21 Ιουλ 2014

Το πρόβλημα της Ουκρανίας


Το πρόσφατο δραματικό γεγονός της, εξ’ όσον φαίνεται, κατάρριψης του αεροσκάφους των Μαλαισιανών Αερογραμμών, επανέφερε δυναμικά στο προσκήνιο τη σοβούσα κρίση στην Ουκρανία. Παρότι όλοι αναζητούν την αλήθεια πίσω από αυτό το τραγικό συμβάν, είναι πολύ πιθανό να μη μάθουμε πότε τι ακριβώς πήγε στραβά με τη μοιραία πτήση. Ο θάνατος 298 ανθρώπων είναι ένα τετελεσμένο γεγονός δυστυχώς και αυτό που έχει σημασία τώρα είναι να αποφευχθούν δυνητικά χειρότερες εξελίξεις. Σε τελική ανάλυση, αυτό που πλέον ενδιαφέρει είναι ποιος έχει να κερδίσει καπηλευόμενος ένα τέτοιο γεγονός  και τι ακριβώς απεργάζεται.

Θα ξεκινήσουμε την ανάλυση μας από μερικά δεδομένα. Η κρίση στην Ουκρανία ξεκίνησε όταν η Ρωσία θεώρησε την πτώση του φιλορώσου πρώην προέδρου Γιανούκοβιτς ως προϊόν δυτικής ανάμειξης σε δικό της ζωτικό χώρο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την αναίμακτη de facto προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία και την υποδαύλιση αιματηρού αντάρτικου στις ανατολικές και νότιες επαρχίες της Ουκρανίας. Η λογική πίσω από αυτήν την τελευταία κίνηση δείχνει να είναι η βύθιση της Ουκρανίας στο χάος και άρα η αδυναμία πρόσδεσης της στις δυτικές δομές ασφάλειας. Και έτσι, σε μια αντιστροφή της ιστορίας, είναι η Μόσχα αυτή που παρέχει «ανωνύμως» οπλισμό και επιμελητεία στους αντάρτες της Ουκρανίας θυμίζοντας κάπως την παροχή οπλισμού των Η.Π.Α. στους τζιχαντιστές του Αφγανιστάν που μάχονταν τη δεκαετία του 80 τη Σοβιετική εισβολή. Και για να έρθουμε σε πιο πρόσφατα γεγονότα, θυμίζει λίγο την παροχή οπλισμού και τεχνογνωσίας από τη δύση στην συριακή αντιπολίτευση που μάχεται το καθεστώς Άσαντ, η οποία προσφάτως εξελίχθηκε στο χαλιφάτο του ισλαμικού κράτους του Ιράκ και του Λεβάντε (ISIL).

Ένας πάγιος κανόνας όταν ένα κράτος επιλέγει να βοηθήσει ένα αντάρτικο ανώνυμα (δε μιλάμε για τις περιπτώσεις του πολέμου της Κορέας ή του Βιετνάμ όπου Κίνα και Σοβιετική Ένωση βοήθησαν ανοιχτά τους αντάρτες) είναι ότι δε χορηγείται προς χρήση οπλισμός που να είναι απευθείας συσχετίσιμος με το κράτος που τον χορηγεί. Έτσι, χορηγείται συνήθως ελαφρύς ατομικός οπλισμός ή ελαφρά οπλικά συστήματα τα οποία βρίσκονται σε ευρύτατη κυκλοφορία και άρα εύκολα μπορεί ένα κράτος να αποσείσει την όποια ευθύνη. Για αυτό το λόγο δε χορηγούνται πολύπλοκα οπλικά συστήματα, τα οποία εκτός του ότι εγείρουν ερωτηματικά ως προς την κτήση τους, απαιτούν καλά εκπαιδευμένο προσωπικό για τη λειτουργία τους, πράγμα που μια αντάρτικη οργάνωση δύσκολα διαθέτει. Το σύστημα κατευθυνόμενων αντί-αεροπορικών πυραύλων το οποίο εικάζεται ότι κατέρριψε τη μοιραία πτήση (Buk Missile System, κωδικός NATO: SA – 11 Gadfly) είναι ένα οπλικό σύστημα που απαιτεί στρατιωτικού τύπου δομές για τη λειτουργία του. Πέρα από θέματα επιμελητείας, απαιτεί εκπαιδευμένο και εξειδικευμένο προσωπικό για τη χρήση του. Θεωρώ, ότι πολύ δύσκολα η Ρωσία θα παρέδιδε ένα τέτοιο σύστημα (που φωνάζει «Ρωσία» από μακριά) στους αντάρτες όταν ακριβώς προσπαθεί να πείσει τη διεθνή κοινή γνώμη ότι η εξέγερση στην Ουκρανία είναι αυθόρμητη και μη κατευθυνόμενη. Φυσικά θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί το προηγούμενο της Κούβας τη δεκαετία του 60, όπου χιλιάδες Ρώσοι ειδικοί είχαν μετασταθμεύσει στην Κούβα για το χειρισμό των εκεί οπλικών συστημάτων. Όμως, όπως είπα και παραπάνω, η Ρωσία εδώ θέλει με κάθε τρόπο να δείξει ότι δεν σχετίζεται με τους αντάρτες. Ακόμα και η παραμικρή πιθανότητα να έπεφτε ένα τέτοιο σύστημα στα χέρια του Ουκρανικού στρατού θα αποτελούσε μεγάλου μεγέθους επικοινωνιακή ήττα της Ρωσίας στην προσπάθεια της να επιτύχει εξωτερική και εσωτερική νομιμοποίηση των ενεργειών της.

Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι το αεροσκάφος καταρρίφθηκε είτε από τις Ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις, είτε από «Ρώσους ειδικούς» στην υπηρεσία των ανταρτών. Το ενδεχόμενο, αντάρτες να ενεργοποίησαν ένα τέτοιο σύστημα ύστερα από λεηλασία στρατοπέδου του Ουκρανικού στρατού το θεωρώ απίθανο. Όπως είπα και παραπάνω, το εν λόγω σύστημα δεν είναι κονσόλα βιντεοπαιχνιδιού για να το χειριστεί κανείς έτσι απλά. Καταλήγω λοιπόν στα εξής συμπεράσματα: Είτε κάποιοι χειριστές του Ουκρανικού στρατού επέδειξαν υπερβάλλοντα ζήλο πιστεύοντας ότι καταρρίπτουν ένα Ρωσικό βομβαρδιστικό (υπήρχε έντονη φημολογία τις προηγούμενες μέρες περί επιλεκτικού Ρωσικού βομβαρδισμού), είτε προχώρησαν ηθελημένα σε κατάρριψη άνωθεν αμφισβητούμενου εδάφους προκειμένου να στοχοποιήσουν έτσι τους αντάρτες και άρα τη Ρωσία. Η ηθελημένη κατάρριψη είναι μια κίνηση εξαιρετικά υψηλού ρίσκου και δυνητικού κόστους εφόσον αποκαλυφθεί δημόσια μια τέτοια πρόθεση. Προκαλεί εντύπωση πάντως το γεγονός ότι η Ουκρανική πολιτική αεροπορία επέτρεψε υπερπτήσεις πολιτικών αεροσκαφών πάνω από μια ουσιαστικά εμπόλεμη ζώνη. Η άλλη περίπτωση είναι «Ρώσοι ειδικοί» να κατέρριψαν το αεροσκάφος από λάθος. Εσκεμμένη ρωσική κατάρριψη την θεωρώ απίθανη ως ενδεχόμενο για λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω.

