27 Ιαν 2020

Μετανάστευση & Κλιματική Αλλαγή: Βίοι Παράλληλοι

Με μια προσεκτική ανάγνωση της ανθρώπινης ιστορίας και προϊστορίας, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι ο Homo Sapiens, ο σκεπτόμενος άνθρωπος, επιβίωσε και επικράτησε των προκλήσεων που αντιμετώπισε εξ’ αιτίας της προσαρμοστικότητας που επέδειξε έναντι ποικιλόμορφων προκλήσεων. Δύο είναι οι μεθοδολογίες που επέτρεψαν στον σκεπτόμενο άνθρωπο να επιβιώσει: η πρώτη είναι η ευρηματικότητα και η τεχνολογική υπεροχή του και η δεύτερη είναι, όταν οι συνθήκες το επέβαλαν, η μετακίνηση. Η προσαρμοσμένη τεχνολογία είναι αυτή η οποία έχει επιτρέψει σε ανθρώπινους πληθυσμούς να επιβιώνουν από περιοχές του παγωμένου αρκτικού κύκλου (Ινούιτ) έως τις πιο άνυδρες περιοχές της ερήμου (Τουαρέγκ). Ταυτόχρονα, η ιστορία του ανθρωπίνου είδους είναι διάσπαρτη με εκατοντάδες περιστατικά μαζικών μετακινήσεων πληθυσμών όταν περιβαλλοντικοί ή άλλοι παράγοντες (πόλεμοι, λοιμοί, κλπ.) το επέβαλλαν. Πληθυσμοί οι οποίοι είτε δεν μπόρεσαν είτε δεν θέλησαν να ακολουθήσουν αυτές τις δύο βασικές μεθοδολογίες σβήστηκαν από τον παγκόσμιο χάρτη. Τα παραδείγματα εδώ πολλά: οι Βίκινγκ της Γροιλανδίας, οι Πολυνήσιοι του νησιού του Πάσχα, οι Μάγια στην Κεντρική Αμερική, ο πολιτισμός των Ανασάζι στη Βόρεια Αμερική και πολλοί άλλοι. Ως προς τη μετανάστευση, η ίδια η ελληνική ιστορία είναι γεμάτη με παραδείγματα μεταναστευτικού αποικισμού, όπου η εισβολή ξενικού πληθυσμού με ανώτερα τεχνολογικά χαρακτηριστικά (Δωριείς) οδήγησε στον πρώτο ελληνικό αποικισμό, ενώ αργότερα πληθυσμιακές πιέσεις ώθησαν τα αρχαία ελληνικά φύλλα να μεταφυτευτούν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Μεσογείου (δεύτερος ελληνικός αποικισμός). Και για να επανέλθουμε στην παγκόσμια ιστορία, είναι γνωστά τα μαζικά φαινόμενα μετακίνησης πληθυσμών στην Ευρασία κατά τον πρώτο κομμάτι του Μεσαίωνα (Γότθοι, Σάξωνες, Φράγκοι, Βισιγότθοι, Βάνδαλοι, Ούννοι, Μαγυάροι, Βούλγαροι και πολλοί άλλοι).

Όλα τα παραπάνω ιστορικά παραδείγματα έχουν δύο κοινούς παρονομαστές. Αφενός υπήρξε αδύνατο να αναχαιτιστούν ακόμα και από τις πιο ισχυρές αυτοκρατορίες της εποχής όπως η Ρωμαϊκή, η Βυζαντινή και η Κινεζική. Αφετέρου, πολλές από αυτές τις μετακινήσεις πληθυσμών προκλήθηκαν εν μέρει ή αποκλειστικά από περιβαλλοντικούς παράγοντες. Είναι ιστορικά δεδομένο λοιπόν ότι, όταν σε πληθυσμιακές ομάδες τίθενται εξωτερικά ζητήματα επιβίωσης αυτές συνηθέστερα μετακινούνται εφόσον μπορούν, ειδάλλως φυλλοροούν μέχρι σημείου οριστικής εξάλειψης τους. Είναι επίσης ιστορικά διαπιστωμένο ότι περιβαλλοντικοί λόγοι παίζουν σημαντικό άλλα όχι αποκλειστικό ρόλο ως παράγοντες που επιβάλλουν τις μεταναστεύσεις πληθυσμών. Οι Βίκινγκ της Γροιλανδίας μπόρεσαν να αποικίσουν αυτό το τεράστιο, καλυμμένο από μυριάδες τόνους πάγου νησί εξαιτίας ενός ευνοϊκού περιβαλλοντικού φαινομένου γνωστό ως «Μεσαιωνική Θερμή Περίοδος» (Medieval Warming Period) το οποίο επέτρεψε την καλλιέργεια σιτηρών και ζωοτροφών βόρεια του Αρκτικού Κύκλου. Η αντιστροφή του φαινομένου και η συνεπακόλουθη περίοδος της «Μικρής Εποχής των Παγετώνων» (Little Ice Age) σε συνδυασμό με την αδυναμία προσαρμογής ή μετανάστευσης οδήγησε στον αφανισμό αυτής της αποικίας. Αντίθετα, οι προερχόμενοι από τον Καναδικό Βορρά Ινούιτ, διαθέτοντας την τεχνολογία – τεχνογνωσία για να επιβιώνουν σε τέτοια ψυχρά κλίματα δεν είχαν κανένα πρόβλημα επιβίωσης παρά τη σοβαρή επιδείνωση των καιρικών συνθηκών.

