8 Νοε 2017

Η Άνοδος και η Πτώση των Κοινωνιών

Αναρωτιέμαι συχνά τι μπορεί να σκέπτεται ένας ηγέτης εναντίον του οποίου έχει ασκηθεί δολοφονική επίθεση. Μήπως να μονολογεί ότι «εγώ τουλάχιστον έκανα το χρέος μου;» Μήπως να σκέφτεται «αυτό είναι το ευχαριστώ;» Άραγε τι να σκεφτόταν ο Λουκάς Παπαδήμος όταν ήταν στο νοσοκομείο; «Ευτυχώς που τι γλύτωσα;» Η μήπως, «μα πόσο βλάκας ήμουν που μπλέχτηκα με τα πίτουρα;» Ο Καποδίστριας πριν από αυτόν τι να σκεπτόταν άραγε; Ο Βενιζέλος δύο φορές τι να σκέφτηκε; Ο Κολοκοτρώνης όταν δικαζόταν επί εσχάτη προδοσία; Ο Τρικούπης όταν αναφώνησε το «ανθ΄ ημών Γουλίμης»; Ή μήπως όλοι αυτοί να σκέπτονταν «Α ωραία! Τώρα που θα πεθάνω θα ονοματίσουν κάποιον δρόμο/αεροδρόμιο/πανεπιστήμιο στο όνομα μου»; 
Η πρόσφατη δολοφονική απόπειρα κατά του Λουκά Παπαδήμου και κυρίως, η αντιμετώπιση της μέσω blame game και μετάθεσης ευθυνών από το επίσημο κράτος, καταδεικνύει με εκκωφαντικό τρόπο το μέγεθος της παρακμής της ελληνικής κοινωνίας. Να ήταν και η πρώτη φορά που κάτι τέτοιο συνέβη στο διάβα της νεοελληνικής ιστορίας, να το αποδώσει κανείς στο τυχαίο θυμικό ενός τρελού. Δυστυχώς όμως δε θα μπορέσουμε να εξιλεωθούμε πίσω από την ατομική τρέλα ενός περιθωριακού διότι πριν από τον Παπαδήμο προηγήθηκαν ο Καποδίστριας και όλοι όσοι ανέφερα παραπάνω. Άνθρωποι που θυσίασαν τα πάντα για να πιάσουν την καυτή πατάτα και που, πριν οπλιστεί το χέρι των δολοφόνων τους, ηθικών ή πραγματικών, τους είχε λιθοβολήσει η ίδια η κοινωνία με τη στάση της.

Ποια άραγε είναι τα κριτήρια εκείνα μέσα από τα οποία μετριέται η πορεία μιας κοινωνίας μέσα από το ρου της ιστορίας; Πότε μια κοινωνία είναι ενάρετη και πότε τελματωμένη; Πως ένα κράτος, το οποίο αποτελεί τη φυσική συνέχεια μιας κοινωνίας, προοδεύει και επιβιώνει και πότε αφανίζεται για πάντα; Θα εξετάσουμε την Ελλάδα και την ελληνική κοινωνία από διάφορες οπτικές γωνίες για να δούμε εάν πράγματι στα 196 χρόνια επίσημης ύπαρξης του νεοελληνικού κράτους έχει σημειωθεί κάποια πραγματική πρόοδος της ελληνικής κοινωνίας.

Μήπως οι επιτυχίες ενός κράτους και μιας κοινωνίας μετριούνται από το μέγεθος και τη διαχρονική ικανότητα της σκληρής ισχύος τους; Εξετάζοντας τη στρατιωτική ιστορία της Ελλάδος, μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητάς ότι η πιο επιτυχημένη στρατιωτικά περίοδος είναι αυτή των Βαλκανικών Πολέμων όπου, μέσω κατάλληλων διπλωματικών κινήσεων, ενάρετης διακυβέρνησης και προπαρασκευής από το Βενιζέλο, η Ελλάδα έφθασε να διπλασιάσει σε σύντομο χρονικό διάστημα την επικράτεια της. Πως διαχειριστήκαμε εμείς ως κοινωνία αυτή τη σημαντική επιτυχία; Μα με την προσφιλή μας τακτική, δηλαδή με εμφύλιο πόλεμο (Εθνικός Διχασμός, 1916), δολοφονική απόπειρα κατά του Βενιζέλου μόλις έχει διαπραγματευτεί τη μεγαλύτερη διπλωματική επιτυχία στα χρονικά της νεοελληνικής ιστορίας (1920), αποκαθήλωση του Βενιζέλου στις εθνικές εκλογές του 1920 μέσω χρήσης λαϊκίστικου ρεπερτορίου (τι πρωτότυπο για εμάς!) και εν τέλει, κατάληξη με τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922). Α και ξέχασα να προσθέσω, προσφυγή και πάλι στις ικανότητες του Βενιζέλου ως εθνικού μας διαπραγματευτή στη Λοζάνη μήπως και περισώσει κάτι από τα αποκαΐδια.