Αυτό το οποίο εξελίσσεται τώρα είναι ένας επικοινωνιακός πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και δύσης για το ποιο μέρος θα χρεωθεί το όνειδος (odium) αυτής της τραγωδίας. Τα τεχνικά μέσα παρακολούθησης που διαθέτουν και οι δύο πλευρές (Η.Π.Α. και Ρωσία) μπορούν εύκολα και πειστικά να αποδείξουν τα πραγματικά γεγονότα πίσω από το συμβάν. Ο λόγος για τον όποιο δε γίνεται κάτι τέτοιο είναι προκειμένου να χρησιμοποιηθεί το γεγονός ως εργαλείο προπαγάνδας. Οι μεν δυτικοί προκειμένου να αποσπάσουν την Ουκρανία από το κενό επιρροής στο οποίο έχει περιέλθει, η δε Ρωσία προκειμένου να κρατήσει την Ουκρανία σε μια κατάσταση ομηρίας και χάους.

Η εν λόγω κρίση δε διαφέρει ιδιαίτερα σε σχέση με άλλες που έχουν σημειωθεί στο παρελθόν μεταξύ μεγάλων δυνάμεων (βλέπε π.χ. πυραυλική κρίση της Κούβας). Όπως έχω ξαναγράψει και στο παρελθόν, το πιθανότερο ορθολογικό σενάριο λέει ότι υπογείως και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας Η.Π.Α. και Ρωσία θα καταλήξουν σε κάποιας μορφής μη ανακοινώσιμου συμβιβασμού. Αυτό θα συμβεί στην περίπτωση που και στους δύο κύκλους λήψεις αποφάσεων επικρατήσουν ρεαλιστικές προσεγγίσεις. Εάν όμως υπάρξει σύγχυση ανάμεσα στην προπαγάνδα, την ιδεολογία και τα πραγματικά δεδομένα, τότε τα γεγονότα δύνανται να εκτροχιαστούν σε άλλες επικίνδυνες ατραπούς. Οι κρίσεις αποτελούν το πεδίο όπου, είτε λάμπει το άστρο ενός ηγέτη, είτε οδηγούμαστε σε καταστροφές. Θυμίζω και πάλι, ότι κατά την πυραυλική κρίση της Κούβας, ορθολογικοί λήπτες αποφάσεων έφτασαν ένα βήμα από την πυρηνική ανταλλαγή. Ελπίζω,  αυτή τη φορά τα διδάγματα του παρελθόντος να αποτρέψουν ευχαιρώς μια τέτοια εξέλιξη.        


          

21 Μαΐ 2014

Περί Ελληνικού Κράτους και Κοινωνίας

Σε προηγούμενη επισήμανση μου είχα καταδείξει τις ιστορικές ομοιότητες ανάμεσα στη Γερμανία του μεσοπολέμου και τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Σήμερα θα επιχειρήσω να προσεγγίσω τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού φαινομένου.

Η ελληνική κοινωνία είναι, κατά βάθος, βαθύτατα συντηρητική και αποστρέφεται τις εξελικτικές διαδικασίες. Απουσιάζει η αστική τάξη τουλάχιστον με την έννοια που αυτή αναπτύχθηκε στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο. Η ελληνική κοινωνία είναι ανώριμη να διαχειριστεί μια σύγχρονη αστικού τύπου δημοκρατία και αυτό γιατί δεν έχει μετέρθει των απαραίτητων μετασχηματισμών που προκάλεσε η βιομηχανική επανάσταση στη Δύση. Και εξηγούμαι: στην Ευρώπη, οι φεουδαρχικές κοινωνίες που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια του μεσαίωνα είχαν, σε γενικές γραμμές, τρεις τάξεις. Τους φεουδάρχες ευγενείς, τους εργάτες ακτήμονες οι οποίοι δούλευαν τη γη και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στους ευγενείς και τέλος, τις συντεχνίες οι οποίες προσέφεραν υπηρεσίες μετασχηματισμού της παραγωγής και συσσώρευσης της γνώσης. Από την εποχή της αναγέννησης και έπειτα, η αύξηση της συσσωρευμένης γνώσης, η ισχυροποίηση των δομών του εθνικού κράτους και η φθίνουσα αξία των ευγενών ως πάροχοι στρατιωτικών υπηρεσιών, οδήγησε στη δημιουργία μιας τάξης αστών, οι οποίοι ενώ παρήγαγαν πλούτο δε συμμετείχαν στη λήψη των αποφάσεων. Η γαλλική επανάσταση ανέδειξε αυτή την ανισορροπία με βίαιο τρόπο. Η βιομηχανική επανάσταση αντικατέστησε τους φεουδάρχες κατόχους γης με βιομήχανους αστούς κάτοχους κεφαλαίου. Οι ακτήμονες της γης μετατράπηκαν σε βιομηχανικούς εργάτες ενώ οι συντεχνίες απώλεσαν σταδιακά τη δύναμη τους μέσα από την αυξανόμενη πρόσβαση του πληθυσμού σε μη εκκλησιαστικές δομές παιδείας. Η επιτυχία της βιομηχανικής επανάστασης και ο μετασχηματισμός της κοινωνίας στη δύση πραγματοποιήθηκε ακριβώς λόγω της προϋπάρχουσας φεουδαρχικής δομής. Τα μεγάλα λατιφούντια μετατράπηκαν σε μεγάλες βιομηχανικές μονάδες και κάτι τέτοιο θεωρήθηκε λογική εξέλιξη των πραγμάτων. Το άτομο έμαθε να λειτουργεί με τη λογική ότι το δικό του το όφελος μεγιστοποιείται πρωτίστως μέσα από τη μεγιστοποίηση του οφέλους του συνόλου. Έτσι μπόρεσαν και κινητοποιήθηκαν μεγάλα κεφάλαια και μεγάλες ιδιοκτησίες οι οποίες οδήγησαν στο παραγωγικό πλεονέκτημα της δύσης έναντι του υπολοίπου κόσμου, ένα πλεονέκτημα το οποίο εξακολουθούμε ακόμα και σήμερα να απολαμβάνουμε.