Ο πολιτισμός των Μάγια στην Κεντρική Αμερική είναι γνωστός για τα θαυμαστά αρχιτεκτονικά και επιστημονικά επιτεύγματα του, πολλά εκ των οποίων θεωρούνται πρωτοποριακά και πολύ μπροστά από την εποχή τους παγκοσμίως. Η αρχαιολογική σκαπάνη μόλις τώρα αρχίζει και αποκαλύπτει, κάτω από την οργιώδη βλάστηση της Κεντροαμερικανικής ζούγκλας το πραγματικά εντυπωσιακό μέγεθος των πόλεων τους. Η αλλαγή στα υδάτινα ρεύματα που προκάλεσε η «Μεσαιωνική Θερμή Περίοδος» οδήγησε σε παρατεταμένη ξηρασία στην περιοχή και σε συνδυασμό με την αποψίλωση των δασών προκάλεσε μεγάλη έλλειψη υδάτινων πόρων. Αυτό οδήγησε στην καταστροφή της σοδειάς καλαμποκιού το οποίο με τη σειρά του ώθησε τους Μάγια στην απόγνωση, τον λοιμό και τελικά την εγκατάλειψη των πόλεων και του πολιτισμού τους. Το μέγεθος της απόγνωσης τους καταγράφεται στις ολοένα και πιο ζοφερές τοιχογραφίες των ναών-πυραμίδων τους οι οποίες υποδεικνύουν μια αυξανόμενη τάση ανθρωποθυσιών προς εξευμενισμό των Θεών.

Παραδείγματα όπως τα παραπάνω είναι άφθονα στην παγκόσμια ιστορία και η αναλυτική παράθεση τους εδώ δεν εξυπηρετεί τους σκοπούς αυτού του κειμένου. Αυτό που θέλω να καταδείξω είναι ότι, μια σχετικά ήπια μεταβολή των καιρικών συνθηκών όπως η Μεσαιωνική Θερμή Περίοδος, για την οποία η επιστημονική κοινότητα πιστεύει ότι οδήγησε στην αύξηση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά μόλις έναν βαθμό κελσίου, οδήγησε σε τεράστιες ανακατατάξεις παγκοσμίων πληθυσμών. Το ανθρώπινο είδος είναι φοβερά ευαίσθητο σε θερμοκρασιακές μεταβολές ενώ μια φαινομενικά ασήμαντη απόκλιση της παγκόσμιας θερμοκρασίας μπορεί να οδηγήσει σε αθέατες, αρχικά, περιβαλλοντικές αλλαγές. Σήμερα, όπου ο πλανήτης μας οδεύει ολοταχώς προς μια, κατ’ ελάχιστον, αύξηση τριών βαθμών κελσίου πάνω από το κανονικό, αντιλαμβανόμαστε ότι οι πληθυσμιακές πιέσεις θα αυξηθούν θεαματικά. Σε αυτό θα πρέπει να προστεθεί το γεγονός ότι ο πλανήτης μας οδεύει ταχύτατα προς το μέγιστο πληθυσμιακό όριο αντοχής του το οποίο τοποθετείται πέριξ των εννέα με δέκα δισεκατομμυρίων. Η αύξηση αυτή του παγκόσμιου πληθυσμού είναι εκθετική και πρωτοφανής στην ανθρώπινη ιστορία. Οφείλεται δε, στην τεχνολογική τιθάσευση και εκμετάλλευση πάσης φύσεως ορυκτού ή άλλου φυσικού πλούτου που διαθέτει ο πλανήτης μας. Το παγκόσμιο επίπεδο ευημερίας έχει ανέβει και ανεβαίνει συνεχώς δίχως όμως να έχει επιτευχθεί μια λογική κατανομή αυτού ανάμεσα στους πληθυσμούς της Γης. Σήμερα, μια μικρή μειοψηφία του δυτικού κόσμου απολαμβάνει και νέμεται άνω του μισού παγκοσμίου πλούτου. Το επίπεδο ευημερίας που απολαμβάνει η Δύση σήμερα οφείλεται στα επιτεύγματα της Βιομηχανικής Επανάστασης τα οποία στηρίχθηκαν στην άνευ φραγμών εκμετάλλευση περιβαλλοντικών πόρων. Η εκμετάλλευση αυτή στηρίχθηκε στην έκκληση τεραστίων ποσοτήτων αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα. Οι αναδυόμενες, πολυπληθείς οικονομίες του πάλαι ποτέ Τρίτου Κόσμου απαιτούν και αυτές το μερίδιο τους στην οικονομική ανάπτυξη στηριζόμενες στο οικονομικό μοντέλο περιβαλλοντικής εκμετάλλευσης της Δύσης. Την ίδια στιγμή η Δύση, αντιλαμβανόμενη το περιβαλλοντικό αδιέξοδο αρχίζει να υιοθετεί τεχνολογίες περιβαλλοντικής αειφορίας, κουνώντας ταυτόχρονα το δάχτυλο προς τις αναδυόμενες οικονομίες κατηγορώντας τους για χρήση περιβαλλοντικών πρακτικών που η ίδια χρησιμοποιεί από τον 18ο αιώνα. Οι αειφόρες τεχνολογίες είναι φυσικά πολυδάπανες, όπως άλλωστε είναι κάθε μη ώριμη και νεότευκτη εφαρμογή, πράγμα που καθιστά τη χρήση τους οικονομικά δυσχερή για τις αναδυόμενες χώρες. Είναι λοιπόν τουλάχιστον υποκριτικό να ομιλούμε σήμερα για οικονομίες μηδενικού αποτυπώματος άνθρακα και να προσπαθούμε να επιβάλλουμε παγκοσμίως κάτι τέτοιο, όταν δεν βρίσκεται μια ικανοποιητική μεθοδολογία τεχνολογικής διάχυσης από τη Δύση προς τις αναδυόμενες οικονομίες.

