24 Σεπ 2009

Δημόσιο χρέος και προεκλογικές εξαγγελείες

Ακούγονται καθημερινά διάφορες προεκλογικές εξαγγελείες και από τα δύο κόμματα οι οποίες μετά τιμολογούνται. Άλλος λέει 10 δις, άλλος 3 δις και γενικά επικρατεί μια ωραία ατμόσφαιρα λες και τα δις ευρώ είναι στραγάλια. Το πρόβλημα της χώρας δεν είναι αυτό καθεαυτό το έλλειμμα και το ύψος του δημοσίου χρέους, αλλά τα αίτια του και προς τα που κατευθύνεται όλο αυτό το χρέος.

Είναι θεμιτό για μια οικονομία να δανείζεται, ιδίως σε περιόδους κρίσης, έτσι ώστε τα δανεικά χρήματα να τα κατευθύνει σε στοχευμένες δράσεις αναθέρμανσης της οικονομίας. Ιδανικά δηλαδή, η κυβέρνηση αναζητεί τρόπους να οδηγήσει την οικονομία σε ανάπτυξη με απώτερο στόχο την διατηρήσιμη ανάπτυξη.

Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι δανειστήκαμε τα τελευταία 25 χρόνια με μοναδικό και πρωτεύοντα στόχο την τόνωση της εγχώριας ζήτησης ενώ ταυτόχρονα ο όποιος παραγωγικός ιστός της χώρας αφέθηκε στην τύχη του. Σίγουρα έγιναν πολλά αναγκαία έργα υποδομής, όμως αυτά από μόνα τους δεν αρκούν. Τα έργα υποδομής αποτελούν ικανή και αναγκαία συνθήκη για την οικονομική ανάπτυξη όμως από μόνα τους δεν δίνουν μακροπρόθεσμη ανάπτυξη στην οικονομία. Χρειάζονται και δράσεις ενίσχυσης της παραγωγικότητας της χώρας. Κλασσικό παράδειγμα εδώ, οι Ολυμπιακές υποδομές της χώρας οι οποίες στοίχισαν πακτωλό (δανεικών) χρημάτων και μετά αφέθηκαν στην τύχη τους.

Επιπλέον ξοδεύτηκαν δανεικά προκειμένου να αυξηθεί δραματικά το μέγεθος του δημοσίου τομέα χωρίς ταυτόχρονα να υπάρχουν ασφαλιστικές δικλείδες ως προς την παραγωγικότητα της εργασίας αυτών που απασχολούνται εκεί. Δημιουργήθηκε μια τεχνητή αίσθηση ευημερίας, ότι δουλεύοντας λίγο μπορούμε να απολαύσουμε ένα ευρωπαϊκό επίπεδο ζωής. Όταν τα περιθώρια δανεισμού της εθνικής οικονομίας έφτασαν στα όρια τους και αφού οι ανελαστικές δαπάνες του προϋπολογισμού για τόκους και δαπάνες μισθοδοσίας έφθασαν στο ταβάνι, τότε μπήκαμε και στο κόλπο της πλήρους απελευθέρωσης της καταναλωτικής και επιχειρηματικής πίστης των εμπορικών τραπεζών. Στήθηκε αρχές του 2000 ένα τεράστιο πανηγύρι όπου όλοι ήταν ευτυχισμένοι!

- Οι τράπεζες γιατί μοίραζαν δάνεια σε όποιον μιλούσε ελληνικά και εμφάνιζαν διαρκώς αυξανόμενα κέρδη,

- Το ελληνικό δημόσιο γιατί έδωσε επιτυχώς τη σκυτάλη τροφοδότησης της εγχώριας ζήτησης στις εμπορικές τράπεζες, ενώ αύξανε και τα φορολογικά του έσοδα και επιπλέον εμφανιζόταν και μια τεχνητή οικονομική αύξηση 4-5%

- Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις γιατί πίστεψαν ότι ανακάλυψαν το El Dorado του εύκολου χρήματος.

Μόνο που το πανηγύρι είχε ημερομηνία λήξης. Γιατί ο δανεισμός του δημοσίου, των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων έφθασε στα όρια του χωρίς να έχει αυξηθεί καθόλου η παραγωγική δυνατότητα της χώρας. Δανειζόμαστε ουσιαστικά όλοι για να εισάγουμε την πλειονότητα των αγαθών που καταναλώνουμε, δανειζόμαστε για να πληρώσουμε μισθούς που δεν αντιστοιχούν στην παραγωγικότητα της εργασίας. Η ανάπτυξη της οικονομίας ήταν πλασματική γιατί οφειλόταν κυρίως σε έντονη οικοδομική δραστηριότητα (προϊόν δανεισμού) και σε αύξηση εισαγωγής αγαθών ( = εκτίναξη εμπορικού ελλείμματος σε επίπεδα ρεκόρ με ταυτόχρονη αύξηση δανεισμού), δηλαδή οικονομική ανάπτυξη μέσω της υπεραξίας που παράγεται από τον κύκλο των εισαγομένων αγαθών. Σε όλα αυτά προσθέστε και την απουσία αποτελεσματικού μηχανογραφικού συστήματος η οποία σε συνδυασμό με τον κυκεώνα κανονισμών και νόμων που διέπουν το οικονομικό κύκλωμα οδηγούν στη διαφθορά και την παραοικονομία.