Στον ελλαδικό χώρο δεν υπήρξαν ποτέ τέτοιοι μετασχηματισμοί. Η Οθωμανικού τύπου φεουδαρχία στηριζόταν στην εκχώρηση κατακτημένων περιοχών σε στρατιωτικούς ευγενείς οι οποίοι, αφού απέδιδαν κάποιο ποσό στην υψηλή πύλη, μετά λειτουργούσαν κατά κανόνα ληστρικά στις περιοχές της δικαιοδοσίας τους. Η Οθωμανική διοίκηση βασίστηκε στην παραχώρηση μίκρο-προνομίων σε τοπικούς προύχοντες (κοτζαμπάσηδες, δημογέροντες, αρματολίκια κλπ) οι οποίοι φρόντιζαν για την τήρηση της τάξης με το αζημίωτο. Επίσης, από την άλωση ακόμα της Πόλης, η οθωμανική διοίκηση αναγνώρισε την εξουσία και τα προνόμια του πατριαρχείου και μέσω αυτού ενθάρρυνε την καλλιέργεια μιας αντί-δυτικής συνείδησης (προτιμότερο το σαρίκι του σουλτάνου από την καλύπτρα του καρδιναλίου). Ο τοπικός πληθυσμός προκειμένου να αποφύγει την ακανόνιστη και συχνά ληστρική συμπεριφορά των τοπικών φεουδαρχών εξωθήθηκε σε περιοχές φτωχές καλλιεργητικά όπου κυριάρχησε η μικροιδιοκτησία και η καλλιέργεια επιβίωσης. Στη συνείδηση του ελληνικού πληθυσμού χαράχθηκε η καχυποψία για την κεντρική εξουσία τόσο σε κεντρικό όσο και σε τοπικό επίπεδο. Προκείμενου να γλυτώσει από τον φοροεισπράκτορα έγινε ειδικός στην ατομική επιβίωση και την περιφρούρηση της μικροιδιοκτησίας του. Ήταν πολύ ευκολότερη η επιβίωση σε ατομικό επίπεδο από ότι σε ομαδικό. Παράλληλα και ίσως εξαιτίας όλων των παραπάνω, άνθησαν οι συντεχνίες οι οποίες, λόγω του ότι ήταν απαραίτητες για την οθωμανική οικονομία, συχνά εξασφάλιζαν μονοπωλιακά προνόμια.

Η απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό και η θεμελίωση του νεοελληνικού κράτους δεν επέφερε σημαντικές αλλαγές ούτε τους απαραίτητους μετασχηματισμούς ωρίμανσης της κοινωνίας. Οι πολίτες παρέμειναν εξαιρετικά καχύποπτοι έναντι της κεντρικής εξουσίας, ενώ οι τοπικοί άρχοντες ανθίσταντο στην εκχώρηση εξουσίας στο κράτος. Αντίθετα με ότι επεδίωξε ο Καποδίστριας, η οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας δεν επιδιώχθηκε ενώ ουδέποτε διασυνδέθηκε η παιδεία με την παραγωγική διαδικασία της χώρας (είναι τραγική ειρωνεία της ιστορίας ότι το πανεπιστήμιο Αθηνών ονομάστηκε Καποδιστριακό όταν οι αντίπαλοι του τον κατηγορούσαν ως «φωτοσβέστη» επειδή δεν ήταν, ορθώς, στις προτεραιότητες του Καποδίστρια η ίδρυση πανεπιστημίου). Η κρατική δομή διεκδικήθηκε από όλους ως λάφυρο από το οποίο όλοι ήθελαν να σιτίζονται εις βάρος κάποιων άλλων. Η επανάσταση του 1843 εν πολλοίς έγινε διότι η βαυαρική διοίκηση είχε αποκλείσει μεγάλο μέρος της εγχώριας αριστοκρατίας από τη νομή της εξουσίας.

Κάπως έτσι πορεύθηκε το νεοελληνικό κράτος από ιδρύσεως του. Με πολίτες απαίδευτους, ανίκανους να λειτουργήσουν ως μέρος ενός συνόλου και όχι ως μονάδες. Με πολίτες καχύποπτους έναντι της κεντρικής εξουσίας την οποία κοιτούσαν να εξαπατήσουν με την πρώτη ευκαιρία. Αλλά και με μια κεντρική εξουσία η οποία ουδέποτε λειτούργησε αμερόληπτα υπέρ του συνόλου και πάντα λειτουργούσε με τη λογική του Οθωμανού φοροεισπράκτορα: όποιον πετύχω μπροστά μου αδύναμο να μου αντισταθεί τον τσακίζω στους φόρους και παίρνω όσα μου λείπουν. Πάντα πορευθήκαμε με αναλαμπές και πάντα αναζητούσαμε τους σωτήρες στο πρόσωπο ενός πεφωτισμένου ηγέτη τον οποίο όμως φθονούσαμε και προσπαθούσαμε με κάθε τρόπο να κάνουμε στην άκρη. Ηγέτες όπως ο Καποδίστριας, ο Τρικούπης και ο Βενιζέλος πολεμήθηκαν αδυσώπητα από την αδράνεια ενός συστήματος που δεν έχει μάθει να εξελίσσεται. Αλλά και οι πολίτες, όντας απαίδευτοι (και με το απαίδευτος δεν εννοώ την έλλειψη πτυχίων ή τυπικών γνώσεων, αλλά την έλλειψη κριτικής σκέψης και ορθολογισμού) αποτελούσαν και αποτελούν εύκολο στόχο για τις σειρήνες της δημαγωγίας και του λαϊκισμού. Σε τι αλήθεια διαφέρει ο Δηλιγιάννης του 19ου αιώνα από τους πολιτικούς του σήμερα; Από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους η κρατούσα λογική ήταν ότι όποιος κατόρθωνε να αναρριχηθεί στην εξουσία είχε το δικαίωμα και την υποχρέωση να καρπωθεί οφέλη και να μοιράσει προνόμια στους υποστηρικτές του.

Η επανάσταση που επέφερε ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι ότι έκανε τον κόσμο να πιστέψει ότι πλέον όλοι μπορούσαν να γλύψουν το πιάτο και να προσδοκούν σε ψίχουλα από το φαγοπότι. Πριν από αυτόν, μόνο μια μικρή κάστα μπορούσε να γευθεί τους καρπούς της εξουσίας αλλά ο Ανδρέας τα ανέτρεψε όλα αυτά αυξάνοντας εντυπωσιακά την πίτα. Όμως, αυτή η διεύρυνση δεν έγινε άνευ κόστους: για να εξασφαλίσουν όλοι το μικροεισόδημα τους, τη μικροπαροχή τους, τη μικροδουλεία τους με το δημόσιο, από κάπου έπρεπε να βρεθούν χρήματα. Αυτά προήλθαν με εκτεταμένο δανεισμό και έτσι ουσιαστικά όλη η ελληνική κοινωνία εθίστηκε στη λογική του τρώω σήμερα και πληρώνω αύριο. Όσοι λίγοι απέμειναν να παλεύουν προκειμένου να δημιουργήσουν πλούτο μέσω της παραγωγής έφθασαν να θεωρούνται γραφικοί. Γιατί να δουλέψεις πραγματικά όταν μπορείς να εξασφαλίσεις τον επιούσιο μέσω κάποιας μορφής σχέση με το δημόσιο;

Κάπως έτσι περνούσε ο καιρός με την ελληνική κοινωνία βυθισμένη σε μια μακαριότητα, πιστεύοντας ότι τα πράγματα πάντα έτσι θα είναι χωρίς καμιά αλλαγή. Οι ελάχιστες φωνές ορθολογισμού που έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου παραμερίζονταν ως ενοχλητικές. Οι περισσότεροι άλλαζαν πλευρό και συνέχιζαν τον ύπνο τους. Και έτσι, σίγα σιγά, χωρίς να το καταλάβουμε ή να προβάλουμε αντίσταση, διαλύθηκαν τα σχολεία και τα πανεπιστήμια μας, διαλύθηκε ο παραγωγικός ιστός και κάθε έννοια συνοχής του συνόλου. Ο καθένας έκανε ότι ήθελε για το προσωπικό και μόνο συμφέρον του αγνοώντας οποιαδήποτε συνέπεια των πράξεων του εις βάρος του συνόλου. Η έννοια της αριστείας, δηλαδή η ηθική και υλική επιβράβευση του καλύτερου, έννοια απαραίτητη για την πρόοδο της κοινωνίας, ποδοπατήθηκε από τη μετριοκρατία της μάζας που δεν ήθελε να εκτεθεί η δική της ημιμάθεια ή χειρότερα, να διακοπεί το σιτηρέσιο από το κοινό ταμείο.

