6 Μαρ 2018

Φινλανδοποίηση;



Με τον όρο «Φινλανδοποίηση» έχει επικρατήσει, στη Θεωρία Διεθνών Σχέσεων, να αποκαλείται η διαδικασία δορυφοροποίησης μιας κρατικής οντότητας από κάποια άλλη ισχυρότερη. Το κράτος – δορυφόρος έχει, τυπικά, την ανεξαρτησία του αλλά η άσκηση εξωτερικής πολιτικής του επηρεάζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις προθέσεις του ισχυρότερου γείτονα του. Ο όρος αυτός αντλεί τις ρίζες του από τα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Φινλανδία, πρώην κτήση της τσαρικής Ρωσίας, απέκτησε την ανεξαρτησία της κατά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αποσπώντας κατά τη διαδικασία αυτή, εδάφη τα οποία η μετέπειτα Σοβιετική Ένωση θεωρούσε δικά της. Το χειμώνα του 1939, η Σοβιετική Ένωση, εκμεταλλευόμενη την ενασχόληση της Δύσης με τη ναζιστική Γερμανία, εισέβαλλε στην Φινλανδία αξιώνοντας ορισμένα αμφισβητούμενα κατ’ αυτήν εδάφη. Το Μάρτιο του 1940 η Φινλανδία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει το 11% των εδαφών της τα οποία αντιπροσώπευαν το 13% του ΑΕΠ της. Μετά την εισβολή της ΕΣΣΔ από τους Γερμανούς το 1941, η Φινλανδία τάχθηκε με το πλευρό των δυνάμεων του Άξονα επιδιώκοντας να ανατρέψει τις προβλέψεις της συνθήκης της Μόσχας (1940). Το 1944, με το φάσμα της ολοκληρωτικής κατοχής να πλανάται, η Φινλανδία υποχρεώθηκε σε συνθηκολόγηση. Η νέα συνθήκη επανάφερε τις προβλέψεις της προηγούμενης και η χώρα κατάφερε να διατηρήσει την ανεξαρτησία της, πλην όμως περιήλθε σε ένα ιδιότυπο καθεστώς ομηρίας. Η Φινλανδία ετέθη ρητώς στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης με ουσιαστική αδυναμία άσκησης εξωτερικής πολιτικής ή/και πολιτικής ασφαλείας.

Το παραπάνω μακροσκελές παράδειγμα το χρησιμοποιώ ως προοίμιο για να παραθέσω τα όσα προφητικά είχε προβλέψει ο Παναγιώτης Κονδύλης για την Ελλάδα στη «Θεωρία του Πολέμου». Συνοψίζοντας το εκτενέστατο κείμενο του, στην περίπτωση της Ελλάδας δεν απαιτείται να πέσει ούτε μια τουφεκιά για να δημιουργηθούν τετελεσμένα. Μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας υπάρχει μια ετεροβαρής σχέση ισχύος σε πολλά επίπεδα και όχι μόνο εξετάζοντας το ισοζύγιο από την οπτική της σκληρής στρατιωτικής ισχύος. Σε μια διαρκώς επιδεινούμενη σχέση ισχύος ο ισχυρός μπορεί εύκολα να εξαναγκάσει τον αδύναμο σε πράξεις που δεν επιθυμεί. Άλλωστε, αυτή είναι και η πεμπτουσία της ισχύος εν γένει, δηλαδή η ικανότητα που έχει κάποια οντότητα να αναγκάσει μια άλλη να κάνει αυτό που θέλει.

Σε αυτό το διαρκώς επιδεινούμενο σπιράλ ασφάλειας η Ελλάδα έχει δυο επιλογές: η μια είναι ο κατευνασμός του ισχυρού («η Ελλάδα δεν διεκδικεί τίποτα, ναι στην Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και επίλυση των προβλημάτων μέσω των ενταξιακών διαδικασιών», κλπ) και η άλλη είναι η αντίδραση πριν ο συσχετισμός ισχύος καταστεί περεταίρω ετεροβαρής. Η πολιτική του κατευνασμού έχει δοκιμαστεί και εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, έχει αποτύχει. Η μόνη οδός που απομένει στην Ελλάδα είναι αυτή της αποτελεσματικής αποτροπής. Δηλαδή, η ανάπτυξη κατάλληλων συνδυασμών πηγών ισχύος προκειμένου να καταστεί δυσανάλογα δαπανηρή για την Τουρκία οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια. Αυτό πως θα μπορούσε να επιτευχθεί;