Το περιβαλλοντικό μέλλον του πλανήτη μας δεν είναι, δυστυχώς, ευοίωνο. Κλιματικά φαινόμενα όπως η άνοδος της στάθμης της θάλασσας (Μπαγκλαντές), η λειψυδρία (Καλιφόρνια, Υποσαχάρια Αφρική), οι ανεξέλεγκτες πυρκαγιές, η αποψίλωση των δασών καθώς και η συνεπακόλουθη φτωχοποίηση των καλλιεργητικών γαιών θα οδηγήσουν σε ολοένα και μεγαλύτερες μεταναστευτικές ροές. Αυτές οι ροές είναι φυσικό ότι θα θελήσουν να κατευθυνθούν προς περιοχές με αυξημένο βιοτικό επίπεδο. Περιοχές όπως η Ευρώπη, οι οποίες ενώ είναι ηλικιακά γερασμένες απολαμβάνουν δυσανάλογο μερίδιο του παγκοσμίου πλούτου. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι η έννοια του έθνους κράτους και των εθνικών συνόρων είναι μια σχετικά πρόσφατη συνθήκη στην ανθρώπινη ιστορία, εμφανιζόμενη, με την απολυτότητα που τη γνωρίζουμε σήμερα, μόλις τον 18ο αιώνα. Επιπρόσθετα οι σημερινές γενιές στην Ευρώπη, μεγαλωμένες στη θαλπωρή του μεταπολεμικού οικονομικού θαύματος, θεωρούν ότι η ευημερία που απολαμβάνουν σήμερα, απότοκος περιβαλλοντικής εκμετάλλευσης, είναι κεκτημένο τους. Η Ευρώπη είναι μαθημένη να αποβάλλει πλεονασματικούς πληθυσμούς και όχι να τους δέχεται ενώ τείνουν να ξεχαστούν, αν δεν έχουν ήδη ξεχαστεί, τα όποια μαθήματα εσωτερικών μετακινήσεων πληθυσμών λόγω πολέμου. Στα καθ’ υμάς ας μην ξεχνάμε το πώς αντιμετωπίστηκαν οι Μικρασιατικοί πληθυσμοί όταν μετακινήθηκαν, πως αντιμετωπίστηκαν από το επίσημο Ελληνικό Κράτος και πόσες δεκαετίες πήρε η οριστική αφομοίωση τους.