Υπήρξε λοιπόν ανέκαθεν ένα άτυπο κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ των πολιτών και των ηγετών: οι ηγέτες θα ανέχονται και θα ικανοποιούν την μικροπαρανομία των πολλών προκειμένου αυτοί να ανέχονται τις συμπεριφορές και το φαγοπότι των μεγάλων. Όταν όμως η οικονομική κρίση σάρωσε αυτό το οικονομικό μοντέλο πυραμίδας που είχε στηθεί, οι πολίτες δεν διέθεταν το ορθολογικό υπόβαθρο για να αναζητήσουν την πραγματική αιτία των πραγμάτων. Στην αρχή σάστισαν και μετά αντέδρασαν πριμοδοτώντας τη δημαγωγική φωνή αυτών που του υποσχέθηκαν ασφάλεια, αδράνεια και προστασία της μικροιδιοκτησίας τους. Αντέδρασαν έτσι γιατί ο ημιμαθής ή απαίδευτος πολίτης ξεχνάει γρήγορα και τα μαθήματα του μεσοπολέμου, της κατάρρευσης του ανατολικού μπλοκ ή ακόμη και αυτά της δικής μας νεοελληνικής ιστορίας που μοιάζουν πλέον μακρινά. Ο Αδόλφος Χίτλερ εκμεταλλεύτηκε το πληγωμένο γόητρο του γερμανικού λαού σε συνδυασμό με τη δεισλυτουργικότητα του τότε πολιτικού συστήματος. Ο αντισημιτισμός προστέθηκε ως δημαγωγικό καρύκευμα ή ως ιδεολογική συγκολλητική ουσία ενός ανερμάτιστου προγραμματικού λόγου. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Χίτλερ επεδίωκε με κάθε τρόπο τη φυγή από τα προβλήματα μέσω ενός πολεμικού επεισοδίου.    

Η χρυσή αυγή λοιπόν δεν πράττει κάτι το διαφορετικό: έχουμε ένα σύστημα εξουσίας που έχει χρεοκοπήσει και μια ηγεσία ανίκανη να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Ο αντισημιτισμός έχει αντικατασταθεί από το μένος εναντίον των μεταναστών προσφέροντας ουσιαστικά στους πολίτες αυτό που το ίδιο το κράτος, μέσα στην αποσύνθεση του, αδυνατεί να προσφέρει. Το πληγωμένο γόητρο ανέκαθεν υπήρχε στο νεοελληνικό κράτος από την εποχή ακόμα της Μεγάλης Ιδέας. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι προσφέρει ψευδώς το αίσθημα της ασφάλειας στον πολίτη τόσο σε πρακτικό επίπεδο (λαθρομετανάστες) όσο και σε ψυχολογικό: εγώ ο μικρός και ταπεινός ψηφίζω ανώνυμα ένα αντισυστημικό κόμμα το οποίο το σύστημα το φοβάται. Και έτσι αυτή η ψευδαίσθηση εξουσίας (ή μικροεξουσίας) προστίθεται μέσα σε όλα τα άλλα πράγματα που ο πολίτης εξυψώνει στο αξιακό του σύστημα, δηλαδή το σπίτι του, το αυτοκίνητο του, το αυθαίρετο εξοχικό του (μικροιδιοκτησία), την μικροπαρανομία του, την αργομισθία του, τη φοροδιαφυγή του και τόσα άλλα πράγματα που, ενώ βλάπτουν λίγο ή πολύ το σύνολο, εμάς μας φαίνονται φυσιολογικά.

Εν κατακλείδι, το πρόβλημα της Ελλάδας είναι διαχρονικό και πηγάζει από δύο κύριες αιτίες: η πρώτη έχει να κάνει από το γεγονός ότι δεν λειτουργούμε ως σύνολο, αλλά ως άτομα. Ακόμα και όποτε λειτουργήσαμε ως σύνολο ακολούθησε αυτοκαταστροφική εμφυλιακή πορεία. Η δεύτερη αιτία είναι ότι ουδέποτε υιοθετήσαμε ως σύνολο ένα ρεαλιστικό σχέδιο ή μια μακρόπνοη στρατηγική σε βάθος χρόνου. Πάντα λειτουργούμε πυροσβεστικά και κατόπιν εορτής και ποτέ ως προϊόν πρωθύστερου σχεδιασμού. Το κράτος της Ελλάδας είναι σήμερα 193 ετών. Που θέλουμε να βρίσκεται σε τριάντα ή πενήντα χρόνια από σήμερα; Πως σχεδιάζουμε να βελτιωθούμε ως σύνολο σε βάθος χρόνου; Ποιοι είναι οι στόχοι που θέτουμε και πως θα τους επιτύχουμε; Ποιες είναι οι προκλήσεις του μέλλοντος και ποιο το διεθνές περιβάλλον εντός του οποίου διαβιούμε; Τι πραγματικά έχει αλλάξει από το 1821 μέχρι σήμερα; Τα τσαρούχια μας που είναι πλέον παπούτσια και οι φουστανέλες που έγιναν παντελόνια; Αυτή είναι η πρόοδος; Ή μήπως οι συμπεριφορές μας ανακυκλώνονται ξανά και ξανά και αντιμετωπίζουμε συνεχώς τα ίδια δεινά υπό διαφορετικές περιστάσεις;


Τα νούμερα κάποια στιγμή θα ευημερήσουν. Δεν έχει σημασία αν θα είναι φέτος ή του χρόνου ή όποτε. Το ερώτημα είναι, μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι ως κοινωνία, να λειτουργήσουμε ως σύνολο και να διδαχθούμε από τα παθήματα μας. Αν ναι, τότε θα έχουμε κερδίσει κάτι από αυτήν την ιστορική στιγμή. Αν όχι, τότε αυτά που συζητούμε σήμερα απλά θα ανακυκλώνονται στο μέλλον με διαφορετικό περιτύλιγμα.  

4 Μαρ 2014

Το Ουκρανικό Ζήτημα

Με αφορμή τα γεγονότα των τελευταίων ημερών στην περιοχή της Ουκρανίας, θα επιχειρήσω μια ανάλυση των γεγονότων εκεί. Πολύ συχνά στην Ελλάδα αρεσκόμαστε σε ρηχές ή μονοσήμαντες αναλύσεις, όπως για παράδειγμα ότι η Ρωσία επενέβη για τους αγωγούς του φυσικού αερίου, ή για τις αεροναυτικές βάσεις της Κριμαίας. Στις διεθνείς σχέσεις μερικά από τα πρώτα ερωτήματα που πρέπει να απαντήσει κανείς είναι το ποίοι, που, πως πότε, γιατί. Δηλαδή, ποιοι είναι οι εμπλεκόμενοι, σε πιο γεωγραφικό χώρο, πως εμπλέκονται, πότε ξεκίνησε ιστορικά η εμπλοκή και το κυριότερο, γιατί. Ποιος κερδίζει και ποια τα κίνητρα του. Αρεσκόμαστε συχνά να καταφεύγουμε σε επιφανειακές αναλύσεις, ότι δηλαδή οι επεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων γίνονται αποκλειστικά για τις πρώτες ύλες, ή για εδαφικά οφέλη. Παρότι αυτοί οι παράγοντες είναι σίγουρα σημαντικοί παράμετροι ισχύος, εν τούτοις δεν αποτελούν παρά μια μόνο πτυχή πολυσύνθετων προβλημάτων. Θα έπρεπε να είμαστε ευτυχείς εάν η φύση των προβλημάτων μεταξύ των κρατών ήταν τόσο απλοί στην ανάλυση τους.