Μετά την κρίση των Ιμίων, η τότε κυβέρνηση Σημίτη, θορυβημένη από την αδυναμία άμεσης προβολής ισχύος επιδόθηκε σε μια πολυδάπανη και αδιέξοδη εξοπλιστική κούρσα με την Τουρκία. Αδιέξοδη, διότι η χώρα αποκόμισε πολύ φτωχή ή καθόλου τεχνολογική υπεραξία από τις αγορές αυτές αλλά και ταυτόχρονα, στάθηκε οικονομικά αδύνατο να αντιπαρατεθούμε σύστημα προς σύστημα με τη γείτονα. Η οικονομική κακοδιαχείριση των συγκεκριμένων προγραμμάτων καθώς και η σοβούσα οικονομική κρίση μεγάλωσαν περεταίρω το χάσμα σκληρής ισχύος. Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά; Ας πάρουμε το παράδειγμα του Ισραήλ. Το Ισραήλ είναι ένα μικρό κράτος περικυκλωμένο από πολυπληθέστατες, εχθρικά διακείμενες κρατικές οντότητες. Το Ισραήλ αγοράζει ένα οπλικό σύστημα και μετά φροντίζει, μέσω μεταφοράς τεχνογνωσίας να αναπτύξει τα δικά του τα οποία εν συνεχεία εξάγει. Επενδύει πολύ σε τεχνολογική καινοτομία έτσι, ώστε μέσω αυτής να επιτύχει πολλαπλασιασμό της ισχύος του. Διαθέτει στρατό που, ενώ αποτελείται από κληρωτούς, αυτοί υπηρετούν υποχρεωτικά από τα δεκαοκτώ τους, άνδρες (32 μήνες) και γυναίκες (24 μήνες, κυρίως σε υποστηρικτικά όπλα ενώ με επιλογή τους μπορούν να υπηρετήσουν και σε μάχιμους κλάδους όπως το πεζικό). Μέσα σε ένα τέτοιο χρονικό διάστημα είναι δυνατή η σφυρηλάτηση ενός αξιόμαχου στρατεύματος κληρωτών. Εμείς υπηρετούμε εννέα μήνες, διάστημα κατά το οποίο οι κληρωτοί μας περιφέρονται από αγγαρεία σε αγγαρεία με ελάχιστη ενασχόληση με πραγματικές ασκήσεις μάχης. Οι Ρωμαίοι έλεγαν ότι η μάχη αποτελεί μια αιματηρή άσκηση ενώ μια άσκηση αποτελεί μια αναίμακτη μάχη. Είναι λοιπόν η κοινωνία μας διατεθειμένη να στείλει όλους τους νέους της, άνδρες και γυναίκες, από τα δεκαοκτώ τους, υποχρεωτικά για όλους και χωρίς εξαιρέσεις για ένα με δύο χρόνια να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους; Ή μήπως θεωρούμε ότι το περιβάλλον ασφαλείας του Ισραήλ είναι δυσμενέστερο από το δικό μας;

Αλλά υπάρχουν και άλλοι παράγοντες ισχύος. Πληθυσμιακά είμαστε μια στάσιμη χώρα, με διαρκώς αυξανόμενο αριθμό γερόντων. Η Τουρκία είναι μια νεανική χώρα της οποίας ο πληθυσμός αναμένεται να ξεπεράσει σχετικά σύντομα τα εκατό εκατομμύρια. Ποιες είναι οι μακροπρόθεσμες πολιτικές στήριξης της ελληνικής οικογένειας; Το ευοίωνο σενάριο για την Ελλάδα, υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι ότι το 2050 θα είμαστε 9,2 εκατομμύρια. Το δυσμενές σενάριο λέει ότι θα είμαστε 7,5. Οι πολίτες ενός κράτους είναι οι πιο πολύτιμες μονάδες ισχύος του. Αυτοί δημιουργούν πλούτο, αναπτύσσουν νέες τεχνολογίες και στελεχώνουν τις ένοπλες δυνάμεις του. Χωρίς πολίτες δεν υπάρχει ούτε πλούτος ούτε στρατιωτική ισχύς.