Η σημερινή πραγματικότητα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα με το μεταναστευτικό πρόβλημα μπορεί μόνο να επιδεινωθεί και δεν οφείλεται σε συγκυριακά γεγονότα. Μπορεί να φαντάζει εκ πρώτης όψεως ως ένα κλασσικό παράδειγμα ετεροκατανομής κόστους (passing the buck), δηλαδή ότι τις ενέργειες άλλων (πόλεμος στη Συρία και στο Αφγανιστάν) τις επωμίζεται τρίτος. Πράγματι, συμβαίνει και αυτό αλλά όπως περιέγραψα και νωρίτερα δεν είναι σε καμία περίπτωση η μοναδική αιτία του προβλήματος. Η χώρα μας, όπως και η Τουρκία, βρίσκεται πάνω σε μια από τις κυριότερες οδούς μετακίνησης πληθυσμών. Οι μεταναστεύοντες πληθυσμοί δεν επιθυμούν κατ’ ανάγκην την παραμονή τους σε σταθμούς εντός της οδού αλλά θέλουν να φτάσουν στον τελικό τους προορισμό, δηλαδή στην Δυτική Ευρώπη. Όλες οι χώρες σταθμοί ανάμεσα στην πηγή των ροών και τον τελικό προορισμό προσπαθούν να ξεφορτωθούν με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο το βάρος αυτών των πληθυσμών προκειμένου να το επωμισθεί κάποιο άλλο κράτος. Η Τουρκία, ως χώρα μεταστάθμευσης πληθυσμών, έχει εργαλιοποιήσει τις ροές αυτές προκειμένου αφενός να δημιουργεί προβλήματα στην Ελλάδα και αφετέρου να αποσπά εκβιαστικά ανταλλάγματα από τις χώρες προορισμούς της Δυτικής Ευρώπης. Οι δε χώρες της Δυτικής Ευρώπης δρουν εντελώς υποκριτικά και άκρως απάνθρωπα από τη μια αποδίδοντας στην Τουρκία πόρους ως προϊόν εκβιασμού, υπογράφοντας μια συμφωνία εμφανώς ανεφάρμοστη και από την άλλη κλείνοντας τα σύνορα τους μη αποδεχόμενες οποιαδήποτε απευθείας μεταφορά μεταναστών από την Τουρκία προς τους τελικούς τους προορισμούς.