Θα ξεκινήσουμε λοιπόν με μια σύντομη ιστορική αναδρομή του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου της Ουκρανίας. Η Ουκρανία και η περιοχή του Κιέβου ειδικότερα, θεωρούνται κοιτίδες του ρωσικού πολιτισμού. Η περιοχή επικοίστηκε μαζικά στα τέλη του 9ου αιώνα από Σκανδιναβούς δεύτερης γενιάς, προερχόμενους αρχικά από τη Σουηδία μέσω βόρειας Βαλτικής (Varangians, ή Βαράγκοι στα ελληνικά). Η λέξη «βαράγγοι» δεν είναι άγνωστη στον ελλαδικό χώρο, αφού από την εποχή του Βασιλείου Β΄ (976 – 1025) αποτελούσαν την επίλεκτη αυτοκρατορική φρουρά του Βυζαντίου. Ήταν ο ίδιος αυτοκράτορας ο οποίος πρωτοστάτησε στον εκχριστιανισμό των «Ρως» δίνοντας την αδερφή του ως νύφη του τοπικού ηγεμόνα ως αντάλλαγμα. Το βασίλειο του Κιέβου θα γνωρίσει μεγάλη ακμή κατά τον 11ο αιώνα μ.Χ. φθάνοντας να επηρεάζει έναν γεωγραφικό χώρο από τη βόρεια βαλτική έως τις όχθες της Μαύρης Θάλασσας. Χρησιμοποιώντας τους μεγάλους ποταμούς της περιοχής καθώς και ελαφριά πλοιάρια, οι «Ρως» μπορούσαν να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις με μεγάλη ταχύτητα. Αργότερα, τοπικοί άρχοντες θα περιορίσουν την κεντρική βασιλική εξουσία οδηγώντας το βασίλειο σε παρακμή. Η Μογγολική επέλαση του 13ου αιώνα θα δώσει τη χαριστική βολή, ισοπεδώνοντας οποιαδήποτε κεντρική εξουσία είχε απομείνει. Ένα από τα εμπορικά οχυρά που είχε δημιουργηθεί στις όχθες του ποταμού Moskva, μπόρεσε να αποτινάξει το Μογγολικό ζυγό και σταδιακά να αποτελέσει τον πυρήνα αυτού που σήμερα ονομάζουμε Ρωσία. Η γεωγραφική περιοχή της σημερινής Ουκρανίας γνώρισε αρκετούς ξένους κατακτητές κατά το πέρασμα των χρόνων. Πολωνοί, Λιθουανοί και Μογγολικά/Ταταρικά διάδοχα κράτη μοιράστηκαν την περιοχή για να αντικατασταθούν αργότερα από τους Οθωμανούς στο νότο, τους Ρώσους βόρεια και ανατολικά και τους Πολωνούς στο δυτικό κομμάτι. Η κατανομή αυτή εξηγεί και τη θρησκευτική διαίρεση της σημερινής Ουκρανίας, με τους ορθόδοξους ρωσόφωνους να βρίσκονται στα ανατολικά και νότια, τους μουσουλμάνους Τατάρους να βρίσκονται στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας και τους καθολικούς – ουνίτες να βρίσκονται στα δυτικά. Κατά τον 18ο αιώνα, η Ρωσία θα εκδιώξει εντελώς τους Οθωμανούς από τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, ενώ ένα δυτικό κομμάτι στην περιοχή της Γαλικίας θα περάσει στα χέρια της Αυστρίας. Το σημερινό Lvov ονομαζόταν τότε Lemberg και αποτελούσε σημαντικότατη πόλη της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας με σημαντικό γερμανόφωνο πληθυσμό.

Το 1918, η Ρωσία θα εξέλθει του πρώτου παγκοσμίου πολέμου υπογράφοντας με τη Γερμανία την ταπεινωτική συνθήκη του BrestLitovsk. Μια από της παραμέτρους της συνθήκης ήταν η αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας ως χώρα δορυφόρος της Γερμανίας. Αργότερα, οι δυτικοί ουκρανοί θα πολεμήσουν τον κόκκινο στρατό και θα αποτελέσουν τη βάση για τους λεγόμενους λευκούς αντεπαναστάτες. Στον ίδιο γεωγραφικό χώρο θα αποστείλει ο Ελευθέριος Βενιζέλος το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα το 1919, προσδοκώντας σε μελλοντικά ανταλλάγματα από τους Συμμάχους κατά την υπογραφή των συνθηκών ειρήνης. Τα ξένα εκστρατευτικά σώματα γρήγορα αποσύρθηκαν, οι λευκοί κατέρρευσαν υπό το βάρος της πολυαρχίας και της διάσπασης τους και οι κόκκινοι επικράτησαν εύκολα, ανακαταλαμβάνοντας την περιοχή. Η «προδοσία» των ουκρανών όμως, δηλαδή η στήριξη των γερμανών και κατόπιν των λευκών, ουδέποτε ξεχάστηκε. Το 1921, όλη σχεδόν η περιοχή της σημερινής Ουκρανίας θα περάσει υπό σοβιετικό έλεγχο με ένα μικρό κομμάτι δυτικά να περνάει στην Πολωνία. Ο εμφύλιος πόλεμος που προηγήθηκε υπήρξε σκληρότατος με 1,5 εκατομμύριο νεκρούς και με πλήρη λεηλασία και καταστροφή της γεωργικής παραγωγής της Ουκρανίας οδηγώντας τελικά στο λοιμό του 1921. Στη διάρκεια του μεσοπολέμου η βίαιη ανακατανομή – αρπαγή γεωργικών προϊόντων από τους σοβιετικούς θα οδηγήσει την περιοχή ξανά σε λοιμό (1931 – 1934) με υπολογιζόμενα θύματα να είναι αρκετά εκατομμύρια (Σοβιετικές πηγές μιλάνε για νούμερα πέριξ των δέκα εκατομμυρίων σε Ουκρανία και Καζακστάν μαζί). Κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οι γερμανοί θα επαναλάβουν το ίδιο ακριβώς τέχνασμα κηρύσσοντας την «ανεξαρτησία» της Ουκρανίας, προσδοκώντας στη χρησιμοποίηση των ουκρανών ενάντια στον νυν υπέρ πάντων αγώνα κατά των Ρώσων. Τόσο οι δυτικοί ουκρανοί, όσο και οι μουσουλμάνοι Τάταροι θα συμμαχήσουν πρόθυμα με τους γερμανούς εισβολείς, εξ’ ου και ο χαρακτηρισμός «νεοναζιστές» που αποδίδει, όχι τυχαία, το ρωσικό υπουργείο εξωτερικών στο νέο κυβερνητικό σχήμα στο Κίεβο. Ο Στάλιν δεν θα ξεχάσει την προδοσία και θα εκριζώσει ολόκληρο τον Ταταρικό πληθυσμό, μεταφέροντας τον στα βάθη της Σιβηρίας. Το 1954, ο Νικήτα Χρουστσόφ, ουκρανός στην καταγωγή θα διαδεχθεί τον Στάλιν στην ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης. Προσπαθώντας να εξομαλύνει τη σχέση μεταξύ των δύο σοβιετικών δημοκρατιών, ο Χρουστσόφ χαρίζει την ρωσόφονη Κριμαία στη σοβιετική δημοκρατία της Ουκρανίας καθορίζοντας εν τέλει τα σημερινά της σύνορα. Η μεταπολεμική σοβιετική ανάπτυξη βασίστηκε στον κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό και την εξειδίκευση κάθε δημοκρατίας σε μερικούς τομείς. Έτσι, η Ουκρανία μετατράπηκε στο σιτοβολώνα της Σοβιετικής Ένωσης ενώ εισήγαγε ενέργεια (φυσικό αέριο, πετρέλαιο και ηλεκτρισμό) από τη Ρωσία. Ο σχεδιασμός αυτός δεν ήταν τυχαίος, αλλά επιδίωκε να δημιουργήσει τη μέγιστη δυνατή αλληλεξάρτηση μεταξύ των δημοκρατιών.

Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης οδήγησε στην ανεξαρτησία της Ουκρανίας το 1991. Η Ουκρανία όμως, υπήρξε εξ’ αρχής ένα βαθιά προβληματικό κράτος με μεγάλη εξάρτηση από τη Ρωσία τόσο στις εξαγωγές όσο και στις εισαγωγές της. Η συμβιωτική σχέση μεταξύ των δύο κρατών υπήρξε προβληματική από την αρχή. Οι κύριοι ρωσικοί αγωγοί εξαγωγής φυσικού αερίου περνούν από ουκρανικό έδαφος πράγμα που έδινε (πλέον σε μικρότερο βαθμό) ένα διαπραγματευτικό χαρτί στους ουκρανούς. Από την άλλη, η Ουκρανία ήταν και είναι σε απόλυτο βαθμό εξαρτημένη από την εισαγωγή φυσικού αερίου από τη Ρωσία ύψους 1 δις δολαρίων το μήνα. Ένα άλλο σημείο τριβής είναι η χερσόνησος της Κριμαίας. Ιστορικά η περιοχή χρησιμοποιήθηκε ως βάση του ρωσικού στόλου της Μαύρης Θάλασσας. Μετά την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, τα δύο κράτη συμφώνησαν να υπενοικιάζει η Ρωσία τις εκεί ναυτικές βάσεις, σε μια περιοχή όμως που η Ρωσία ανέκαθεν θεωρούσε εθνικό της έδαφος.

Η Ουκρανία ως κράτος αντιμετωπίζει έντονες φυγόκεντρες τάσεις. Η χώρα χωρίζεται τόσο γεωγραφικά όσο και θρησκευτικά και εθνοτικά σε δύο κομμάτια. Χονδρικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο άξονας διαχωρισμού εντοπίζεται στις όχθες του ποταμού Δνειπέρου ο οποίος χωρίζει τη χώρα σε ανατολικό και δυτικό κομμάτι. Το ανατολικό τμήμα και τα παράλια εμπεριέχουν σημαντικούς αριθμούς ρωσόφονων ορθόδοξων (η απογραφή του 2001 δίνει μια κατανομή 70% όσων ομιλούν ουκρανικά και 30% όσων ομιλούν τη ρωσική σε όλη την επικράτεια) και είναι περιοχές πλούσιες σε φυσικούς πόρους. Το δυτικό κομμάτι αποτελείται από σλαβόφωνους καθολικούς και ουνίτες και διαθέτει φτωχότερους πόρους. Το ανατολικό τμήμα πάντοτε είχε και επιζητούσε στενότερες σχέσεις με τη Ρωσία, τόσο πολιτισμικά όσο και εμπορικά ενώ το δυτικό τμήμα έχει περισσότερο κεντροευρωπαϊκό προσανατολισμό. Εάν στο μείγμα αυτό προσθέσουμε χρόνια κακοδιαχείριση, εκτεταμένη διαφθορά και νεποτισμό, αλλά και ασταθείς δημοκρατικούς θεσμούς, τότε εύκολα μπορούμε να καταλήξουμε στη σημερινή εκρηκτική κατάσταση.

Η Ρωσία έχει αποφασίσει να επέμβει στην περιοχή διότι θεωρεί ότι αντιμετωπίζει μείζον ζήτημα ασφάλειας. Η Ρωσία δεν θεωρώ ότι ενδιαφέρεται άμεσα για τον εδαφικό τεμαχισμό της Ουκρανίας με εξαίρεση ίσως, τη χερσόνησο της Κριμαίας. Η Ουκρανία της είναι χρήσιμη ως κράτος δορυφόρος και ανάχωμα στη δυτική επιρροή. Η Ρωσία θεωρεί και ως ένα βαθμό είναι αλήθεια, ότι οι δυτικοί αναμείχθηκαν στα εσωτερικά της Ουκρανίας προκαλώντας την πτώση ενός φιλορωσικού καθεστώτος. Η απόσπαση της Ουκρανίας από τη ρωσική σφαίρα επιρροής δημιουργεί δίλλημα ασφάλειας στη Ρωσία. Εάν επιτρέψει μια τέτοια εξέλιξη, τότε η Ουκρανία θα ενταχθεί στις δυτικές συλλογικές δομές ασφάλειας πράγμα που η Μόσχα το θεωρεί κόκκινη γραμμή. Η δυνητική εγκατάσταση αντιβαλλιστικών και άλλων οπλικών συστημάτων στην ουκρανική επικράτεια ακυρώνει στην πράξη την πυρηνική ισορροπία του τρόμου μεταξύ Ρωσίας και Η.Π.Α. η οποία βασίζεται στην βέβαιη αμοιβαία καταστροφή (M.A.D. = Mutually Assured Destruction) εφόσον ένας από τους δύο παίκτες κάνει επιθετική χρήση πυρηνικών όπλων. Όταν ο ένας παίκτης διαθέτει αμυντικό σύστημα ενάντια στη βέβαιη καταστροφή, τότε η πυρηνική αποτροπή χάνει το νόημα της με αποτέλεσμα να υπάρχει εξαιρετικά αυξημένη συστημική αστάθεια. Γενικότερα όμως, η ύπαρξη διάμεσων κρατών δορυφόρων (buffer states) όπως η Λευκορωσία, η Αρμενία και το Καζακστάν είναι εξαιρετικά χρήσιμη για τη Ρωσία τόσο σε θέματα ασφάλειας και σκληρής ισχύος όσο και σε θέματα ήπιας ισχύος. Η επιχειρούμενη απόσχιση ζωτικού χώρου της Μόσχας είναι φυσικό να ενεργοποιήσει μηχανισμούς αντίδρασης. Το συντελούμενο παίγνιο ισχύος είναι επομένως αρκετά σύνθετο όσο και συνηθισμένο μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Τα όσα ακούγονται περί διεθνούς δικαίου, διεθνών συνθηκών και δημοκρατίας είναι απλά οι προσπάθειες και των δύο πλευρών προκειμένου να επιτύχουν εσωτερική και εξωτερική νομιμοποίηση ως προς τις ενέργειές τους. Δεν είναι δυνατόν κάποιος να λάβει σοβαρά υπόψη του τα λεγόμενα των αμερικανών περί δημοκρατίας ή μονομερών επεμβάσεων όταν μόλις πριν λίγους μήνες στήριξαν τη στρατιωτική δικτατορία στην Αίγυπτο. Ούτε όμως και οι Ρώσοι νομιμοποιούνται να ομιλούν περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων όταν στην περίπτωση της Συρίας πρακτικά στηρίζουν έναν δικτάτορα. Υπάρχει μια σύγκρουση συμφερόντων στην περιοχή η οποία υποδαυλίζεται από το φόβο της Ρωσίας ως προς τις δυτικές προθέσεις και την καχυποψία της για τα σχέδια τους. Η ύπαρξη, πρόσφατου σχετικά, αρνητικού παρελθόντος όπως περιέγραψα παραπάνω, φορτίζει αρνητικά ένα ήδη βεβαρυμμένο κλίμα. 

