31 Οκτ 2013

Zollverein

Μια Σύντομη Αναδρομή της Γερμανικής Ιστορίας

Zollverein: Γερμανική Τελωνιακή Ένωση. Υλοποιήθηκε επίσημα το 1833 – 1834 και ουσιαστικά αφορούσε στην ελεύθερη διακίνηση αγαθών μεταξύ των γερμανικών κρατιδίων της εποχής. Κυρίαρχη και κινητήρια δύναμη πίσω από τη συμφωνία τελωνιακής ένωσης υπήρξε η Πρωσία, οι εδαφικές εκτάσεις της οποίας τέμνονταν από μια πλειάδα παρεμβαλλόμενων κρατιδίων. Αποτελεί ένα από τα σπάνια ιστορικά παραδείγματα όπου η οικονομική ενοποίηση προηγήθηκε της πολιτικής.

Σε πρόσφατη επίσκεψη μου στη γερμανική πόλη του Essen είχα την ευκαιρία να δω ένα μουσειακό χώρο της βιομηχανικής επανάστασης ο οποίος ταυτόχρονα έχει ανακηρυχτεί μνημείο πολιτιστικής κληρονομίας της UNESCO. Πρόκειται για ένα τεράστιο ορυχείο άνθρακα με τα αντίστοιχα εργοστάσια διαχωρισμού και παραγωγής μεταλλουργικού οπτάνθρακα (για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να δείτε εδώ: http://www.zollverein.de/#/service/english-page ) το οποίο εγκαινιάσθηκε το 1847 και τερμάτισε τις εξορυκτικές του δραστηριότητες το 1986. Το βιομηχανικό αυτό σύμπλεγμα φέρει το όνομα “Zollverein” όνομα το οποίο ήμουν σίγουρος ότι είχα ξαναδεί σε κάποιο από τα βιβλία της ιστορίας. Και πράγματι, μετά από μια σύντομη αναζήτηση η αρχική μου εντύπωση επιβεβαιώθηκε: το ορυχείο αυτό είχε ονομασθεί έτσι προς τιμήν της τελωνιακής ένωσης των γερμανικών κρατών του 19ου αιώνα. Αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες τόσο για το ορυχείο όσο και για την τελωνιακή ένωση διαπίστωσα ορισμένες καταπληκτικές ομοιότητες  με την σημερινή Ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Πριν αναφερθώ σε αυτές τις ομοιότητες είναι χρήσιμο να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή ως προς την ιστορία του γερμανικού χώρου.

Η γεωγραφική θέση του χώρου που σήμερα ονομάζουμε Γερμανία ήταν, από την εποχή ακόμα των Ρωμαίων, καίριας σημασίας ως προς την επίτευξη ηγεμονίας επί της Ευρωπαϊκής ηπείρου. Η Ρώμη προσπάθησε να επιβληθεί και να επεκταθεί εκεί αλλά η καταστροφή τριών λεγεώνων στην μάχη του Teutoburg Forest το 9 μ.Χ. έβαλε ουσιαστικό τέλος στην, ανατολικά του Ρήνου, επέκταση τους. Η συνένωση της Δυτικής Ευρώπης υπό τη βασιλεία του Καρλομάγνου στα τέλη του 8ου αιώνα μ.Χ. αποδείχθηκε εξαιρετικά βραχύβια και διαλύθηκε σύντομα μετά το θάνατο του. Μετέπειτα γερμανοί αυτοκράτορες έφεραν τον τίτλο του ρωμαίου αυτοκράτορα ενώ το βασίλειο τους έφερε την ονομασία «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους». Οι Αψβούργοι του 16ου αιώνα προσπάθησαν αλλά απέτυχαν να επιτύχουν την ηγεμονία στην Ευρώπη παρότι οι κτήσεις τους εκτίνονταν στην Ιβηρική και Ιταλική χερσόνησο, στις Κάτω Χώρες και στη Γερμανία μέσω του ελέγχου της αυτοκρατορίας. Βλέπουμε λοιπόν ότι όλες οι προσπάθειες επίτευξης ηγεμονίας στην Ευρώπη μέσω στρατιωτικής ισχύος περνούσαν μέσα από τον έλεγχο του γερμανικού χώρου αλλά όλες, για διάφορους λόγους απέτυχαν. Η συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648 ουσιαστικά διέλυσε και τα τελευταία ψήγματα αυτοκρατορικής ισχύος και κατέστησε στην πράξη ανεξάρτητα τα γερμανικά κρατίδια. Η Γερμανία κατέστη κενός χώρος την οικειοποίηση του οποίου επιχείρησαν όλες οι γειτονικές μεγάλες δυνάμεις. Οι  ηγεμονικές προσπάθειες της Γαλλίας κατά τον 17ο και 18ο αιώνα (Λουδοβίκος, Ναπολέοντας) είχαν ως πρωταρχικό στόχο τον έλεγχο του γερμανικού χώρου. Οι συνθήκες του 1815 προσπάθησαν να επιτύχουν την απόλυτη ισορροπία εντός της Ευρώπης κυρίως μέσω της ισχυροποίησης της Πρωσίας ως αντίβαρο στις αυστριακές και γαλλικές επιδιώξεις επί της Γερμανίας.