Η χώρα μας έχει ένα πολύ δύσκολο και ακανθώδες πρόβλημα στα χέρια της για το οποίο δεν υπάρχουν μαγικές ή εύκολες λύσεις. Η μια οδός είναι αυτή της αποτροπής των μεταναστευτικών ροών. Η λύση αυτή προκειμένου να έχει οποιαδήποτε πιθανότητα επιτυχίας θα πρέπει να περιλαμβάνει κατασκευή φραγμών και λοιπών κωλυμάτων στα χερσαία σύνορα μας περιλαμβανομένων της χρήσης ναρκών. Η χρήση ναρκών, πέρα από το απάνθρωπο του πράγματος είναι απαγορευμένη με διεθνή συνθήκη την οποία η χώρα μας έχει υπογράψει. Τα δε θαλάσσια σύνορα μας θα πρέπει να επιτηρούνται επιθετικά κάτι το οποίο περιλαμβάνει εμβολισμό και βύθιση πλοιαρίων, πράγμα επίσης καταφανέστατα απάνθρωπο. Για όσους καταφθάνουν τελικώς στην επικράτεια θα πρέπει να κρατούνται επ’ αόριστο σε φρουρούμενες κλειστές δομές σε βραχονησίδες ή ακατοίκητα νησιά του Αιγαίου. Όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, πέρα από το γεγονός ότι οι πρακτικές αυτές θυμίζουν ολοκληρωτικά καθεστώτα, αυτές θα επιφέρουν και τεράστιο κόστος στο διεθνές κύρος της χώρας. Επιπρόσθετα, όπως είναι ιστορικά γνωστό, κανένα εμπόδιο, τεχνητό ή φυσικό δε στάθηκε ποτέ ικανό να κάμψει μεταναστευτικές ροές πληθυσμών. Η δεύτερη λύση είναι αυτή της επιχείρησης ενσωμάτωσης όσων ο κρατικός μηχανισμός κρίνει ότι μπορούν να ενσωματωθούν. Ο πληθυσμός της χώρας μας γερνάει και απομειώνεται με απειλητικούς ρυθμούς χωρίς να διαφαίνεται οποιαδήποτε τάση αντιστροφής του φαινομένου. Η ύπαρξη κλειστών δομών φύλαξης θα μπορούσε να συνδυαστεί με ένα επιλεκτικό πρόγραμμα χορήγησης ασύλου. Θα μπορούσαν να χορηγηθούν οικίες ή κρατικές γαίες σε ερημωμένα ή απομακρυσμένα σημεία της επικράτειας προκειμένου αυτά να ξαναζωντανέψουν (βλέπε υποδοχή 30.000 Σύριων προσφύγων από τον Καναδά στην επαρχία του Yukon). Η πολιτική της αφομοίωσης απαιτεί οργανωμένο σχέδιο και μακροπρόθεσμη κρατική πολιτική και βούληση, προϋποθέσεις οι οποίες στην Ελλάδα δεν υφίστανται. Η τρίτη λύση συνίσταται στην, με οποιοδήποτε μέσο, «διευκόλυνση» των προσφυγικών ροών προκειμένου αυτές να κατευθυνθούν προς τις χώρες – προορισμούς. Οι συμφωνίες τις οποίες έχει υπογράψει η χώρα μας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπαγορεύουν ότι οι παράνομα εισελθόντες εντός της Ε.Ε. επαναπροωθούνται στη χώρα αρχικής εισαγωγής τους. Είναι μια συνθήκη (Δουβλίνο ΙΙ) η οποία υπεγράφη όταν το πρόβλημα της μετανάστευσης δεν είχε κάνει ακόμα την εμφάνιση του στα μεγέθη τα οποία καταγράφονται σήμερα. Επιπρόσθετα, υπάρχει η συνθήκη του Σέγκεν η οποία επιβάλλει τον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ στην κάθε χώρα στην οποία ανήκει η ευθύνη αυτή. Η περίφημη πολιτική των ανοιχτών συνόρων που προσπάθησε να εφαρμόσει η προηγούμενη κυβέρνηση απέτυχε όταν οι χώρες της Ε.Ε και οι ενδιάμεσες χώρες της Βαλκανικής έκλεισαν δια της απειλής βίας τα σύνορα τους. Η απόσυρση της χώρας μας από τις παραπάνω Ευρωπαϊκές συνθήκες και ο συνδυασμός τους με μια «ανεπίσημη» πολιτική λαθραίας διακίνησης ανθρώπων, όπως για παράδειγμα κάνει η Τουρκία η οποία «ανέχεται» τους σύγχρονους δουλέμπορους, θα καταστήσει τη χώρα μας κράτος – παρία της Ευρώπης. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται αυτονόητες επιπτώσεις σε ανοιχτά οικονομικά ζητήματα που διατηρεί η χώρα μας με τους θεσμούς της Ε.Ε.

Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς, ότι όπως και στο θέμα της κλιματικής αλλαγής, οι λύσεις για το μεταναστευτικό ζήτημα κάθε άλλο παρά εύκολες είναι. Η χώρα μας θα πρέπει να υιοθετήσει ένα μείγμα και των τριών παραπάνω λύσεων. Αφενός θα πρέπει να περιφρουρηθούν καλύτερα, τουλάχιστον τα χερσαία σύνορα της χώρας με οποιαδήποτε νόμιμα μέσα έχουμε στη διάθεση μας γνωρίζοντας ότι δεν αποτελεί κάτι τέτοιο πανάκεια αποτροπής των ροών. Για τα θαλάσσια σύνορα δυστυχώς δεν μπορούν να γίνουν και πολλά πράγματα. Όσες περιπολίες και να υπάρξουν τα πλοιάρια αυτά ούτε να βυθιστούν γίνεται ούτε, όπως η πράξη έχει δείξει, είναι εφικτό να επιστραφούν στην Τουρκία. Στη συνέχεια, θα πρέπει να υπάρξουν κλειστές δομές σε όλη την επικράτεια προκειμένου να μην μετατρέπονται σε θύλακες τύπου Guantanamo τα νησιά των συνόρων μας. Τρίτον, θα πρέπει να δοθούν επιλεκτικά κίνητρα εγκατάστασης σε ερημωμένες περιοχές της χώρας μας με παροχή κατοικίας και γης. Τέλος, από τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και ο ανθρωπισμός στο συγκεκριμένο θέμα έχουν περισσέψει θα μπορούσε ανεπίσημα η κρατική μηχανή να «διευκολύνει» τη μετακίνηση πληθυσμών εκτός της επικράτειας μας. Όλα όμως αυτά δεν αποτελούν παρά μόνο ημίμετρα. Η ιστορία έχει δείξει ότι μόνο η αφομοίωση μπορεί να αποτελέσει μακροπρόθεσμη πολιτική λύση του προβλήματος. Όπως αφομοιώθηκαν οι αρβανίτικοι πληθυσμοί εντός του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, έτσι θα πρέπει να κάνουμε και σήμερα.