Η κατάσταση δε διαφέρει ιδιαίτερα ως προς τη φύση της σε σχέση με την πυραυλική κρίση της Κούβας το 1962. Εκεί, οι σοβιετικοί εισήλθαν βίαια σε ζωτικό αμερικανικό χώρο υποστηρίζοντας τον, κομμουνιστή από ανάγκη, Κάστρο και εγκαθιστώντας επιθετικούς βαλλιστικούς πυραύλους. Οι δύο δυνάμεις έφθασαν πολύ κοντά στην πυρηνική ανταλλαγή για να κάνει πίσω τελικά ο Χρουστσόφ αποσύροντας τους πυραύλους. Λογικά, ήδη υπάρχουν παρασκηνιακές συνεννοήσεις μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας ως προς αυτό το σκοπό. Η Ρωσία θα σταματήσει να υποδαυλίζει περεταίρω αποσχιστικές τάσεις στην ανατολική Ουκρανία με αντάλλαγμα τη σιωπηρή υπόσχεση των δυτικών να μην εντάξουν την Ουκρανία σε κάποιο συλλογικό σύστημα ασφάλειας (ΝΑΤΟ) ή οικονομίας (ΕΕ). Η Κριμαία ίσως να αποσχιστεί κατά τα πρότυπα της Απχαζίας και να αποτελέσει μια ανεξάρτητη δημοκρατία που μόνο η Ρωσία αναγνωρίζει την υπόσταση της. Η Δύση δε φάνηκε να διδάχθηκε από τα γεγονότα στη Γεωργία το 2008 και επιχείρησε το ίδιο τέχνασμα στην Ουκρανία, εν μέσω μάλιστα Ολυμπιακών Αγώνων στη Ρωσία, γεγονός το οποίο έριξε περεταίρω λάδι στη φωτιά. Σε αντίθεση με τη Γεωργία όμως, εδώ το τίμημα είναι σημαντικά υψηλότερο, για αυτό και η φαινομενικά τόσο επιθετική στάση της Ρωσίας. Σε σχέση με την τωρινή κρίση ευελπιστώ ότι ψυχραιμότερες απόψεις εκατέρωθεν θα επικρατήσουν και θα βρεθεί μια λύση μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας περίπου όπως περιγράφηκε παραπάνω. Το κλειδί στην επίλυση βρίσκεται ακριβώς εκεί: στη συχνή ανταλλαγή πληροφοριών και απόψεων προκειμένου να παρθούν οι βέλτιστες αποφάσεις. Εκτιμώ ότι οδεύοντας προς ένα πολυπολικό παγκόσμιο σύστημα τέτοιες κρίσεις θα είναι ολοένα και συχνότερες μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.  

23 Ιαν 2014

Το τέλος μιας εποχής;

Φανταστείτε μια χώρα με τα εξής χαρακτηριστικά: ο λαϊκισμός και η δημαγωγία είναι στην ημερήσια διάταξη. Η οικογενειοκρατία, ο νεποτισμός, η ευνοιοκρατία και η προαγωγή μετρίων, μια καθημερινότητα. Η εκλογική διαδικασία αποτελεί κατά βάση ένα προπέτασμα εικονικής πραγματικότητας, όπου ομάδες ψηφοφόρων εξαγοράζονται με κρατικά χρήματα. Η οικονομία αντιμετωπίζει έντονα προβλήματα παραγωγικής και τεχνολογικής υστέρησης αλλά δεν αναλαμβάνεται κάποια πρωτοβουλία αλλαγών εξ’ αιτίας της μεγάλης πολιτικής ισχύος διαφόρων συντεχνιών. Η ανώτατη δικαστική και στρατιωτική ηγεσία είναι αδιάφορη διότι η εξέλιξη της εξαρτάται από την αρχαιότητα και την εύνοια της πολιτικής ηγεσίας χωρίς να αναζητείται κάποια ξεχωριστή ικανότητα. Η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου παρακολουθεί με απάθεια το θέαμα, βολεμένη στα ψίχουλα και θαμπωμένη από τα θεάματα. Όταν τα πράγματα ζορίζουν στο εσωτερικό η ηγεσία επιχειρεί να εξάγει ή να επιρρίψει το πρόβλημα σε εξωγενείς παράγοντες. Η χώρα θεωρείται ότι διαθέτει επαρκή ασφάλεια λόγω του επαγγελματικού στρατού που διαθέτει, αλλά οι επαγγελματίες οπλίτες είναι στην πλειονότητα τους ράθυμοι και ακατάλληλοι για υπηρεσία. Οι υπόλοιποι πολίτες αποφεύγουν να υπηρετήσουν στον εθνικό στρατό προφασιζόμενοι διάφορα τερτίπια. Το δημόσιο έχει έναν ειδικό λογαριασμό όπου συγκεντρώνονται τα χρήματα όσων εξαγοράζουν τη θητεία τους, αλλά αυτός ο λογαριασμός αποτελεί δεξαμενή άντλησης χρημάτων για τα δώρα που κάνει η πολιτική ηγεσία προς ημέτερους. Ελάχιστοι αξιωματικοί και πολιτικοί ηγέτες αντιλαμβάνονται τα ανησυχητικά σύννεφα στον ορίζοντα αλλά είναι τέτοια η αδράνεια και η ραστώνη του συστήματος που ουδείς ενδιαφέρεται να ακούσει τις όποιες κραυγές αγωνίας. Η στρατηγική του κράτους είναι ανύπαρκτη και οι αποφάσεις συνήθως καιροσκοπικές και βασισμένες σε λανθασμένα ή φανταστικά δεδομένα. Το τέλος πλησιάζει και η πολιτική ηγεσία επιχειρεί φυγή από τα προβλήματα μέσω μιας πολεμικής περιπέτειας. Το αποτέλεσμα φυσικά καταστροφικό.