Αντιλαμβάνεστε ότι θα μπορούσα να συνεχίσω με αρκετά παραδείγματα αλλά δε θα το κάνω. Αντίθετα θα προτιμήσω να σταθώ στο σήμερα. Είναι λοιπόν ευρέως παραδεκτό ότι η στρατιωτική, σκληρή ισχύς ενός κράτους βρίσκεται σε ισχυρή, ανάλογη συνάρτηση με την οικονομική του ισχύ. Εσείς, πόσα χρεοκοπημένα κράτη γνωρίζετε να έχουν διεξάγει επιτυχείς στρατιωτικές επιχειρήσεις μέσα στην πορεία της ανθρώπινης ιστορίας; Ή έστω, πόσα κράτη μπορούν να προβάλλουν σκληρή ισχύ προς προστασία των συμφερόντων τους όντας σε οικονομική αδυναμία; Ο Παναγιώτης Κονδύλης, φιλόσοφος και διανοούμενος με την πραγματική σημασία της λέξης, λοιδορήθηκε και χλευάστηκε από το ελληνικό ακαδημαϊκό κατεστημένο (βραβεύτηκε για το έργο του από τη Γερμανία με τα βραβεία Goethe και Humboldt αλλά δεν «έκανε» για το Καποδιστριακό) αλλά ήταν από τους λίγους που με κρυστάλλινη καθαρότητα προέβλεψε, ανάμεσα στα άλλα, μέχρι κεραίας το στρατηγικό αδιέξοδο και τη μετατροπή της Ελλάδος σε κράτος δορυφόρο. Η Ελλάδα λοιπόν σήμερα, είναι ένα κράτος φόρου υποτελές κατά δύο έννοιες: αφενός είναι υποτελές στους δανειστές της αφού οποιαδήποτε οικονομική απόφαση λάβει πρέπει να χαίρει της έγκρισης τους. Αφετέρου, είναι ένα κράτος δορυφόρος της Τουρκίας αφού άγεται και φέρεται, δηλαδή αντιδρά και δεν δρα σε κινήσεις προβολής της σκληρής ισχύος της. Οι καιροί έχουν αλλάξει και δε χρειάζεται να σκεφτόμαστε με όρους του παρελθόντος όπως μακροχρόνιες συρράξεις, εισβολές και κατακτήσεις εδαφών για να αποδεχτούμε ότι είμαστε υποτελείς. Για την ακρίβεια, δε χρειάζεται να πέσει καν μια τουφεκιά: η απειλή προβολής ισχύος είναι αρκετή για να μας σύρει σε πολιτικές κατευνασμού του ισχυρού.

Μήπως η επιτυχία μιας κοινωνίας και ενός κράτους μετριούνται από την οικονομική ευμάρεια των πολιτών του και της κοινωνίας εν γένει; Όπως περιέγραψα και παραπάνω, είμαστε μια οικονομικά χρεοκοπημένη κοινωνία. Κάτι τέτοιο δεν αποτελεί ντροπή αφού και τα ισχυρότερα κράτη στη γη (Ρωσία, Γερμανία για παράδειγμα) έχουν περιπέσει σε καθεστώς χρεοκοπίας. Η διαφορά συνίσταται στην επαναληψιμότητα του φαινομένου. Όταν μέσα σε 196 χρόνια έχεις χρεοκοπήσει ΠΕΝΤΕ φορές, τότε όχι μόνο κάτι πάει στραβά αλλά ακόμα χειρότερα, δε μαθαίνεις και από τα λάθη σου! Η διαχρονική νοοτροπία της νεοελληνικής κοινωνίας είναι το «ζήσε για το σήμερα, φάε το αύριο και όταν έρθει το αύριο βλέπουμε». Οι οικονομικές παθογένειες της Ελλάδος έχουν ιστορικά αναλυθεί ad nauseum και δε χρειάζεται να επεκταθώ περεταίρω. Είναι οπωσδήποτε λυπηρό να διαβάζει κανείς ιστορικές πηγές και να μπερδεύεται ως προς το ποια ιστορική περίοδο αφορούν (για έναν περίεργο λόγο όλες, μα όλες οι πηγές ομοιάζουν καταπληκτικά με το σήμερα) αλλά κοινωνίες οι οποίες αρνούνται να δούνε τα λάθη τους δε δικαιούνται να έχουν μέλλον.