Στο κομμάτι της διπλωματικής ισχύος, η Ελλάδα διαθέτει ερείσματα καθότι έχει επιτύχει να ανήκει σε δομές τόσο οικονομικές όσο και ασφάλειας της δύσης. Όμως, πως χρησιμοποιούμε ως χώρα τα διπλωματικά μας κεφάλαια; Τα χρησιμοποιούμε με σύνεση ή με μαξιμαλιστικές διαθέσεις; Όταν δημοσίως διατρανώνεις το «όχι στο Μακεδονία ή παράγωγα της» μήπως περιορίζεις αυτόματα το διπλωματικό σου κεφάλαιο; Ξεφεύγοντας ελαφρώς του θέματος, έχω ακούσει και διαβάσει εδώ το σκεπτικό ότι «μα εμείς τι χάνουμε προβάλλοντας βέτο, αυτοί είναι που θέλουν να μπουν…» Και όμως! Χάνουμε. Όταν δημόσια αγκιστρώνεται η διπλωματική θέση μιας χώρας σε τόσο διπολικές θέσεις τότε πολύ εύκολα, όποιος θέλει να αναταράξει τη χώρα μας μπορεί να ανακαινίσει το συγκεκριμένο θέμα για να μας δημιουργήσει πρόβλημα. Όσο αφήνουμε τέτοια θέματα να κακοφορμίζουν, απλά δίνουμε λαβές σε άλλα κράτη για να μας σέρνουν σε καταστάσεις που εμείς δε θέλουμε. Σπαταλάμε πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο αναλωνόμενοι σε μια άνευ ουσίας αντιπαράθεση και όταν αυτό πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση του κύριου προβλήματος ασφάλειας της χώρας απλά δεν υπάρχει. Σκεφτείτε το αλλιώς: για τα οικονομικά μας προβλήματα προστρέχουμε στην ΕΕ, έχουμε προβλήματα γειτονίας με την Αλβανία, ενημερώνουμε τους εταίρους μας στην ΕΕ, έχουμε θέμα με το γειτονικό κρατίδιο των Σκοπίων, ενημερώνουμε τους εταίρους μας, έχουμε πρόβλημα στο Αιγαίο, μια από τα ίδια. Όταν προστρέχεις συνεχώς προς τρίτους για τα προβλήματα σου χωρίς να ιεραρχείς τη σπουδαιότητα τους, τότε όταν έρθει η ώρα να ζητήσεις πραγματικά την όποια βοήθεια ή κατανόηση τους δε θα την έχεις. Η διπλωματία δεν διεξάγεται ούτε με συλλαλητήρια ούτε με μαξιμαλισμούς. Δυστυχώς στην Ελλάδα κάτι τέτοιο, παρά τις απανωτές «εθνικές τραγωδίες» δεν το έχουμε μάθει.

Το πρόσφατο ατυχές περιστατικό με τα δύο στελέχη των ένοπλων δυνάμεων μας δυστυχώς αποδεικνύει το προφανές. Η Ελλάδα είναι μια χώρα δορυφόρος η οποία σέρνεται από γεγονότα που δημιουργεί η Τουρκία. Η μακροπρόθεσμη στρατηγική είναι ανύπαρκτη και η ισχύς του κράτους που πηγάζει μέσα από τη διαχρονικότητα και συνεκτικότητα των κυβερνητικών του θεσμών, αδύναμη. Η υψηλή πολιτική εξαντλείται στην κάλυψη τακτικών, βραχυπρόθεσμων και συχνά εφήμερων στόχων ενώ παραβλέπεται τελείως ή έννοια της συνέχεια της κρατικής πολιτικής. Δρούμε πάντα πυροσβεστικά και κατόπιν εορτής και ποτέ βάσει σχεδίου ή στρατηγικής διεργασίας. Σκεφτόμαστε με όρους διαπροσωπικής ηθικής και μοιρολατρίας αντί να επεξεργαζόμαστε τρόπους για να βελτιστοποιήσουμε στο μέγιστο δυνατό βαθμό τους συντελεστές ισχύος μας.

Δε θα κουραστώ να επαναλαμβάνω την πνευματική παρακαταθήκη του Θουκυδίδη ότι δηλαδή ο ισχυρός πάντα θα πάρει αυτά που μπορεί ενώ ο αδύναμος θα υποστεί αυτά που πρέπει. Ανήθικο στις σχέσεις μεταξύ κρατών δεν είναι ο ισχυρός να πάρει αυτά που η δική σου αδυναμία του επέτρεψε να σου αποσπάσει. Ανήθικο είναι οι ηγέτες που εσύ επέλεξες να σε καταστήσουν τόσο αδύναμο ώστε να είσαι έρμαιο στις ορέξεις του ισχυρού.