Σε μια άλλη γειτονική χώρα τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Οι ηγέτες ενδιαφέρονται πραγματικά για την ευημερία του συνόλου και οι αποφάσεις τους διαπνέονται από ρεαλισμό και ορθολογική σκέψη. Υπάρχουν ρεαλιστικοί πολιτικοί στόχοι βασισμένοι σε πραγματικά δεδομένα και χαραγμένη στρατηγική προκειμένου αυτοί να υλοποιηθούν. Το σύστημα βασίζεται στην αξιοκρατία και αναζητά τους άριστους προκειμένου να υλοποιηθεί η κρατική πολιτική. Τα συντεχνιακά συμφέροντα παραμερίζονται μπροστά στο γενικό καλό. Υπάρχει προγραμματισμός σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνίας μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια, ταυτόχρονα όμως δίδεται μεγάλη ελευθερία στο άτομο στο πως θα υλοποιήσει τους στόχους του. Η ηγεσία θέτει τους στόχους και οι υφιστάμενοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν την εφευρετικότητα τους κατά το δοκούν για την υλοποίηση τους. Ο στρατός αποτελείται από κληρωτούς οι οποίοι με μεγάλη προθυμία υπηρετούν τη θητεία τους για το συμφέρον του συνόλου. Οι αξιωματικοί είναι όλοι επαγγελματίες και προάγονται βάσει αξιολόγησης και επιδόσεων. Μόνο οι καλύτεροι υπηρετούν σε κρίσιμες επιτελικές θέσεις. Το εκπαιδευτικό επίπεδο του πληθυσμού είναι πολύ υψηλό και άνω του μέσου όρου, ενώ δίνεται μεγάλη έμφαση στη διαρκή εκπαίδευση και εμβάθυνση της γνώσης. Η τεχνολογική καινοτομία αποτελεί την αιχμή του δόρατος της κρατικής πολιτικής και προωθείται με κάθε ευκαιρία. Η πολιτική ηγεσία έχει την προσοχή της στραμμένη στην αύξηση της ισχύος της κρατικής οντότητας και όταν αντιλαμβάνεται τα προβλήματα της γειτονικής χώρας με μαεστρία την ωθεί σε στρατιωτική περιπέτεια. Το αποτέλεσμα είναι μια σαρωτική νίκη υπέρ της. Μάλιστα η νίκη της είναι τόσο εντυπωσιακή που το αποτέλεσμα της προκαλεί το θαυμασμό, φόβο και δέος των άλλων κρατών της περιοχής. Οι χώρες του παραδείγματος μας; Η Γαλλία και η Πρωσία την εποχή της δεύτερης γαλλικής αυτοκρατορίας (1852 – 1870).


Πρόσφατα ολοκλήρωσα την ανάγνωση ενός βιβλίου (The Franco-Prussian War: The German Conquest of France in 1870-1871) του Geoffrey Wawro 
http://www.amazon.com/Franco-Prussian-War-German-Conquest-1870-1871/dp/052161743X/ref=la_B001IXUE7M_1_2?s=books&ie=UTF8&qid=1390463894&sr=1-2 .
Καθώς διάβαζα για το ιστορικό υπόβαθρο του πολέμου και την περιγραφή των δύο κρατών πριν από τον πόλεμο, μου έκανε μεγάλη εντύπωση η ομοιότητα κάποιων καταστάσεων που περιγράφονταν στην αυτοκρατορική Γαλλία με την μεταπολιτευτική (και όχι μόνο) Ελληνική πραγματικότητα. Σε αντίθεση με τη Γαλλία έχουμε τη μεθοδικότητα της Πρωσίας του Μπίσμαρκ όπου ο στόχος (ενοποίηση της Γερμανίας) έχει τεθεί από τις αρχές του 1850 και υπηρετείται συνεχώς μέσω μακροπρόθεσμης στρατηγικής για να ευοδωθεί τελικά το 1871 με την ίδρυση της Γερμανικής αυτοκρατορίας. Από τη μια έχουμε τον τυχοδιωκτισμό και τον φτηνό λαϊκισμό του Ναπολέοντα ΙΙΙ και από την άλλη τον ορθολογισμό και την «ρεαλπολιτίκ» του Μπίσμαρκ. 
 
Η σύγκριση με την Ελλάδα του σήμερα μόνο απογοήτευση μπορεί να φέρει. Η πλήρης απουσία στρατηγικής και ο πολιτικός καιροσκοπισμός της ηγεσίας είναι εμφανής σε κάθε πτυχή της άσκησης εξουσίας. Η πυροσβεστική αντιμετώπιση προβλημάτων και η ρίψη του αναθέματος επί εξωγενών παραγόντων βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Οι όποιες αλλαγές συντελούνται υπό την πίεση των δανειστών μας, ενώ αυτοί που καλούνται να τις υπηρετήσουν δεν πιστεύουν σε αυτές. Η μετριοκρατία εξακολουθεί να βασιλεύει ωθώντας όλο και περισσότερους συμπατριώτες μας στη μετανάστευση. Στην ερώτηση, που θέλουμε να βρίσκεται η Ελλάδα σε 20 με 30 χρόνια από τώρα και πως θα επιτύχουμε τους στόχους μας, δεν υπάρχει απάντηση. Το πιο πιθανό είναι κάποιος να εισπράξει ένα ελαφρύ μειδίαμα σε συνδυασμό με το αφοπλιστικό «μέχρι τότε ποιός ζει, ποιός πεθαίνει». Η απάθεια που κυριαρχεί προσομοιάζει τους κατοίκους της Πομπηίας κατά την έκρηξη του Βεζουβίου.
 
Η Γαλλία, μετά τη λήξη του πολέμου εξήγαγε σε γενικές γραμμές τα σωστά συμπεράσματα και προχώρησε σε σαρωτικές αλλαγές οι οποίες μερικώς οδήγησαν στην αποκατάσταση της εθνικής ισχύος. Στην Ελλάδα, βρισκόμαστε στον έκτο χρόνο μιας σαρωτικής οικονομικής κρίσης και η πολιτική ηγεσία της χώρας δίνει καθημερινά μάχες οπισθοφυλακής για τη διατήρηση μιας ουτοπίας. Οι αποφάσεις λαμβάνονται σπασμωδικά, πυροσβεστικά και χωρίς καμιά μακροχρόνια στρατηγική ή εθνικό σχέδιο. Ο πληθυσμός έχει απολέσει την εμπιστοσύνη του στους θεσμούς και την ηγεσία και αυτό έχει έντονα διαβρωτικές συνέπειες στην όποια αποτελεσματικότητα της πολιτικής. Οι μισοί και παραπάνω πολίτες επί τυχαίου δείγματος δηλώνουν ότι αν μπορούσαν θα αποχωρούσαν από τη χώρα. 
http://kaparesearch.com/index.php?option=com_k2&view=item&task=download&id=35_8c2cb843c8f3130cc0b246be89f65efc&Itemid=137&lang=el . 
Είναι ευθύνη της ηγεσίας να θέτει τους στόχους και να χαράσσει την στρατηγική υλοποίησης. Είναι ευθύνη των πολιτών να συντάσσονται με το σύνολο για την υλοποίηση των εθνικών στόχων. Όταν διαταράσσεται αυτή η ισορροπία, όταν η ηγεσία υποκύπτει στον εύκολο δρόμο της δημαγωγίας, όταν οι πολίτες ανταλλάσουν την ψήφο τους έναντι ευτελών και εφήμερων ανταλλαγμάτων, τότε η ηγεσία θα είναι πάντα κατώτερη των περιστάσεων. Όμως ακριβώς επειδή αυτή η ηγεσία εκλέγεται μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, αποτελεί τον καθρέπτη της κοινωνίας των πολιτών και όσων αυτοί επιζητούν.