Βρισκόμαστε λοιπόν ήδη στον 19ο αιώνα. Η Πρωσία είναι από τους μεγάλους κερδισμένους των Ναπολεόντειων πολέμων έχοντας κερδίσει σημαντικές κτήσεις στη γερμανική Ρηνανία. Οι κτήσεις τους όμως είναι διάσπαρτες και γενικά ανάμεσα στις δυτικές και ανατολικές επαρχίες τους παρεμβάλλονται αρκετά άλλα κρατίδια. Οι δυτικές επαρχίες βασίζονται στη μεταποίηση αγαθών ενώ οι ανατολικές είναι έντονα αγροτικές – φεουδαρχικές. Τα υπόλοιπα γερμανικά κρατίδια είναι, δικαιολογημένα, έντονα καχύποπτα απέναντι στον πρωσικό επεκτατισμό. Ας μην ξεχνάμε ότι η Πρωσία εθεωρείτο μια τρίτης κατηγορίας δύναμη στο γερμανικό χώρο μετά τη συνθήκη του 1648, έρμαιο των ορέξεων μεγαλύτερων γειτόνων της. Υπό την ηγεσία πεφωτισμένων μοναρχών (Φρειδερίκος ο Μεγάλος Εκλέκτορας, Φρειδερίκος ο Μέγας) κατόρθωσε να αυξήσει εντυπωσιακά την επικράτεια της και να καταστεί μια μεγάλη και υπολογίσιμη ευρωπαϊκή δύναμη.

Εντός αυτού του πλαισίου, η οικονομική ανάπτυξη και η διακίνηση προϊόντων εντός της Γερμανίας ήταν προβληματική. Η Πρωσία αντιμετώπιζε τρία στρατηγικής φύσεως ερωτήματα: α) πως θα επεκταθεί περεταίρω, β) πως θα καταστεί ηγέτιδα δύναμη του γερμανικού χώρου και γ) πως θα αναπτυχθεί οικονομικά. Η απάντηση δόθηκε μέσω της τελωνιακής ένωσης (Zollverein). Μέσα σε 30 χρόνια η Πρωσία πέτυχε την οικονομική συνένωση της Γερμανίας, την εκδίωξη ανεπιθύμητης επιρροής ξένων δυνάμεων (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Αυστρία) και την εκρηκτική βιομηχανική ανάπτυξη που στηρίχθηκε στα πλούσια κοιτάσματα άνθρακα των δυτικών επαρχιών της. Έτσι λοιπόν βλέπουμε ότι μόνο τυχαία δεν ήταν η ονοματοδοσία του συγκεκριμένου ορυχείου. Το μόνο που απέμενε ήταν η πολιτική ένωση η οποία επιτεύχθηκε μέσω διαδοχικών πολεμικών αναμετρήσεων, πρώτα εις βάρος της Αυστρίας (1866) και κατόπιν με θύμα τη Γαλλία (1870 – 1871). Υπό το βάρος της εξωτερικής απειλής (Αυστρία, Γαλλία) τα γερμανικά κρατίδια υποχρεώθηκαν πρώτα να αναγνωρίσουν την πρωτοκαθεδρία της Πρωσίας επί στρατιωτικών θεμάτων και στη συνέχεια την πολιτική ένωση μέσω της σύστασης του δεύτερου ράιχ. Το στέμμα του αυτοκράτορα προσφέρθηκε στον βασιλέα της Πρωσίας η οποία de facto πέτυχε την ενοποίηση της Γερμανίας.