Μήπως η επιτυχία μιας κοινωνίας συνίσταται στην ευρυμάθεια της, την αναγωγή της αριστείας σε πρότυπο ή την εν γένει καλλιέργεια των γραμμάτων, των τεχνών και της επιστήμης; Σύμφωνα με τις δύο τελευταίες μελέτες της PISA (2012, 2016) οι Έλληνες μαθητές έρχονται από τους τελευταίους ανάμεσα στις τριάντα πλουσιότερες και ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου σε βασικές μαθησιακές ικανότητες όπως κατανόηση ελληνικού κειμένου, μαθηματικές ικανότητες και χρήση λογικής. Ναι αλλά οι Έλληνες επιστήμονες, τα Ελληνικά μυαλά, λαμπρύνουν με την παρουσία τους τα ξένα πανεπιστήμια και…Ναι, ναι όλοι το έχουμε ακούσει αυτό το παραμύθι περί άριστων Ελλήνων που είναι πανέξυπνοι και επιβιώνουν παντού και ανθίζουν ακόμα και στη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης. Και πάλι σύμφωνα με τις μελέτες της PISA οι Έλληνες αριστούχοι (δηλαδή όσοι μπορούν να λύσουν Level 6 προβλήματα στην εξαβάθμια κλίμακα της PISA) είναι και αναλογικά λιγότεροι σε σχέση με άλλες χώρες και με χαμηλότερα σκορ. Το γεγονός ότι ακόμα και αυτοί οι άριστοι καταφεύγουν στο εξωτερικό καταδεικνύει την κατάντια της ελληνικής κοινωνίας η οποία αδυνατεί να κρατήσει τους καλύτερους κοντά της. Αλλά ας αφήσουμε τους Έλληνες μαθητές στην ησυχία τους. Ποιο από τα ελληνικά πανεπιστήμια βρίσκεται στην πρώτη εκατοντάδα της παγκόσμιας κατάταξης; Η ελληνική κοινωνία αγκαλιάζει άραγε την αριστεία ή μήπως η γλώσσα λανθάνουσα του κυρίου Μπαλτά, ότι δηλαδή η αριστεία είναι ρετσινιά, αποκάλυψε τελικά ωμά την αλήθεια; Μήπως κατά βάθος φθονούμε τον άριστο; Μήπως θέλουμε να τον κατεβάσουμε για να μην αποκαλυφθεί η δική μας γύμνια; Και σε τελική ανάλυση, άντε να πείσεις έναν νέο περί αριστείας όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας είναι ένας πρώην καταληψίας.

Μήπως η επιτυχία μιας κοινωνίας συνίσταται στην κρατούσα κοσμοθεωρία της, δηλαδή στο πως αντιλαμβάνεται την αλληλεπίδραση της με τον περιβάλλον της και πως αντιδρά στα ερεθίσματα που δέχεται; Ας το εξετάσουμε λοιπόν αυτό. Προσωπικά πιστεύω ότι η φράση του Χάρρυ Κλυν ότι δηλαδή «… στην Ελλάδα μόνο οι μαλάκες και τα ρολόγια δουλεύουν…» περιγράφει με τρομακτική ακρίβεια την πραγματικότητα. Στην ελληνική κοινωνία δεν υπάρχει η κουλτούρα της εργασίας. Υπάρχει η κουλτούρα της αποφυγής της εργασίας «άστο γι’ αύριο, θα δούμε, μη το σκαλίζεις αυτό τώρα, κλπ», η κουλτούρα του πασαλείμματος, της ήσσονος προσπάθειας, της μετριότητας και της κουτοπονηρίας. Άντι για προγραμματισμός υπάρχει η μοιρολατρία, αντί για το «συν Αθηνά και χείρα κίνει» υπάρχει το «έχει ο Θεός». Για όλα φταίνε οι εχθροί της Ελλάδας και του Χριστιανισμού (του Ορθόδοξου έτσι, μη παρεξηγηθούμε κιόλας) που αντιμάχονται τους πτωχούς πλην τίμιους Έλληνες και όπου «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι». Αναζητούμε πάντα τον Σωτήρα πατερούλη ηγέτη που ως δια μαγείας θα μας σώσει από τα δεινά στα οποία έχουμε περιπέσει, μη αντιλαμβανόμενοι όμως ότι πρέπει εμείς οι ίδιοι να δουλέψουμε για τη σωτηρία μας. Ε δε πειράζει, ας δουλέψει ο γείτονας, ας πληρώσει φόρους ο δίπλα, ας πάει στρατό στα σύνορα ο φτωχός, αυτά δεν είναι για μένα. Εγώ μόνο από το δημόσιο ταμείο να τρώω και άμα διακοπεί το συσσίτιο τότε να βρίσω τον παραδίπλα που μου πήρε την αργομισθία. Αρεσκόμαστε και αναλωνόμαστε στην ενασχόληση με φαντάσματα του παρελθόντος. Άραγε ποια άλλη χώρα διαθέτει ταυτόχρονα φιλοσταλινικό και ναζιστικό κόμμα στη Βουλή της; Σε ποια άλλη χώρα η πολιτική ζωή της διεξάγεται με όρους ψυχροπολεμικού εμφυλίου εβδομήντα κοντά χρόνια μετά τη λήξη του; Αλλά όπως είναι παγίως γνωστό, η ποιότητα της ηγεσίας μιας κοινωνίας αποτελεί αδιάψευστο καθρέφτη της. Αυτοί είμαστε, αυτούς τους ηγέτες έχουμε.  