Όσο η οικονομία φαινομενικά κάλπαζε απολαμβάνοντας τα δανεικά και τα ευρώ-πακέτα, όλα ήταν ρόδινα και ιδανικά. Και αντί οι κυβερνήσεις να συμμαζέψουν τις δαπάνες και τα ελλείμματα στη φάση της ανόδου, τα αύξαναν ποντάροντας στην αέναη ανάπτυξη της οικονομίας στο 4-5% με δανεικά. Η οικονομική κρίση το μόνο που έκανε ήταν να φέρει στην επιφάνεια όλη αυτή τη δυσωδία που όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις έκρυβαν επιμελώς κάτω από το χαλί με τη λογική ότι «και γιατί να πάρω εγώ επώδυνα μέτρα? Ας τα πάρει ο επόμενος! Εγώ θα δανειστώ για να βγάλω το σήμερα και για το αύριο ας φροντίσει ο επόμενος!»

Όλα τα παραπάνω συνδυάστηκαν και με υπερθέρμανση της οικονομίας που οδήγησε σε έναν ξέφραγο πληθωρισμό. Αφού μπήκε τόσος δανεικός αέρας στο σύστημα ήταν λογικό οι τιμές να πάρουν την ανηφόρα και να αυξήσουν ακόμα περισσότερο την ανισορροπία παραγωγικότητας – αμοιβής της εργασίας. Οι τιμές προσέγγισαν ταχύτατα τον μέσο όρο της Ευρωζώνης αλλά η παραγωγικότητα παρέμεινε καθηλωμένη χαμηλά.

Κάπως έτσι φθάσαμε εδώ που φθάσαμε. Και επειδή οι διαπιστώσεις δε λύνουν το πρόβλημα πρέπει πάσει θυσία να αποφευχθεί η προδιαγραφόμενη πορεία της οικονομίας μας  προς μια παρατεταμένη περίοδος αποπληθωρισμού. Το δημόσιο θα πρέπει σταδιακά να περικόψει τις δαπάνες του και ταυτόχρονα, να συνδέσει τις μισθολογικές του δαπάνες με την παραγωγικότητα των εργαζομένων που απασχολεί. Η μείωση των μισθολογικών δαπανών του δημοσίου που σήμερα απορροφούν ένα σεβαστό κομμάτι της πίτας θα επιτρέψει είτε τη μείωση του δανεισμού, είτε τη χρήση του σαν εργαλείο ανάπτυξης (αν και τα περιθώρια για τη δεύτερη περίπτωση έχουν στενέψει ασφυκτικά). Ενδεχόμενη περικοπή των δαπανών του δημοσίου, ίσως επιτρέψει την αποπληρώμη του τεράστιου χρέους του δημοσίου προς τρίτους, που σήμερα αντιστοιχεί στο 4,5% του ΑΕΠ της χώρας (περίπου 11 δις ευρώ) και αυτόματα αυτό θα αναζωογονήσει την αγορά.  Παράλληλα πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια να στραφούν πόροι προς τομείς που αποδεδειγμένα μπορούν να προσφέρουν στην οικονομική ανάπτυξη (έρευνα και τεχνολογία, υπηρεσίες παιδείας, υπηρεσίες υγείας, τραπεζικές υπηρεσίες, τουρισμός υψηλής ποιότητας, τηλεπικοινωνίες, παραγωγή κηπευτικών υψηλής ποιότητας, μεταποίηση αγροτικών προϊόντων κ.α). 


Δυστυχώς όμως, διαπιστώνεται ότι για άλλη μια φορά οι εξαγγελείες του εν δυνάμει κόμματος εξουσίας στερούνται λογικής και οικονομικής πραγματικότητας. Πέρα από τα όσα φεδρά ακούγονται περί κρατικοποιήσεων και τα οποία αποτελούν προεκλογικά πυροτεχνήματα, πέρα από τις αοριστολογίες περί πράσινης ανάπτυξης, αυτό που δεν ακούγεται είναι με ποιές συγκεκριμένες δράσεις θα περισταλούν οι μη παραγωγικές δημόσιες δαπάνες. Ή αν θέλετε, πως θα αποκτήσει αξία το δημόσιο χρήμα και με ποιόν τρόπο θα οδηγηθεί σε αναπτυξιακές δράσεις. Οι προβλέψεις πάντως δεν είναι ευοίωνες και η Ευρωπαική Επιτροπή μας περιμένει στη γωνία.  Και επαναλαμβάνω ότι δεν είναι τόσο τα νούμερα που ανησυχούν την επιτροπή (υπάρχουν και άλλες χώρες με χειρότερα δημόσια οικονομικά) όσο η πλήρης έλλειψη αξιοπιστίας της χώρας μας, πράγμα που θα αναγκάσει την επιτροπή να είναι ιδιαίτερα σκληρή με τη νέα κυβέρνηση. Αν παρθούν σκληρά μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής η χώρα αναγκαστικά θα εισέλθει σε μια φάση στασιμότητας ως προς την ανάπτυξη, όπου ο πληθωρισμός θα κινείται σε πολύ χαμηλά επίπεδα κοντά στο μηδέν και όπου η μείωση της ζήτησης θα οδηγήσει σε πτώση των τιμών. Σταδιακά (και με την προϋπόθεση ότι η παραγωγικότητα της εργασίας θα αυξηθεί) το εισόδημα θα αποκτήσει και πάλι αξία, οπότε θα αναθερμανθεί και πάλι η εγχώρια ζήτηση. 

Καλώς ή κακώς, το υπάρχον μοντέλο ανάπτυξης που η χώρα χρησιμοποίησε μετά τη μεταπολίτευση μας αφήνει κάπου εδώ. Ήρθε η ώρα να παρθούν σκληρές αποφάσεις για την εξυγίανση της οικονομίας μας. Όσο αναβάλλονται οι αποφάσεις τόσο σκληρότερες και πιο οδυνηρές θα είναι.  Αν τις αναβάλουμε για το μέλλον τότε πολύ φοβάμαι ότι θα υπάρξει πάλι ένας Τρικούπης που πει το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου