυπριακό ατύχημα. Η Lehman Brothers όταν κατέρρευσε ατάκτως δεν ήταν η μεγαλύτερη επενδυτική τράπεζα στις ΗΠΑ, αλλά η απώλεια εμπιστοσύνης που προκάλεσε μεταδόθηκε σε όλο τον πλανήτη. Είναι επομένως αρκετά επικίνδυνο να παίζεις κατ’ αυτόν τον τρόπο με τη φωτιά. Δυστυχώς για την Κύπρο, βρέθηκε εξαιρετικά ευάλωτη εντός συγκρουόμενων τεκτονικών πλακών: από τη μια υπάρχουν οι ηγεμονικές φιλοδοξίες της Γερμανίας οι οποίες εκδηλώνονται μέσω του ελέγχου των ευρωπαϊκών θεσμών (institutional hegemonism). Από την άλλη έχουμε τις αναγεννημένες φιλοδοξίες της Ρωσίας η οποία προσπαθεί να διεμβολήσει ποικιλοτρόπως τον ευρωπαϊκό χώρο. Η Κύπρος προσπάθησε να ισορροπήσει σε τεντωμένο σχοινί μεταξύ των δύο και τελικά κατέπεσε, όχι άμοιρη ευθυνών και η ίδια.