Η Ελλάδα επιβιώνει και βρίσκεται εδώ που βρίσκεται όχι λόγω στρατηγικού προγραμματισμού ούτε λόγω των άοκνων προσπαθειών των κατοίκων της αλλά λόγω της γεωγραφικής της θέσης η οποία έχει εξελιχθεί σε ευχή και κατάρα ταυτόχρονα. Την Ελληνική Επανάσταση, μετά το προσφιλές μας σπορ του εμφυλίου και της διασπάθισης δανεικών χρημάτων, τη διέσωσε η επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων (ναυμαχία Ναυαρίνου). Την ελληνική κατάρρευση του 1897 τη σταμάτησε η επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Όταν όλοι οι άλλοι αποκαθιστούσαν τα ερείπια που άφησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, εμείς είπαμε να συνεχίσουμε για μερικά ακόμα χρόνια και το γεγονός ότι ανήκουμε εκεί όπου ανήκουμε σήμερα το οφείλουμε πάλι στην επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Το οικονομικό μεταπολεμικό θαύμα της Ελλάδος οφείλεται στην απλόχερη ξένη βοήθεια (πακέτο Marshal). Τα χρόνια της οικονομικής ευμάρειας των τελευταίων, προ κρίσης δεκαετιών οφείλονται σε Ευρωπαϊκά χρήματα τα οποία εμείς πήραμε, σπαταλήσαμε σε εφήμερες απολαύσεις και τώρα δρέπουμε τους καρπούς της αποχαύνωσης μας.

Σύμφωνα με τελευταίες δημογραφικές προβολές, στα μέσα του τρέχοντος αιώνος ο πληθυσμός της Ελλάδος θα κυμαίνεται από επάμισι (worst case scenario) έως ενεά εκατομμύρια (best case scenario). Κοντολογίς, ο πληθυσμός της χώρας θα έχει μειωθεί στην καλύτερη των περιπτώσεων κατά δύο εκατομμύρια ψυχές. Αντιλαμβανόμαστε τι σημαίνει αυτό ή μήπως και αυτό είναι «απαισιοδοξία»; Λέτε να φροντίσει ο «Θεός της Ελλάδος» και για αυτό; Άραγε πώς να αισθανόταν η Κασσάνδρα όταν ο Απόλλωνας της έδινε το χάρισμα να προβλέπει το μέλλον; Μήπως τελικά η Κασσάνδρα ήταν η πρώτη καταγεγραμμένη ρεαλίστρια στην ελληνική ιστορία; Μήπως τελικά πιστεύουμε ότι η Ελλάδα πάντα υπήρχε, πάντα θα υπάρχει ότι και να γίνει; Η ιστορία όμως είναι αμείλικτη και έχει εξαφανίσει άλλες κοινωνίες με μεγαλύτερο ιστορικό αποτύπωμα από το δικό μας (μη νομίζετε, υπάρχουν και τέτοιες). Καμιά κοινωνία δεν έχει υπογράψει συμβόλαιο με την ιστορία και ο Δαρβινισμός ισχύει το ίδιο αμείλικτα για αυτές όπως ισχύει στη φύση. Ή εξελίσσεσαι ή πεθαίνεις.