Η ιστορία της Γερμανίας μετά το 1871 υπήρξε συνυφασμένη με τις προσπάθειες επίτευξης ηγεμονίας μέσω στρατιωτικής ισχύος αγνοώντας τους περιορισμούς του διεθνούς συστήματος. Κατά την προσπάθεια ένωσης του γερμανικού χώρου τον 19ο αιώνα, η Πρωσία ευτύχησε να διαθέτει έναν ηγέτη του διαμετρήματος του Βίσμαρκ ο οποίος με συστηματικό τρόπο κατόρθωσε να τιθασεύσει και να βελτιστοποιήσει την πρωσική ισχύ λαμβάνοντας πάντα υπόψη τους περιορισμούς του διεθνούς συστήματος. Οι διάδοχοι του δεν διέθεταν την πνευματική του οξυδέρκεια με αποτέλεσμα τα μαθήματα της γερμανικής ενοποίησης (Zollverein) να ξεχαστούν. Όμως, μεταπολεμικά και ιδιαίτερα μετά την πτώση του τείχους βλέπουμε μια μεθοδική προσπάθεια της Γερμανίας να ηγηθεί του ευρωπαϊκού χώρου χρησιμοποιώντας θεσμικά και οικονομικά εργαλεία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ξεκίνησε ως Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα το 1950. Σταδιακά απέκτησε όργανα διακυβέρνησης τα οποία μοιάζουν εκπληκτικά με αυτά της Γερμανίας. Το Ευρωκοινοβούλιο είναι η κάτω βουλή και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μόνιμων αντιπροσώπων είναι η άνω βουλή. Για τις χώρες της ευρωζώνης υπάρχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα η οποία εδρεύει στη Φρανκφούρτη και λειτουργεί καθ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της γερμανικής κεντρικής τράπεζας. Η κρίση χρέους αποτέλεσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για περεταίρω ενοποίηση η οποία πιθανότατα θα συνεχιστεί μέσω θεσμοθέτησης ενιαίου ευρωπαϊκού χρέους και θα ολοκληρωθεί με την πολιτική ένωση στα πρότυπα της γερμανικής ομοσπονδίας. Οι ομοιότητες με το ιστορικό παρελθόν είναι πολλές και έντονες για να αγνοηθούν. Η Γερμανία εφαρμόζει δοκιμασμένη συνταγή του παρελθόντος προκειμένου να επιτύχει την ηγεμονία του ευρωπαϊκού χώρου. Λόγω του μεγέθους και της πολυπλοκότητας του εγχειρήματος ίσως η ευρωπαϊκή ενοποίηση καθυστερήσει περισσότερο από τη γερμανική (1833 – 1871). Η γερμανική ενοποίηση πραγματοποιήθηκε επί κρατών τα οποία ομιλούσαν την ίδια γλώσσα και μετά από κάποιο σημείο, θεωρούσαν ότι είχαν κοινούς στόχους. Παρά τις όποιες δυσκολίες του εγχειρήματος όμως οι ενδείξεις είναι εδώ: ήδη έχει αφαιρεθεί η νομισματική πολιτική από τα κράτη μέλη του ευρώ, δυνάμεις αντίθετες ως προς το εγχείρημα (Βρετανία) έχουν τεθεί στο περιθώριο των εξελίξεων ενώ για τις χώρες του μνημονίου έχει αφαιρεθεί και η δημοσιονομική πολιτική. Το επόμενο λογικό βήμα είναι η ενοποίηση του χρέους και κατόπιν ένα «ευρωπαϊκό» υπουργείο οικονομικών. Από εκείνο το σημείο, δεν απαιτείται κάποιο ιδιαίτερο άλμα φαντασίας για τον μετασχηματισμό των οργάνων της ευρωπαϊκής ένωσης σε όργανα διακυβέρνησης μιας συνομοσπονδίας. Τα κράτη μέλη θα διατηρήσουν τις εθνικές κυβερνήσεις τους με τις όποιες ιδιαιτερότητες τους (όπως π.χ. η αυτονομία που απολαμβάνει η Βαυαρία εντός της Γερμανίας) ενώ σταδιακά η εξωτερική και οικονομική πολιτική θα περάσουν σε κεντρικό επίπεδο.

Είναι αυτονόητο ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται και ότι οι συνθήκες και ιδιαιτερότητες του παρελθόντος δεν ισχύουν απαραίτητα στις μέρες μας. Είναι όμως ιδιαίτερα χρήσιμη η γνώση γεγονότων του παρελθόντος αφού έτσι μπορούμε να προβούμε σε καλύτερη εκτίμηση καταστάσεων του σήμερα και έτσι να λάβουμε τις καλύτερες δυνατές αποφάσεις με βάση το εθνικό μας συμφέρον.